Του Γιώργου Κουμουτσάκου

Η ρευστότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ευρύτερες εξελίξεις όπως η μετατόπιση των οδεύσεων του διεθνούς εμπορίου, που στο παρελθόν διεξαγόταν κυρίως μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, έχουν ενισχύσει τη γεωπολιτική και οικονομική σημασία της χώρας μας. 

Στο παρελθόν, η Ελλάδα ήταν χώρα στις παρυφές του διεθνούς εμπορίου, τώρα, με την ανάδειξη νέων οικονομικών γιγάντων στην Ανατολή, όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, η Ελλάδα ανακτά τη θέση της στο κέντρο των διεθνών εμπορικών ροών.

Η Ελλάδα είναι το πρώτο σημείο εισόδου στην Ευρώπη για τους ενεργειακούς πόρους και τα εμπορεύματα από την Κεντρική Ασία. Ο Πειραιάς είναι το πρώτο ευρωπαϊκό λιμάνι, το πρώτο λιμάνι συνδεδεμένο με τα δίκτυα μεταφορών της  ΕΕ, που συναντούν τα πλοία τα οποία εξέρχονται από τη διώρυγα του Σουέζ. Η χώρα μας, μαζί με την Κύπρο, αποτελούν τη γέφυρα που συνδέει τα Βαλκάνια και την ΕΕ με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, αλλά και την υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο.

Μάλιστα, οι εξελίξεις γενικότερης αποσταθεροποίησης της Ανατολικής Μεσογείου και η καλπάζουσα αποδυτικοποίηση της Τουρκίας τονίζουν κάθε μέρα και περισσότερο ότι η Ελλάδα όχι μόνο ανήκει αμετάκλητα στη Δύση, αλλά αποτελεί απαραίτητο προπύργιο δημοκρατίας και σταθερότητας στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και ο πιο αξιόπιστος και σταθερός εταίρος και σύμμαχος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όλα αυτά δεν είναι ούτε λόγια ούτε θεωρίες. Είναι μία πραγματικότητα που έρχεται να υπογραμμίσει το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Ελλάδα από πλευράς ΗΠΑ, που φέτος είναι και τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ.

Μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σχέσεων με την Ελλάδα εμφανίζουν και νέες δυνάμεις στη διεθνή σκηνή, με προεξάρχουσα την Κίνα, που ήταν τιμώμενη στην προηγούμενη ΔΕΘ.

Η σχέση της Ελλάδας με την Κίνα δεν μπορεί βεβαίως ούτε και θα υποκαταστήσει τους παραδοσιακούς συμμαχικούς δεσμούς που η χώρα μας έχει με τις ΗΠΑ. Είναι όμως μια επαρκής, σοβαρή διάσταση στις διεθνείς και οικονομικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων. Η χώρα μας αποτελεί σημαντικό συνδετικό κρίκο στο πλαίσιο του σχεδίου “One Βelt Οne Road”, μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης, μέσω της Κεντρικής Ασίας με πύλη εισόδου τη χώρα μας.

Η δυναμική των εξελίξεων έχει ήδη οδηγήσει στην αύξηση των εμπορικών σχέσεων, στις αφίξεις Κινέζων τουριστών και έχει ενισχύσει το κινεζικό επενδυτικό ενδιαφέρον  για τη χώρα μας.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν κι εκείνους ακόμα που στο πρόσφατο παρελθόν μάχονταν σθεναρά κατά των κινεζικών επενδύσεων στη χώρα μας και επέκριναν με λαϊκισμό την ενίσχυση των ενεργών διμερών σχέσεων με την Κίνα  να είναι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές τους. Να αναγνωρίζουν στην πράξη την ορθότητα των στρατηγικών επιλογών που έγιναν στο παρελθόν, συγκεκριμένα από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο σημερινός Πρωθυπουργός, βαδίζοντας στον ανοικτό δρόμο που βρήκε διαμορφωμένο επισκέφθηκε την Κίνα έχοντας επαφές όχι μόνο με την κυβέρνηση αλλά και με επιχειρηματικούς κύκλους της χώρας. Δεν δόθηκε όμως η δέουσα συνέχεια στις επαφές αυτές και αυτό δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση ενός πραγματικού ποιοτικού άλματος στις οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – Κίνας.

Η εξήγηση γι’ αυτό είναι απλή και έχει ευρύτερη σημασία. Διότι για να υπάρξει ποιοτική αναβάθμιση του κινεζικού και διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος στη χώρα μας πρέπει πρώτα να υπάρξει αναβάθμιση του επενδυτικού περιβάλλοντος στην ίδια την Ελλάδα. Η χώρα μας πρέπει να καταστεί φιλική στις επενδύσεις, ιδίως σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Κίνα και στις οποίες η Ελλάδα έχει τεράστιες αναξιοποίητες δυνατότητες. Για να γίνει αυτό όμως απαιτείται σειρά θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας π.χ. πρέπει να εκσυγχρονιστεί το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, που όπως είδαμε αυτές της μέρες, υποβαθμίζεται συνεχώς. Πρέπει να υπάρχει ένα αποτελεσματικό και φιλικό για την επιχειρηματικότητα κράτος με ταχεία και αποτελεσματική Δικαιοσύνη, την οποία η κυβέρνηση αντιθέτως υπονομεύει και αποδυναμώνει με κάθε τρόπο.

Για να γίνουν δηλαδή πραγματικότητα οι δυνητικές ευκαιρίες που προσφέρει η παρούσα συγκυρία στις σχέσεις Ελλάδας – Κίνας αποτελεί προϋπόθεση η ενίσχυση της ελληνικής Πρεσβείας στη χώρα, του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Πεκίνου και Σαγκάης και των ελληνικών προξενικών Αρχών στη χώρα. Με την επαρκή στελέχωση και στήριξη του Γραφείου του ΕΟΤ μπορεί να υπάρξει ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα προβολής της χώρας και προώθησης του ελληνικού τουρισμού.

Παράλληλα από ελληνικής πλευράς να γίνουν ουσιαστικές κινήσεις και μεταρρυθμίσεις που θα θέσουν τις κατάλληλες βάσεις αξιοποίησης των πολλών δυνατοτήτων που υπάρχουν.

Πλέον έχει γίνει σαφές ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να κάνει αυτές τις κινήσεις. Υπάρχουν ακόμα ιδεολογικά φρένα και ελλιπής σχεδιασμός που εμποδίζουν τα επόμενα βήματα. Η κυβέρνηση δρέπει τους καρπούς του παρελθόντος αλλά δεν έχει να παραδώσει κάτι νέο για το μέλλον. Η χθεσινή επίσκεψη Κοτζιά δεν ήταν εξαίρεση. Ακολούθησε την πεπατημένη ΣΥΡΙΖΑ. Δεν φαίνεται να προσέφερε κάτι ουσιαστικό.

Η Νέα Δημοκρατία διαμορφώνει εκείνες τις πραγματικά αναπτυξιακές πολιτικές που σύντομα θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν την προστιθέμενη γεωπολιτική αξία της χώρας και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες διμερούς συνεργασίας και αμοιβαίου οφέλους.

* Ο κ. Γιώργος Κουμουτσάκος είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και τομεάρχης Εξωτερικών 

capital.gr