Η ειρωνεία της τύχης είναι ενίοτε αμείλικτη: ο θάνατος της Margaret Thatcher σε ηλικία 87 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο υποχρέωσε τον David Cameron, πέμπτο κατά σειρά διάδοχο της εκλιπούσης στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, να διακόψει εσπευσμένα την ευρωπαϊκή περιοδεία που, με σταθμούς τη Μαδρίτη, το Παρίσι και το Βερολίνο, αναμενόταν να δώσει νέα ώθηση στην προσπάθεια του Βρετανού πρωθυπουργού να επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση της χώρας του με τις Βρυξέλλες.
Η ιδέα της επαναδιαπραγμάτευσης αυτής ανάγεται στην εποχή που η ίδια η διαβόητη για τον ευρωσκεπτικισμό της Thatcher βρισκόταν στην εξουσία. Ωστόσο, η “Σιδηρά Κυρία” ήταν ένας παράγων που δεν διανοούταν να αγνοήσει κανείς στην Ευρώπη(και συχνά πέραν αυτής, όπως διαπίστωσαν οι Σοβιετικοί, που πρώτοι της έδωσαν το παρωνύμιο “Σιδηρά Κυρία”, ή η χούντα της Αργεντινής). Ο Cameron, πάλι, δεν αποτελεί παρά τον ηγέτη-σύμβολο μιας Βρετανίας σε παρακμή και απομόνωση, τον οποίο το Βερολίνο και το Παρίσι επιλέγουν συχνά να αγνοούν παραδειγματικά, όπως όταν προ ημερών άφησαν αναπάντητο το γραπτό ερωτηματολόγιο της Downing Street προς τις κυβερνήσεις των άλλων 26 κρατών-μελών για τους τομείς κοινοτικής ευθύνης που θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην εθνική δικαιοδοσία… 
 
Η ειρωνεία της τύχης γίνεται ακόμη εντονότερα αισθητή, αν αναλογισθεί κανείς ότι ο θάνατος της πολιτικά μακροβιότερης Βρετανίδας πρωθυπουργού των τελευταίων 150 χρόνων συμπίπτει με το μεσουράνημα μιας άλλης “Σιδηράς Κυρίας”, προερχόμενης μάλιστα από την επανενωμένη, παρά τις αντιρρήσεις της Thatcher, Γερμανία. Μιας νέας “Σιδηράς Κυρίας”, η οποία πρωτοστατεί σε επιλογές, άλλοτε με τη μορφή του bail-out και άλλοτε του bail-in, που για την μακαρίτισσα δεν θα αποτελούσαν παρά ανόσια επίθεση στo δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. 
 
Η Margaret Thatcher υπήρξε ο μοναδικός εδώ και πολλές δεκαετίες ηγέτης στη Βρετανία (ή μάλλον σε όλη την Ευρώπη, με την ιδιόμορφη εξαίρεση ίσως του Charles de Gaulle) που συνέδεσε το όνομά του με την πεισματική προβολή ενός σώματος ιδεών: αυτού που αποκλήθηκε μονεταρισμός, νεοφιλελευθερισμός ή απλώς Θατσερισμός.
 
 Ήτοι μιας ολόκληρης φιλοσοφίας της ατομικής ευθύνης, η οποία εντέλει συνοψίζεται στην εμβληματική φράση (όποια και αν ήταν τα ακριβή συμφραζόμενα της εκφώνησής της σε συνέντευξη το 1987) “δεν υπάρχει κοινωνία: υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες”Αλλά και της υλοποίησης της φιλοσοφίας αυτής (με διαρκώς κλιμακούμενη ένταση μέσα στα χρόνια, μέχρι το φιάσκο του “κεφαλικού φόρου” το 1990), με μια σειρά πολιτικών που ως μυστικό της επιτυχίας τους είχαν όχι την αναζήτηση συναινέσεων, αλλά ίσα-ίσα την ολομέτωπη αντιπαράθεση είτε μέσα στην κοινωνία είτε και σε γεωπολιτικό επίπεδο. 
 
Όταν το 1975 η Thatcher κατακτούσε απροσδόκητα την ηγεσία των Tories, τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας στο Λονδίνο, που δημοσιοποιήθηκε στις μέρες μας μέσω Wikileaks, την περιέγραφε ως την κατεξοχήν νοικοκυρά των προαστίων με την τσιριχτή φωνή, “τρομακτικά Αγγλίδα μέχρι μυελού οστέων”, η οποία κινδύνευε να αποξενώσει την εργατική τάξη στην Αγγλία και “κάθε κοινωνική τάξη στις Κελτικές Εσχατιές της βρετανικής νήσου”. Αλλά αυτά γράφονταν από το διπλωματικό προσωπικό μιας χώρας σε κρίση και ριζοσπαστικό αναβρασμό που έμελλε η ίδια να μεταμορφωθεί ριζικά τα επόμενα χρόνια, εν μέρει χάρη στο παράδειγμα ακριβώς της Margaret Thatcher. 
 
Είκοσι τρία χρόνια μετά την αποχώρηση της “Σιδηράς Κυρίας” από την εξουσία, καμία από τις πολιτικές της (που άλλωστε απέκτησαν ως όψιμους αλλά θερμούς θιασώτες τους και τους Εργατικούς) δεν έχει πραγματικά αναθεωρηθεί – παρά την κρίση του 2008 και τη συνακόλουθη κατάρριψη πολλών βεβαιοτήτων για την αποτελεσματικότητα των αρρύθμιστων αγορών. Με αυτή την έννοια, η Thatcher δεν ανήκει ακόμη στην ιστορία του παρελθόντος. 
 
Ωστόσο, από μίαν άλλη άποψη, η εποχή της Thatcher φαντάζει πολύ μακρινή:  
 

Oσο και αν το θατσερικής εμπνεύσεως σύνθημα “There Is No Alternative” έχει αναχθεί σε επίπεδα παροξυσμού, κανείς από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες δεν χαρακτηρίζεται στους σημερινούς καιρούς του αναδυόμενου “μεταμοντέρνου κρατικού καπιταλισμού” από τον ίδιο συνεπή συνδυασμό της υπεράσπισης των ελεύθερων αγορών και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. 

Ο ευρωσκεπτικισμός της Thatcher δεν ήταν αταβιστικός: το 1975 είχε ταχθεί υπέρ του “Ναι” στο ερώτημα της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. και από το 1978 είχε υποστηρίξει την ένταξη της στερλίνας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (την οποία η ίδια αποφάσισε το 1990), ενώ η κρίσιμη Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 φέρει την υπογραφή της. 

Όμως από ένα σημείο και πέρα (και ακόμη περισσότερο με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μετά την αποχώρησή της από την πρωθυπουργία) η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν για την Thatcher ένα εγχείρημα δημιουργίας “υπερκράτους” που απειλούσε και τις οικονομικές και τις πολιτικές ελευθερίες. “Δεν αγωνισθήκαμε επιτυχώς στη Βρετανία για την ανάσχεση των ορίων του κράτους, μόνο και μόνο για να το δούμε να επανεγκαθίσταται σε ευρωπαϊκό επίπεδο” ήταν η φράση της ονομαστής ομιλίας της στη Μπρυζ το 1988. 

Το 1990, απέναντι στην τριπλή πρόταση του Jacques Delors για μετατροπή του Ευρωκοινοβουλίου σε πηγή δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ενωμένης Ευρώπης, της Κομισιόν σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε ένα είδος Γερουσίας, έδωσε, λίγα 24ωρα πριν από την ανατροπή της, τη χαρακτηριστική απάντηση: «Όχι. Όχι. Όχι».  

Αναδρομικά κρίνοντας, η παθιασμένη αντίθεσή της Thatcher στην πολιτική ένωση αποδεικνύεται πολύ ειλικρινέστερη της προσχηματικής προώθησής της από άλλους εταίρους. 
 
Απογοητευμένη από την πολιτική των διαδόχων της στα ευρωπαϊκά θέματα, η βαρώνη Thatcher υποστήριξε το 2002 σε βιβλίο της, όπως υπενθυμίζει η ιστοσελίδα του BBC, ότι η νομισματική ένωση προορίζεται να αποτύχει “οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά”. Πίστευε δε ότι “τα περισσότερα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει ο κόσμος προέρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη. Και η λύση τους εκτός αυτής”…