ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

           Τὸν ΙΒʹ αἰώνα ὁ Ἡγεμών (Ἀρχιζουπάνος) Στέφανος Νεμάνια, πατέρας τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Χιλανδαρινοῦ ἥνωσε τά σερβικά κρατίδια εἰς ἕν βασίλειον. Ἐν συνεχείᾳ, ἀκολουθών τὸ παράδειγμα τοῦ υἱοῦ του, παρῃτήθη τοῦ θρόνου καί ἐκάρη Μοναχός λαβών τό ὄνομα Συμεών, συναινούσης καί τῆς συζύγου του (τῆς Ἑλληνίδος Ἄννης, βυζαντινῆς πριγκιπίσσης) ἡ ὁποία ἐγένετο καί ἐκείνη Μοναχή (λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ἀναστασία).

 Εἰς τόν θρόνον ἀνῆλθεν ὁ ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Σάββα, Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς. Ὁ Ἅγιος Σάββας καὶ ὁ πατήρ αὐτοῦ Ἅγιος Συμεών, ἵδρυσαν τὴν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερὰν Μονήν Χελανδαρίου (ἢ Χιλανδαρίου)[1] (Γόνης, ἔ.ἀ.). Ὁ Ἅγιος Σάββας οὐδέποτε ὑπῆρξε κληρικός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρῖδος, ὅπως ἀνακριβῶς ἐδημοσιεύθη. Ἦτο Ἁγιορείτης, δηλ. ἀνῆκε εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί ἔλαβε τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον βαθμόν ἱερωσύνης ἀπό τόν Ἐπίσκοπον Ἰερισσοῦ Νικόλαον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἀπό Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνον Μεσοποταμίτην[2] (καὶ ἡ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὡς γνωστόν, οὐδέποτε ὑπήχθη εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχρῖδος).

Μετά τόν θάνατον τοῦ πατρός του Συμεῶν, ὁ Ἅγιος Σάββας μετέβη εἰς Σερβίαν (1200) δι’ ἀρκετά ἔτη[3] καί πιθανότατα τότε διεπίστωσε τόν κίνδυνον ἐκ τῆς λατινικῆς ἐπιρροῆς, καθώς τά δυτικά μέρη τοῦ βασιλείου τῶν Σέρβων (Νότιος Δαλματία) ὑπήγοντο εἰς τὴν αἱρετικήν πλέον Ῥώμην (Ἀρχιεπισκοπές Σπαλάτου καί Μπάρ). Ὁ δέ ἀδελφός του Στέφανος, ζήτησε καὶ ἔλαβε τὸ στέμμα τοῦ Κράλη (βασιλέως) ἀπό τόν Πάπαν Ὁνώριον Γ΄ (Γόνης, ἔ.ἀ.). Τοῦτο ἐγένετο κατόπιν συμβουλῆς τῆς δευτέρα συζύγου του, Ἄννης Dandolo, θυγατρὸς τοῦ Δουκὸς (Δόγη) τῆς Βενετίας (Ćirković, ἔ.ἀ.), λατινίδος οὔσης καὶ προτρεπούσης τὸν Κράλην Στέφανον εἰς τὸν λατινισμόν. Τὸ στέμμα ἔφθασεν εἰς τὸν προορισμόν τοῦ ἀλλὰ στέψις μετ’ αὐτοῦ δὲν ἐγένετο ἀντιδροῦντος τοῦ Ἁγίου Σάββα σθεναρῶς. Ὁ κίνδυνος τοῦ λατινισμοῦ ἦτο μέγας διὰ τὸ ἔθνος τῶν Σέρβων. Ταυτοχρόνως, ὁ Ἅγιος ἀντελήφθη καὶ τὸν μέγα κίνδυνον ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων, ἡ ὁποία μετεδόθη εἰς Σερβίαν ἐκ τῆς Βουλγαρίας (Bp. Nikolai Velimirovic, 1989). Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐπέστρεψεν εἰς Ἅγιον Ὄρος (τὸ 1217) διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν ἄσκησιν, ἐνῷ παραλλήλως ἐπιδιδόμενος εἰς ἔντονον προσευχὴν εἰς τὴν ἡσυχίαν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀνεζήτη λύσιν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πατρίδος του, ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ ἑνιαίαν δομήν, νὰ ἑδραιωθῇ εἰς τὴν ὀρθοδοξον πίστιν καὶ νὰ ἀποκτήσῃ ἕν ἐκκλησιαστικόν κέντρον. Πιθανότατα ἡ μετάβασις αὐτοῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πνευματικήν διάστασιν νὰ εἶχε καὶ πρακτικήν, διότι ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἐπελέγησαν ὑπ’ αὐτοῦ αὐτόν ἰκανοὶ Σέρβοι Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀργότερον ἤθελον στελεχώσει τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας ὡς Ἀρχιερεῖς, Ἡγούμενοι, μεταφρασταί κ.λπ.

 Ἔπειτα ἀπό δύο ἔτη, ἐκτενοῦς προσευχῆς καὶ περισκέψεως, βεβαιωθεὶς ὅτι ἡ ὀργάνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ὡς αὐτοκεφάλου ἦτο ζωτικῆς σημασίας διὰ τὴν ἐπιβίωσιν αὐτῆς ἐν ὄψει τῶν προαναφερθέντων κινδύνων, μετέβη εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, ὅπου ἦτο ἡ προσωρινή ἕδρα τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (μετά τῆν κατάληψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους). Ὁ Ἅγιος Σάββας συνεζήτησε τὴν σκέψιν αὐτοῦ μετὰ τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Α΄ τοῦ Λασκάρεως, ὅστις ἦτο συγγενής αὐτοῦ ἐξ ἀγχιστίας (ὁ ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Κράλης Στέφανος εἶχε διὰ σύζυγον τὴν ἀδελφήν τῆς συζύγου τοῦ Αὐτοκράτορος), καὶ παρεκάλεσε τοῦτον νὰ μεσιτεύσῃ πρὸς τὸν Πατριάρχην ὥστε νὰ χειροτονήσῃ ἕνα ἐκ τῆς συνοδείας του ὡς πρῶτον Ἀρχιεπίσκοπον Σερβίας (Γόνης, ἔ.ἀ καὶ Bp. Nikolai ἔ.ἀ). Ὁ Αὐτοκράτωρ εἶδε ὅλους τούς Μοναχούς τῆς συνοδείας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλά προέκρινε νὰ προτείνῃ τὸν ἴδιον τὸν Ἅγιον Σάββαν ὡς καταλληλότερον. Ὁ Πατριάρχης Μανουήλ Σαραντηνός[4] ἀπεδέχθη πράγματι τήν ἐκλογήν τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ χειροτονία του ἐτελέσθη μεγαλοπρεπῶς εἰς τὴν Νίκαιαν (ἔ.ἀ.). Ὁ τῖτλος τόν ὁποῖον ἔλαβεν ἦτο «Ἀρχιεπίσκοπος πάσης Σερβικῆς καί παραθαλασσίας χώρας»[5].

Μετά τήν χειροτονίαν αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Σάββας ἤρχισε νὰ ἀναλογίζεται τήν δυσκολίαν τήν ὁποίαν θὰ ἀντιμετώπιζον οἱ διάδοχοί του, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπρεπε νὰ διανύουν μεγάλην ἀπόστασιν ἀπό Σερβίαν ἕως τὴν Νίκαιαν, διασχίζοντες σύνορα ἀντιμαχομένων κρατῶν καί πιθανόν μέτωπα πολέμων, προκειμένου νὰ χειροτονηθοῦν ἀπό τόν Πατριάρχην καὶ τὴν περὶ αὐτόν σύνοδον. Διά τοῦτο παρεκάλεσε τόν Πατριάρχην καὶ τόν Αὐτοκράτορα ὅπως δώσουν τό δικαίωμα εἰς τὴν τοπικήν Σύνοδον τῶν Ἐπισκόπων τῆς Σερβίας νὰ ἐκλέγουν καὶ χειροτονοῦν τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σερβίας (ἔ.ἀ). Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ αὐτοκεφάλου. Ὁ Πατριάρχης καί ὁ Αὐτοκράτωρ, ἂν καὶ δυσαρεστήθησαν ἀρχικῶς, ὑπεχώρησαν ἐνώπιον τοῦ τεκμηριωμένου αἰτήματος καὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ αἰτοῦντος καὶ ἐδώρησαν τὸ αὐτοκέφαλον εἰς τὴν Σερβικήν Ἐκκλησίαν.

          Τοιουτοτρόπως ἱδρύθη ἡ Τοπική Ἐκκλησία τῆς Σερβίας εἰς τὰ ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς ὁποίας (τὰ ὁποῖα ἐταυτίζοντο μετὰ τῶν ὁρίων τοῦ Σερβικοῦ Βασιλείου) συμπεριελήφθησαν -ὅπως ἀναλυτικῶς περιγράφει ὁ Γόνης – 12 Ἐπισκοπαί ἀποσπασθεῖσαι ἀπό τρεῖς Ἐκκλησιαστικάς δικαιοδοσίας: Ρώμης (εἰς τήν Δύσιν)[6], Κωνσταντινουπόλεως (Δυτικῶς καὶ Βορείως)[7] καὶ Ἀχρῖδος (Νοτιοανατολικῶς). Δέν εἶναι ἱστορικά ἀκριβές ὅτι ἡ Ἀρχιεπισκοπή Σερβίας ἱδρύθη εἰς κανονικόν ἔδαφος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρῖδος. Μόνον τέσσαρες ἐκ τῶν δώδεκα πρώτων Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀνῆκον εἰς ἐδάφη τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρῖδος: οἱ Ἐπισκοπές Ράσκας, Πρεζρένης, Λιπλιάνης καί Νύσσης[8].

Τὰ ὅρια τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας (ὥστε νὰ συμπίπτουν μὲ αὐτά τοῦ Σερβικοῦ κράτους) καθόρισαν ὁ Αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ συγκατάθεσις τοῦ Ρώμης ἦτο περιττή διότι εὑρίσκετο εἰς τὴν αἵρεσιν. Ἡ συγκατάθεσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος Δημητρίου Χωματιανοῦ δέν ἐζητήθη, διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ ἀντίπαλον πρὸς τὴν Αὐτοκρατορίαν τῆς Νικαίας, Δεσποτάτον τῆς Ἠπείρου. Ὅπως ὁ Δεσπότης τῆς Ἠπείρου διεξεδίκη τὸν θρόνον τῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρῖδος διεξεδίκη τόν Πατριαρχικόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλά, ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχε ἱδρύσει τὴν αὐτοκέφαλον Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχρῖδος ὁρίσας καὶ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς. Ἄρα ὁ Αὐτοκράτωρ ἠδύνατο νὰ διαρυθμίζῃ καὶ τὰ ὅρια ταῦτα καὶ τοῦτο ἔπραξεν ἐν προκειμένῳ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρῖδος Δημήτριος Χωματιανός, δέν ἀμφισβητεῖ τοῦτο τό δικαίωμα τοῦ Αὐτοκράτορος. Ἀμφισβητεῖ τὴν νομιμότητα τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας. Διό καί διαμαρτύρεται πρός τόν Ἅγιον Σάββαν ἀμφισβητών τοιοτοτρόπως καὶ τὴν νομιμότητα τῆς ἐκλογῆς του (ἔ.ἀ.). Οὐδέποτε ἰσχυρίσθη ὅτι ὁ Ἁγιος Σάββας ἦτο κληρικός του.

Εἰς τήν ἐπιστολή αὐτοῦ πρός τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γερμανόν Β′(διάδοχον τοῦ Μανουῆλ) ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρῖδος Δημήτριος ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἄλλων: «Αὐτόθεν γὰρ ἵνα τὸ ἀπόρρητον εἴπω, ἐπὶ ἀδικία ἡμετέρα, ἐχειροτονήθη Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἥν εὐσέβεια κοσμεῖ καί εὐαγγελική πολιτεία, καὶ παντὸς τρόπου ἀγαθοῦ, εὐπρέπεια, καὶ ἥν ποιμένουσιν Ἱεράρχαι καὶ ἰθύνουσι πρὸς τὰ φίλα Θεῷ καὶ καθήκοντα, ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου τῆς Βουλγαρίας ὑποκείμενοι κατὰ τὸ ἀνεπεφωνημένον Ἰουστινιάνειον Θέσπισμα» (Κωνσταντίνου, 2003). Ὁ ἰσχυρισμός του ὅτι ἡ Σερβία ἐκοσμεῖτο ἀπό εὐσέβειαν καί εὐαγγελικήν πολιτείαν ὑπό τήν διαποίμανσιν ἱεραρχῶν τῆς ἰδικῆς του δικαιοδοσίας εἶναι ἀνακριβής. Πρῶτον ἡ Σερβία ἐμαστίζετο τότε ὑπό δύο δεινῶν, τόν κίνδυνον τοῦ λατινισμοῦ καί τήν αἵρεσιν τῶν Βογομίλων. Δεύτερον ἡ χώρα τῆς Σερβίας δέν ἀνῆκε ἐκκλησιαστικῶς εἰς τήν Ἀρχιεπισκοπήν «Ἀχρῖδος, Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Βουλγαρίας» ὅπως ἦτο ὁ τῖτλος τοῦ Δημητρίου Χωματηνοῦ, ἀλλά μόνον κατά ἕν μέρος, τό Νότιον.

Ὁ Δημήτριος διεξεδίκη εὐρυτέραν δικαιοδοσίαν ἀπό αὐτήν τήν ὁποίαν ἤλεγχε καί διά νά τήν θεμελιώσῃ μνημονεύῃ τὸ λεγόμενον «Ἰουστινιάνειον θέσπισμα», ἔγγραφον πλαστόν, ὅπως ἡ νεώτερη ἔρευνα ἀποδεικνύει[9], δημιούργημα πιθανότατα τοῦ ἰδίου. Καὶ βεβαίως τὸ «πάσης Βουλγαρίας» τοῦ τίτλου του ἦτο μόνον κατ’ ὄνομα, καθώς ὁ πραγματικός «πάσης Βουλγαρίας» ἦτο ὁ Τυρνόβου, ὅπως ἀνεφέρθη καί εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον.

Ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Ἅγιος Σάββας «μετέβαλε ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν», ἐγκαταλείπων τὸν -ὑποτίθεται- Ἐπίσκοπόν του Ἀρχιεπίσκοπον Ἀχρῖδος ἄνευ τῆς εὐλογίας του καὶ μεταβαίνων εἰς τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως εἰς Νίκαιαν διὰ νὰ χειροτονηθῇ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβής καὶ ἐγράφη σκοπίμως διὰ να δικαιολογήσῃ τὴν πρόσφατον αὐθαιρεσίαν ἐν Σερβίᾳ[10].

 


[1]Ὀρθότερον εἶναι τὸ «Χελανδαρίου». «Χελάνδιον» ὠνομάζετο πολεμικὸν πλοῖον τῆς ἐποχῆς (χρησιμοποιηθέν καὶ ὡς ἱππαγωγόν) διαθέτον δύο ἰστούς φέροντα δύο τετράγωνα ἰστία, μικρότερον τοῦ δρόμωνος. Ὁ κυβερνήτης ἢ καὶ ἁπλοῦς ναύτης αὐτοῦ «Χελανδάρις». Χελανδάρις ἐλέγετο ὁ Μοναχός ὁ ὁποῖος ἠσκήτευσεν εἰς τὴν περιοχὴν ὁ καὶ πρῶτος κτίτωρ κελλίου ἢ μικρᾶς Μονῆς ἤτις ἄργότερον ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ τὸ ὄνομα «χελανδαρίου», ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τῆς ὁποίας ὁ Ἁγιος Σάββας ἔπειτα ἵδρυσε τὴν γνωστὴν Σερβικὴν Μονήν (Ἀγγελόπουλος, 1968).

[2]Bishop Nikolai Velimirovich, (1989), pp. 43-45. Ὁ Γόνης ἀναφέρει τόν Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης ὡς χειροτονήσαντα τὸν Ἅγιον Σάββαν Διάκονον καί Πρεσβύτερον. Πάντως καὶ ἡ Ἐπισκοπή Ἱερισσοῦ ὑπήγετο εἰς τὴν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης.

[3]Περί τὰ 10 ἔτη. Ὁ Ἁγιος μετέβη εἰς τὴν Σερβίαν προκειμενου νὰ συμφιλιώσει τοὺς ἀντιμαχομένους ἀδελφούς του Στέφανο καὶ Βούκαν (Bp. Nikolai Velimirovic, 1989, p. 52)

[4]Ὁ Ἀναστασίου (1983), ὀνομάζει τοῦτον Μανουὴλ Χαριτόπουλον. Πλὴν ὀρθοτέρα ἄποψις φαίνεται ἡ τοῦ Γόνη μεθ’ ἥς συμφωνεῖ καὶ ὁ Ἐπ. Νικόλαος Βελιμήροβιτς.

[5]Κατὰ τὸν Ćirković (2004) ὁ τῖτλος του ἦτο «Ἀρχιεπίσκοπος Σερβικῶν καὶ παραθαλασσίων Χωρῶν» (σελ. 42-43), δηλ. ὁ αὐτός τρεπόμενος εἰς πληθυντικόν.

[6]Ἀρχιεπισκοπαί Σπαλάτου (Σπλίτ) καί Μπάρ.

[7]Βόρεια ἐδάφη τῆς Μητροπόλεως Δυρραχίου, ἡ ὁποία παρέμενε ὑπό τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τὸ 1280, ὁπότε ἐμφανίζεται ὑπό τὴν Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρῖδος.

[8]Κατὰ τὸν Ćirković (2004) αἱ ἐπισκοπαὶ αἱ ὁποῖαι ἀπεσπάσθησαν ἐκ τῆς Ἀχρίδος ἦσαν τρεῖς: Ράσκας, Πρεζρένης καὶ Λιπλιάνης (σελ. 40), ἀλλὰ ἀρχικῶς αἱ Πρεζρένης καὶ Λιπλιάνης δὲν ἀναφέρονται εἰς τοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκοπών τῆς Σερβίας (σελ. 44).

[9]Ὑπάρχουν εἰς αὐτό μεσαιωνικά τοπωνύμια καί ὅροι ἄγνωστα κατά τόν 6ον αἰῶνα ὅτε ἔζη ὁ ὑποτιθέμενος συντάκτης αὐτοῦ Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἐτελεύτησεν ἑννέα μήνας πρό τῆς ἡμερομηνίας τοῦ πλαστογραφηθέντος ἐγγράφου (Κωνσταντίνου, 2003).

[10]Διὰ νὰ γίνωμεν σαφέστεροι, τινές προσεπάθησαν νὰ παρομοιάσουν τὴν τότε περίπτωσιν μετὰ τῆς σημερινῆς καταστάσεως τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.. Ἐθεώρησαν ὅτι ἡ Σερβική Ἐκκλησία ἱδρύθηκε διὰ τῆς ἀποσπάσεώς της ἀπό τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχρῖδος, δίχως την συγκατάθεσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρῖδος καὶ τῇ συνδρομῇ ἑτέρας Ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, ἡ ὁποία ἦτο πρόθυμος νὰ βοηθήσῃ τούς Σέρβους, ἤτοι τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐτοποθέτησαν (δίχως -ὅμως- νὰ τολμἠσουν νὰ τό δηλώσουν ἀπεριφράστως) εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἁγίου Σάββα τὸν Ἱερομόναχον Ἀκάκιον, εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀρχιεπίσκοπου Ἀχρῖδος τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κ. Καλλίνικον καὶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ, τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ὄμσκ Τύχωνα! Ὅμως -ὅπως ἀπεδείχθη- τὸ ἱστορικόν παράδειγμα εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές καί ὁ παραλληλισμός ἀτυχέστατος. Εἶναι σαφές ὅτι διεδόθη σκοπίμως μεταξύ Σέρβων καί Ρώσων πρὸς δημιουργίαν ἐσφαλμένων ἐντυπώσεων καί προετοιμασίαν τοῦ ἐδάφους διὰ τὴν αὐθαίρετον ἀπόσπασιν τῆς ὁμάδος τῶν Σέρβων τὸν Αὔγουστον τοῦ 2011.



+ Φώτιος
http://bishopphotios.gr/