Τι επισημαίνει η Αμερικανική εταιρεία γεωπολιτικών αναλύσεων, με αφορμή την 21 Αυγούστου και την υποτιθέμενη έξοδο από τα μνημόνια

Η ελληνική οικονομική κρίση μπορεί να τελείωσε, αλλά η Ελλάδα και η Ευρωζώνη δεν θα είναι ποτέ η ίδια

Όπως και πολλές αγγλικές λέξεις, η λέξη “crisis” έχει ελληνική προέλευση – η λέξη “κρίση” στην αρχική της μορφή σήμαινε “αποφασιστική στιγμή”. Αποτελεί μια ειρωνική στροφή της μοίρας που κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η λέξη έχει συνδεθεί τόσο στενά με τη χώρα από την οποία προήλθε. Τα τελευταία χρόνια, οποιαδήποτε συζήτηση για την Ελλάδα απαιτούσε την αναγνώριση της βαθιάς οικονομικής, χρηματοπιστωτικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που έπληξε τη χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Αυτό έκανε την 20η Αυγούστου μία γλυκόπικρη μέρα, καθώς σηματοδοτεί το τέλος του τρίτου διαδοχικού προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας από το 2010 και, κατά κάποιο τρόπο, το επίσημο τέλος της ελληνικής κρίσης. Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια, περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια ευρώ σε διεθνή δάνεια και έξι πρωθυπουργοί για την Ελλάδα να φτάσει σε αυτή τη στιγμή. Τώρα τα δύο μεγαλύτερα ερωτήματα είναι: Άξιζε τον κόπο; Και, η Ελλάδα είναι πραγματικά εκτός κινδύνου;

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, διότι η μεταμνημονιακή Ελλάδα είναι μια χώρα αντιθέσεων. Η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, αν και με πολύ αργούς ρυθμούς, και παρά το γεγονός ότι η ανεργία μειώνεται, πολλές από τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι προσωρινής ή μερικής απασχόλησης ή χαμηλόμισθες. Μετά από χρόνια μαζικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η κυβέρνηση της Αθήνας έχει σήμερα πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα κρατήσουν την εν λόγω δέσμευση. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει άνοδο, αλλά η ελληνική οικονομία είναι ακόμη μικρότερη από ό, τι πριν την κρίση. Και ενώ οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγαν οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις ήταν επώδυνες για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, επικεντρώθηκαν υπερβολικά στις αυξήσεις της φορολογίας και στις περικοπές δαπανών και πολύ λιγότερο στις διαρθρωτικές αλλαγές ώστε να κάνουν την οικονομία πιο αποτελεσματική. Η Ελλάδα εξακολουθεί να βαρύνεται από ζητήματα, όπως η φοροδιαφυγή, η κρατική γραφειοκρατία και τα τεράστια ποσά των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ώρα που το βιοτικό επίπεδο πολλών ανθρώπων είναι σημαντικά χειρότερο από ό, τι πριν ξεκινήσει η κρίση.

Τι ακολουθεί για την Ελλάδα;

Ακόμη και αν για την ώρα η Ελλάδα φαίνεται σχετικά σταθερή, η χώρα αντιμετωπίζει δύο μεγάλες προκλήσεις στο μέλλον. Το πρώτο είναι το μεγάλο βάρος του χρέους, το οποίο παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη, πάνω από το 180% του ΑΕΠ. Η ελληνική κυβέρνηση και οι πολίτες της θα πρέπει να ζήσουν με αυτήν την πρόκληση για γενιές – ειδικά εάν η ΕΕ δεν επιδείξει προθυμία να κάνει τις παραχωρήσεις (για την ανακούφιση του χρέους) που πιέζει το ΔΝΤ. Μέχρι στιγμής, η ΕΕ αποφάσισε να δώσει στην Αθήνα περίοδο χάριτος για την αποπληρωμή του χρέους της και η ΕΚΤ δήλωσε ότι θα επιστρέψει στην Ελλάδα μερικά από τα οφέλη που αποκόμισε, κρατώντας τα ελληνικά ομόλογα. Αλλά η ιδέα της απλής απομείωσης μέρους του ελληνικού χρέους δεν είναι αποδεκτή από την Ένωση.

Ακόμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια άλλη, ίσως ακόμη πιο σοβαρή πρόκληση: τις επιπτώσεις της διαρροής εγκεφάλων. Την τελευταία δεκαετία, περισσότεροι από 400.000 Έλληνες, πολλοί από τους οποίους στην δεκαετία των 20, εγκατέλειψαν τη χώρα τους, κάτι που δεν είναι μικρό για ένα κράτος με πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η μετανάστευση δεν είναι, ωστόσο, ένα εντελώς νέο φαινόμενο για την Ελλάδα. Υπάρχει μεγάλη ελληνική διασπορά σε μακρινά μέρη, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Αυστραλία. Αλλά το σημερινό κύμα μετανάστευσης συμβαίνει σε μια εποχή όπου η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας στην Ευρώπη. Μαζί, αυτά τα ζητήματα έχουν αφήσει την Ελλάδα με έναν περιορισμένο αριθμό εργαζομένων, που είναι διαθέσιμοι να δημιουργήσουν την οικονομική δραστηριότητα που απαιτείται για να ξεπεράσουν το χρέος της χώρας.

Τι σημαίνει η ελληνική κρίση για την Ευρωζώνη;

Πέρα από την Ελλάδα, η κρίση λέει επίσης πολλά για την ευρωζώνη. Από μια καθαρά συστημική άποψη, η ΕΕ μπορεί να αναπνεύσει με ανακούφιση: Η ευρωζώνη κατάφερε να μείνει ενωμένη στην χειρότερη κρίση της σύντομης ύπαρξής της. Παρόλο που μπορεί να φανεί ως τετελεσμένο συμπέρασμα για το 2018, πριν τρία χρόνια το αποτέλεσμα αυτό δεν ήταν τόσο προφανές, όταν η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Υπήρξαν έντονες συζητήσεις εντός της ΕΕ για το αν – όπως υποστήριζαν οι τεχνοκράτες στη Γερμανία και σε άλλες χώρες – η ευρωζώνη θα ήταν ισχυρότερη χωρίς την Αθήνα. Τελικά, οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ένωσης – η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία – κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία με την Ελλάδα για ένα νέο πακέτο διάσωσης, από φόβο ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ανάγκαζε και άλλες χώρες, ειδικά στη Μεσόγειο, να φύγουν εκτός, λόγω του εκτεταμένου πανικού.

Αυτή η ανησυχία λέει πολλά για την ευρύτερη σταθερότητα της ευρωζώνης, μιας νομισματικής ένωσης με 19 πολύ διαφορετικά μέλη. Χρειάζεται μόνο ένας ασθενής κρίκος για να σπάσει ολόκληρη η αλυσίδα. Πριν από λίγα χρόνια, αυτός ο κρίκος ήταν η Ελλάδα. Αυτές τις μέρες, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ιταλία, της οποίας η λαϊκιστική κυβέρνηση υπόσχεται να αμφισβητήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και να εγκρίνει μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα ελλείμματος για τη χώρα, η οποία ακόμη και σήμερα έχει δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 130% . Το επιχείρημα της Ρώμης είναι ότι, ως κυρίαρχο κράτος, η Ιταλία έχει το δικαίωμα να εγκρίνει τα οικονομικά σχέδια που κρίνει κατάλληλα. Εάν η ΕΕ προόριζε την επιβολή σκληρών οικονομικών μέτρων στην Αθήνα για να λειτουργήσουν προειδοποιητικά για άλλα μέλη της ευρωζώνης, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η Ένωση το πέτυχε.

Αυτό υπογραμμίζει μία από τις κύριες αδυναμίες της ευρωζώνης: οι κυβερνήσεις δεσμεύονται να σέβονται ορισμένους κοινούς κανόνες, αλλά το όλο σύστημα εξαρτάται από τη βούληση αυτών των κυβερνήσεων να επιβάλουν τους κανόνες. Στη δεκαετία αφότου άρχισε η κρίση στην Ελλάδα, η ευρωζώνη εισήγαγε εργαλεία και μηχανισμούς για την καλύτερη αντίδραση στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ώστε να είναι πλέον πιο προετοιμασμένη. Ωστόσο, τα προβλήματα θα συνεχίσουν να παραμένουν, όσο η Ένωση διατηρεί την αντίθεση της ύπαρξης μιας νομισματικής ένωσης που την ενώνει η ίδια νομισματική πολιτική, χωρίς όμως τα προαπαιτούμενα μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής που έρχεται με μια σωστή δημοσιονομική ένωση.

Η ελληνική κρίση έχει τελειώσει, τουλάχιστον από θεσμική άποψη. Εκπρόσωποι των πιστωτών της Ελλάδας, του ΔΝΤ και της ΕΕ, θα συνεχίσουν να επισκέπτονται την Αθήνα, με μικρότερη συχνότητα από πριν. Η Ελλάδα θα ξεκινήσει να εκδίδει κρατικά χρέη στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως μια “κανονική” χώρα ξανά. Αλλά οι επιπτώσεις μιας δεκαετίας από διεθνή πακέτα διάσωσης και επώδυνων εσωτερικών μέτρων θα είναι αισθητά στις επόμενες γενιές. Στο μεταξύ, οι εσωτερικές ατέλειες της ευρωζώνης και οι πολιτικοί και οικονομικοί κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν, δεν έχουν ξεθωριάσει, πράγμα που σημαίνει ότι η προοπτική άλλης «κρίσης» (krisis) εξακολουθεί να υφίσταται.