Tι επισημαίνει η αμερικανική εταιρία αναλύσεων

Η αμερικανική κυβέρνηση εφαρμόζει τις σκληρότερες κυρώσεις της εναντίον του Ιράν σε μια προσπάθεια να πιέσει την Τεχεράνη να αλλάξει τη συμπεριφορά της. Επί της διαδικασίας, αναγκάζει τις χώρες που συνεργάζονται με την Ισλαμική Δημοκρατία να κάνουν μια δύσκολη επιλογή: Να ευθυγραμμιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να συνεχίσουν τις συναλλαγές με το Ιράν. Το δίλημμα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για την Τουρκία, η οποία, παρά την εδώ και αιώνες έχθρα του με το Ιράν, εξαρτάται από τη χώρα για μεγάλο μέρος των αναγκών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Άγκυρα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα προσπαθήσει να αυξήσει το εμπόριο της με το Ιράν από 10 δις δολάρια ετησίως το 2017 σε 30 δις δολάρια ετησίως, παρά το κύμα των νέων κυρώσεων στην Τεχεράνη που θα αρχίσει να ισχύει από τον Νοέμβριο. Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας θα περιορίσουν την έκταση με την οποία η κυβέρνηση της μπορεί να αντιμετωπίσει την Ουάσινγκτον.

Κλείνοντας τα κενά

Η Τουρκία δεν είναι ξένη προς την επιβολή κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Το 2012, αντιμετωπίζοντας το καθεστώς πολυμερών κυρώσεων που υποστήριζε ο ΟΗΕ, περιόρισε το εμπόριό της με την ισλαμική δημοκρατία, η οποία υποχώρησε από το υψηλό των 22 δις δολαρίων εκείνη τη χρονιά σε 14 δις δολάρια το 2014. (Η κατάρρευση της παγκόσμιας τιμής του πετρελαίου συνέβαλε στην απότομη αυτή πτώση. ) Η κίνηση αυτή εμπόδισε τις επενδύσεις μεταξύ των δύο χωρών, ακόμα και αν η Τουρκία βρήκε τρόπους να συνεχίσει το εμπόριο για τα ιρανικά προϊόντα, όπως η ανταλλαγή ή η πληρωμή σε τοπικά νομίσματα. Θα μπορούσε επίσης να συνεχίσει να εισάγει φυσικό αέριο από το Ιράν, δεδομένου ότι οι αγορές αυτές δεν υπόκειντο σε κυρώσεις, μια ρύθμιση που έδινε στην ισλαμική δημοκρατία την απαραίτητη πρόσβαση σε ξένο νόμισμα. Η Άγκυρα δρομολόγησε πληρωμές για φυσικό αέριο μέσω της Halkbank, μιας μεγάλης τουρκικής τράπεζας. Το Ιράν χρησιμοποίησε τα χρήματα για να αγοράσει τουρκικό χρυσό, τον οποίο στη συνέχεια αντάλλαξε με νόμισμα, μέσω ενός άλλου θεσμικού οργάνου, αυτό που έγινε γνωστό ως το “σχήμα αερίου για χρυσό”.

Αυτή τη φορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν μέτρα για να κλείσουν μερικά από τα κενά που επέτρεψαν στην Τουρκία να διατηρήσει τους εμπορικούς της δεσμούς με το Ιράν. Η Ουάσιγκτον, για παράδειγμα, λαμβάνει αυστηρότερα μέτρα για τις συναλλαγές σε χρυσό και παρακολουθεί προσεκτικά τους τερματικούς σταθμούς επανεξαγωγής που έχει χρησιμοποιήσει το Ιράν για την ανταλλαγή αγαθών με χώρες, όπως η Τουρκία, το Ομάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αντίθετα με το 2012, σήμερα η αμερικανική ​​κυβέρνηση φαίνεται απίθανο να εκδώσει απαλλαγές ως προς τις κυρώσεις για τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν. Το εργοστάσιο επεξεργασίας πετρελαίου της Τουρκίας, Tupras, έχει ήδη αρχίσει να μειώνει τις αγορές αργού πετρελαίου από το Ιράν, εν αναμονή της ημερομηνίας έναρξης ισχύος των μέτρων. (Οι κυρώσεις για τις εξαγωγές φυσικού αερίου είναι συγκριτικά ευνοϊκότερες, εν μέρει γιατί το ιρανικό φυσικό αέριο είναι σημαντικό για την Ευρώπη.) Και για το ρόλο που διαδραμάτισε αψηφώντας τις παλαιότερες κυρώσεις, η Halkbank είναι δέσμια μιας δικαστικής μάχης με την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η τουρκική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν υπέκυψε αρκετά στις αμερικανικές πιέσεις για τις κυρώσεις. Ο υπουργός Οικονομίας Nihat Zeybekci υποσχέθηκε ότι η Άγκυρα θα αντέξει τους περιορισμούς και θα “συνεχίσει να έχει εμπορικές σχέσεις με το Ιράν όσο το δυνατόν περισσότερο”.

Ένα ριψοκίνδυνο σχήμα

Αλλά το να βρίσκεται απέναντι στην Ουάσιγκτον αποτελεί μια επικίνδυνη στρατηγική για την Άγκυρα. Πρώτον, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών επιδεινώνονται σταθερά υπό την πίεση ζητημάτων, όπως οι δασμοί της κυβέρνησης Τραμπ στον χάλυβα και το αλουμίνιο, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και οι αυθαίρετες συλλήψεις Αμερικανών πολιτών από την τουρκική κυβέρνηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην πραγματικότητα, προχώρησαν στο πρωτοφανές βήμα επιβολής κυρώσεων σε Τούρκους αξιωματούχους για τη συνεχιζόμενη κράτηση του Αμερικανού πάστορα Andrew Brunson. Επίσης, για άλλη μια φορά, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε αποδιοργάνωση. Η επιστροφή δευτερευουσών κυρώσεων στις ιρανικές εξαγωγές ενέργειας θα μπορούσε να προσθέσει στα προβλήματά της (τουρκικής οικονομίας), αυξάνοντας την τιμή του πετρελαίου και, εν συνεχεία, αυξάνοντας τον εγχώριο πληθωρισμό, οδηγώντας σε ύφεση την αξία της λίρας. Αντιμετωπίζοντας μια νομισματική κρίση και μια κρίση χρέους, οι τράπεζες και οι εταιρείες της χώρας δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το τίμημα της μη συμμόρφωσης με τις αμερικανικές κυρώσεις. Η Άγκυρα θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει τις πιθανές ζημιές, παρατείνοντας, για παράδειγμα, την ωρίμανση των δανείων, ή διευκολύνοντας την «επανασυσκευασία» του χρέους, αλλά οι προσπάθειές της δεν θα είναι αρκετές προκειμένου να καθησυχάσει τις περισσότερες τουρκικές τράπεζες, αφού περίπου το ήμισυ των καταθέσεων τους είναι σε αμερικανικά δολάρια.

Παρόλα αυτά, το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Ιράν θα συνεχιστεί. Η τουρκική τράπεζα  Ziraat έχει κανονίσεις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων με την ιρανική τράπεζα Melli, οι οποίες θα επιτρέψουν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών αξίας, 1,4 δις δολαρίων  — η πιο προχωρημένη ανταλλαγή που έχει προγραμματίσει η Τεχεράνη μέχρι στιγμής με οποιονδήποτε εμπορικό εταίρο. Ορισμένες μικρότερες τουρκικές εταιρείες θα προσπαθήσουν επίσης να επωφεληθούν από την προσοδοφόρα ευκαιρία που παρουσιάζει η παράκαμψη των μέτρων, αν και οι περισσότερες πιθανώς θα αποφασίσουν εναντίον της. Ακόμα κι αν δεν σταματήσουν το εμπόριο μεταξύ τους, Ιράν και Τουρκία, οι αυστηρότερες αμερικανικές κυρώσεις, θα το κάνουν τουλάχιστον δυσκολότερο.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου