Ο οικονομικός πόλεμος και η Ελλάδα

 

Η χώρα μας έχει σήμερα ηττηθεί κατά κράτος, ενώ είναι πια υπό ξένη κατοχή, ασφυκτικά δεμένη με τα δεσμά του ευρώ, του χρέους, των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων – χωρίς να υπάρχει ίχνος εθνικής αντίστασης

Εν πρώτοις, οι διαφορές μεταξύ ενός οικονομικού, καθώς επίσης ενός στρατιωτικού πολέμου, δεν είναι τόσο μεγάλες, όσο νομίζει κανείς. Σε γενικές γραμμές, κατά τη διάρκεια ενός στρατιωτικού πολέμου η ηττημένη χώρα έχει οικονομικές απώλειες, έμψυχες, καθώς επίσης υλικές – αφού το κόστος διεξαγωγής είναι μεγάλο, σκοτώνονται άνθρωποι, ενώ καταστρέφονται τα κτίρια και οι λοιπές υποδομές της. Στη συνέχεια εγκαθίστανται οι δυνάμεις κατοχής, ορίζεται μία κυβέρνηση δωσίλογων, λεηλατούνται οι πόροι της, φορολογείται από τους εισβολείς, βασανίζονται οι Πολίτες της, επικρατούν συνθήκες υπογεννητικότητας, μετανάστευσης κοκ.

Κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού πολέμου τώρα, το κόστος είναι επίσης μεγάλο, οι άνθρωποι στην ηττημένη χώρα πεθαίνουν χωρίς να χρειαστεί να σκοτωθούν (μείωση του προσδόκιμου ζωής, ελλιπής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ανεργία, εξαθλίωση κλπ.), τα κτίρια ερημώνουν λόγω των μαζικών χρεοκοπιών, καθώς επίσης της οικονομικής αδυναμίας του πληθυσμού, ενώ οι υποδομές καταστρέφονται σταδιακά λόγω της μη συντήρησης τους. Επίσης, εγκαθίστανται οι δυνάμεις κατοχής στο εσωτερικό της, λιγότερες και με πολύ χαμηλότερο κόστος, η κυβέρνηση της «αναγκάζεται» να λειτουργεί ενδοτικά, λεηλατείται η ιδιωτική και η δημόσια περιουσία της, φορολογείται, βασανίζονται οικονομικά οι Πολίτες της, υπάρχει υπογεννητικότητα, κλιμακώνεται η μετανάστευση κοκ.

Σε αντίθεση όμως με την οικονομική ήττα και την κατοχή της, όταν η χώρα χάνει έναν στρατιωτικό πόλεμο, όλα συμβαίνουν χωρίς τη συμφωνία των Πολιτών της. Παράλληλα, δημιουργούνται ομάδες αντίστασης στο εσωτερικό της, με στόχο την ανάκτηση της ελευθερίας, καθώς επίσης της εθνικής τους κυριαρχίας.

Η οικονομικά ηττημένη χώρα όμως αναγκάζεται να συμφωνεί με την κατοχή της, ενώ όλα όσα υπογράφουν οι πολιτικοί της είναι δεσμευτικά και εντός των κανόνων του διεθνούς δικαίου – οπότε δεν θεωρείται κατακτημένη, αλλά ότι πληρώνει δίκαια τα λάθη και τις παραλείψεις της, αφού με δική της επιλογή χρεώθηκε.

Φυσικά ο δανειστής προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους – ενώ τυπικά δεν λεηλατεί, αλλά είτε κατάσχει ότι είναι χρεωμένο για να εξοφληθεί, είτε εξαγοράζει άλλα περιουσιακά στοιχεία του ηττημένου, ελεύθερα χρεών, στις εξευτελιστικές τιμές βέβαια που έχει ως αποτέλεσμα ένας χαμένος πόλεμος.

Τα παραπάνω αποτελούν τις σημαντικότερες ίσως διαφορές μεταξύ των δύο διαφορετικών μορφών πολέμου – κυρίως το ότι, η συμπεριφορά του στρατιωτικού κατακτητή ευρίσκεται εκτός των κανόνων του διεθνούς Δικαίου. Όταν δε κάποια στιγμή χάνει τον πόλεμο από τις συμμαχικές δυνάμεις που δημιουργούνται και επιτίθενται εναντίον του, η ηττημένη χώρα ανακτά όλα όσα έχασε αυτόματα – απαιτώντας ταυτόχρονα αποζημιώσεις για τις ζημίες που της προκλήθηκαν (κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει στην οικονομική μορφή του πολέμου).

Περαιτέρω, η Ελλάδα έχασε τον οικονομικό πόλεμο που κηρύχθηκε εναντίον της από το ΔΝΤ το 2009, όχι επειδή είχε μεγάλα ελλείμματα και χρέη, αλλά λόγω του ότι αρνήθηκε να τα αντιμετωπίσει ρεαλιστικά και ως είχαν, με δικά της μέσα – με την έννοια πως οι Πολίτες της επέλεξαν μία ενδοτική κυβέρνηση που τους υποσχέθηκε ότι, υπήρχαν ακόμη χρήματα για σπατάλη.

Προφανώς δε οι Έλληνες δεν θα εξαπατούνταν, εάν δεν ήθελαν οι ίδιοι να εξαπατηθούν, αφού γνώριζαν τα προβλήματα της χώρας τους – όπως την πολιτική διαφθορά, το πελατειακό κράτος, την αχόρταγη διαπλοκή, τη σκόπιμη γραφειοκρατία, τις συνδικαλιστικές εκτροπές, την κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων κοκ.

Περαιτέρω, ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ελλάδας κηρύχθηκε μεν επίσημα από το ΔΝΤ, με τη συμμετοχή στη συνέχεια της Τρόικα, αλλά ξεκίνησε ουσιαστικά από τη Γερμανία το 2000, όταν δρομολογήθηκε το ευρώ, με την υιοθέτηση τότε της «ατζέντα 2010» – του μισθολογικού dumping δηλαδή, με στόχο την τεχνητή αύξηση της ανταγωνιστικότητας της, έτσι ώστε να καταφέρει να απομυζεί οικονομικά όλους τους εταίρους της.

Η συγκεκριμένη μορφή επεκτατισμού ονομάζεται «μερκαντιλισμός» – ενώ πρόκειται για μία πολεμική μέθοδο που την κατέχει πολύ καλά η Γερμανία, από πολλά χρόνια πριν. Στο θέμα αυτό έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στο παρελθόν – ενώ δεν είναι φυσικά μόνο η Ελλάδα στο στόχαστρο, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη (η Πορτογαλία έχει ήδη μετατραπεί σε χώρα της Lidl).

Ήταν άλλωστε κάτι που το είχε επιχειρήσει ο Χίτλερ με στρατιωτικά όμως μέσα, επειδή τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές συνθήκες – οι οποίες επιτρέπουν την ειρηνική διείσδυση ενός κράτους σε ένα άλλο, με τη βοήθεια της υπερχρέωσης, των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, τα οποία τελικά το παραλύουν καθιστώντας το εύκολο θύμα.

Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έχει σήμερα ηττηθεί κατά κράτος, ενώ είναι πια ασφυκτικά δεμένη με τα δεσμά του ευρώ, των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών της, των μνημονίων, καθώς επίσης των δανειακών συμβάσεων. Αντίσταση δεν υπάρχει, η λεηλασία της έχει ήδη ξεκινήσει, η εδαφική της ακεραιότητα κινδυνεύει, η κοινωνική συνοχή επίσης, ενώ δεν απειλείται από μία μόνο συμμορία, αλλά από δύο – οι οποίες είναι εξίσου επικίνδυνες.

Εν τούτοις οι Έλληνες, αντί να ενωθούν απέναντι στον κοινό εχθρό, συγκρούονται μεταξύ τους – κρίνοντας μεταξύ άλλων από ορισμένα επιθετικά σχόλια στο κείμενο «Τα ερωτηματικά της δραχμής», όπου κατηγορηθήκαμε για ύποπτα στρεβλές παραποιήσεις δεδομένων, για σκόπιμο αποπροσανατολισμό, για ψηφοθηρία (!), για εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων κοκ.

Προφανώς λοιπόν δεν κατανοούμε πως η χώρα μας είναι υπό κατοχή, ότι δεν υπάρχει καμία αντίσταση στο εσωτερικό της, καθώς επίσης πως κινδυνεύει να έχει την «τύχη» των Ινδιάνων της Αμερικής, εάν συνεχίσουμε να λειτουργούμε ατομικά. Επί πλέον ότι, οι όποιες λύσεις υπάρχουν δεν είναι καθόλου εύκολες – ενώ το εθνικό νόμισμα είναι μεν σημαντικό, αλλά σε καμία περίπτωση το μαγικό ραβδί που εξαφανίζει προβλήματα αυτού του μεγέθους.

Εάν ήταν άλλωστε τόσο απλό, δεν θα είχε καμία χώρα οικονομικά αδιέξοδα – αφού η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών έχει το δικό της νόμισμα, ενώ η Αργεντινή, όπως πολλές άλλες χώρες, χρεοκόπησαν διαθέτοντας επίσης δικά τους νομίσματα.

Όσον αφορά τώρα το φυσικό πλούτο της πατρίδας μας, τον πολιτισμό, καθώς επίσης όλα τα υπόλοιπα με τα οποία προικίσθηκε από τη φύση, δυστυχώς δεν είναι ποτέ αρκετά για να καλύψουν πολιτικές, θεσμικές, επιχειρηματικές και κοινωνικές αδυναμίες – αφού διαφορετικά δεν θα κινδύνευε η πάμπλουτη σε πετρέλαιο Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα κοκ., οι οποίες νόμιζαν πως έχουν αρκετό πλούτο, οπότε δεν χρειάζεται να δουλεύουν, να επενδύουν σε άλλα εγχειρήματα, να παράγουν δικά τους προϊόντα και να εξελίσσονται.

Αντίθετα χώρες με προβληματικό φυσικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα η Ολλανδία, η οποία βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μία εντελώς άγονη περιοχή του πλανήτη, κατορθώνουν από μία έκταση ανάλογη της Πελοποννήσου να εξάγουν κατά πολύ περισσότερα γεωργικά προϊόντα από την Ελλάδα – καθώς επίσης να διαθέτουν ένα βιοτικό επίπεδο, σημαντικά πιο υψηλό από το δικό μας.

Κλείνοντας, το ζητούμενο είναι οι ρεαλιστικές λύσεις για την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας – όπου όμως δεν θα πρέπει να βρεθούν μόνο τα σωστά βήματα αλλά, κυρίως, ο τρόπος και αυτοί που θα έχουν πραγματικά τη δυνατότητα να τα εφαρμόσουν. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι δυστυχώς λύσεις, αλλά όνειρα θερινής νύχτας ή/και ευχολόγια – τα οποία σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται.

Πηγή