Το έπος αυτό δεν το δημιούργησαν υπεράνθρωποι, αλλά απλοί άνθρωποι σαν κι εμάς, άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή και την ειρήνη.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος.

Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.

  • Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.

Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.

Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

Προς τον ελληνικόν λαόν,

Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.

Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας.

Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης.

Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940

Γεώργιος Β΄

 

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο πρόεδρος της εθνικής ημών κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού θα σπεύσουν εν μιά ψυχή και καρδιά ν΄ αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν ούτω την απ΄ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχή και σώμα απωλέσαι.
Επιρρίψωμεν επί Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία μεγαλυνθησόμεθα.

Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός είη ματά πάντων ημών.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος.

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Εθνική Κυβέρνησις μου ενεπιστεύθησαν την αρχηγίαν του Στρατού.
Αναλαμβάνων αυτήν, καλώ τους Αξιωματικούς και οπλίτας του Ελληνικού Στρατού εις την εκτέλεσιν του υψίστου προς την Πατρίδα καθήκοντος με την μεγαλυτέραν αυταπάρνησιν και σταθερότητα. Ουδείς πρέπει να υστερήσει.

Η υπόθεσις του αγώνος, τον οποίον μας επέβαλεν ο αχαλίνωτος ιμπεριαλισμός μιας Μεγάλης Δυνάμεως, η οποία ουδέν είχε ποτέ να φοβηθή από ημάς, είναι η δικαιοτέρα υπόθεσις, την οποίαν είναι δυνατόν να υπερασπισθή ένας Στρατός. Πρόκειται περί αγώνος υπάρξεως. Θα πολεμήσωμεν με πείσμα, με αδάμαστον εγκαρτέρησιν, με αμείωτον μέχρι τελευταίας πνοής ενεργητικότητα. Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψη νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους.

Μή αμφιβάλλετε ότι τελικώς θα επικρατήσωμεν με την βοήθειαν και την ευλογίαν του Θεού και τας ευχάς του Έθνους.

Έλληνες Αξιωματικοί και οπλίται φανήτε ήρωες!

Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος

Προς Πρωθυπουργόν Ελλάδος κ. Ι. Μεταξά

Λονδίνο 28 Οκτωβρίου 1940

Αι απειλαί και αι εκφοβιστικαί προσπάθειαι της Ιταλίας απεδείχθησαν ανίσχυροι προ του ηρέμου θάρρους σας. Δι΄ ο και προσέφυγεν αύτη εις απρόκλητον επίθεσιν κατά της πατρίδος σας, αναζητούσα εις αβασίμους κατηγορίας την δικαίωσιν της επαισχύντου πράξεώς της. Ο τρόπος κατά τον οποίον ο ελληνικός λαός, υπό την ανταξίαν αυτού ηγεσίαν σας, αντιμετώπισε τους κινδύνους και τας προκλήσεις των τελευταίων μηνών, προκαλεί τον θαυμασμόν του Βρεττανικού λαού διά την Ελλάδα. Αι μεγάλαι αρεταί του ελληνικού λαού θα τον στηρίξουν και κατά την παρούσαν δοκιμασίαν.

Θα σας παράσχωμεν πάσαν δυνατήν συνδρομήν, θα πολεμήσωμεν μαζί σας τον κοινόν εχθρόν και μαζί θα μοιρασθώμεν την νίκην μας.

Ουΐνστων Τσώρτσιλ

“10 Απριλίου 1941″

Μετά τήν συνθηκολόγηση μέ τήν Γερμανία παραδίδονται τά οχυρά Παλιουριώνες* καί Ρούπελ*. Οί Γερμανοί εκφράζουν τόν θαυμασμό τους στούς Ελληνες στρατιώτες, δηλώνουν ότι αποτελεί τιμή καί υπερηφάνεια τό ότι είχαν σάν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό καί ζητούν από τόν Ελληνα διοικητή νά επιθεωρήσει τόν Γερμανικό στρατό ώς ένδειξη τιμής καί αναγνωρίσεως! Η Γερμανική Σημαία υψώνεται μόνο μετά τήν πλήρη αποχώρηση τού Ελληνικού Στρατού.

Ένας Γερμανός αξιωματικός τής αεροπορίας εδήλωσε στόν διοικητή τής ομάδος μεραρχιών Ανατολικής Μακεδονίας αντιστράτηγον Δέδε ότι ό Ελληνικός Στρατός ήταν ό πρώτος στρατός στόν οποίον τά στούκας δέν προκάλεσαν πανικό.

“Οι στρατιώται σας” είπε, ”αντί νά φεύγουν αλλόφρονες, όπως έκαναν είς τήν Γαλλία καί τήν Πολωνία, μας επυροβόλουν από τας θέσεις των.”

 

Οχυρό Ρούπελ

Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων που έφερε το όνομα Γραμμή Μεταξά, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα. Το Ρούπελ, κατασκευασμένο στις δυτικές αντηρίδες του όρους Τσιγγέλι στον ποταμό Στρυμόνα , μαζί με το οχυρό Παλιουριώνεςεξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.

 

Χρονικό οχυρού Ρούπελ (6 – 9 Απριλίου 1941)

6 Απριλίου

H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.

Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ

Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.

Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος

Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.

Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ

Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.

7 Απριλίου

Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μάλιστα στις 7 και 8 Απριλίου, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: “Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς“.

Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ.

Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.

8 Απριλίου

Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου.Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.

Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.

9 Απριλίου

Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ ζητώντας την παράδοση του οχυρού.

Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα “μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν“, σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: “Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος ώστε περιορισθεί σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία και ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος“.

 

Οχυρό Παλιουριώνες

Το οχυρό βρισκόταν βορειοανατολικά της κωμόπολης Νέο Πετρίτσι Σερρών.

Οι οχυρώσεις του αποτελούνταν από τρία συγκροτήματα και δύο μεμονωμένα πολυβολεία, με υπόγειες στοές που έφταναν τα 1762 μέτρα. Τα επιφανειακά του έργα ήταν, 4 απλά και 6 διπλά πολυβολεία, 2 σύνθετα πολυβολεία-παρατηρητήρια, 1 σύνθετο πολυβολείο-αντιαρματικό πυροβολείο, 1 σύνθετο πολυβολείο-βομβιδοβολείο, 1 αντιαεροπορικό πολυβολείο, 1 αντιαρματικό πυροβολείο, 1 μονό και 1 διπλό ολμοβολείο, 3 πολυβολεία πλαγιοφύλαξης, 7 παρατηρητήρια, 2 σταθμούς οπτικού, 4 απλές εξόδους, 1 έξοδος με πολυβόλο και 1 εξόδος με παρατηρητήριο και βομβιδοβολείο.

Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 πυροβόλα των 75mm, 1 αντιαεροπορικό των 20mm, 2 αντιαρματικά των 37mm, 3 όλμους των 81mm, 31 πολυβόλα, 16 οπλοπολυβόλα, 35 βομβιδοβόλα και επανδρώνονταν από 15 αξιωματικούς και 585 υπαξιωματικούς και οπλίτες.

ΣΠΑΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

 

Η επέτειος του «Όχι» αναφέρεται στην άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης ήταν η είσοδος της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

Ο πρέσβης της ιταλικής κυβέρνησης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, επισκέφθηκε τον Μεταξά στο σπίτι του, στην Κηφισιά και του παρέδωσε το τελεσίγραφο, το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

«Alors, c’est la guerre» («λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο» – σ.σ. τα γαλλικά ήταν η επίσημη διπλωματική γλώσσα) είπε ο Μεταξάς στον Γκράτσι, ο οποίος περιγράφει στα απομνημονεύματά του την σκηνή: «“έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση” και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση στα χέρια και τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα, ο Μεταξάς μου είπε: “αυτό σημαίνει πόλεμο”. Του απάντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απάντησε “όχι”. Του πρόσθεσα ότι “αν ο στρατηγός Παπάγος…”, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε “όχι”! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδούλωσης».

Δύο ώρες μετά την επίδοση του τελεσιγράφου και την άρνηση του Μεταξά, άρχισε η σύγκρουση, με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο…

Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ’ ολοκλήρου ορεινή και εξαιρετικά δύσβατη περιοχή, με την οροσειρά της Πίνδου να χωρίζει το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.

Ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Η υποχώρηση των Ελλήνων άρχισε στις 12 Απριλίου του 1941, οπότε και στο πλευρό των Ιταλών είχαν αρχίσει να προελαύνουν οι Γερμανοί.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν «σφραγίστηκαν» με την πτώση της Κρήτης, τον Μάιο του 1941: ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα και, για τα επόμενα τρία χρόνια, υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.

Πώς καθιερώθηκε το «Όχι»

Η άρνηση του Μεταξά πέρασε στον τότε ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Μάλιστα, αυτούσια η λέξη παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940.

Η επέτειος γιορτάστηκε πρώτη φορά το 1941: στο προαύλιο του πανεπιστημίου Αθηνών, έγιναν ομιλίες από φοιτητές, ενώ την παραμονή είχε μιλήσει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, που αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την 28η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο.

Η δεύτερη επέτειος γιορτάστηκε την Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, ενώ το 1943 ο εορτασμός, που έγινε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, διακόπηκε από Γερμανούς, που υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ και έστειλαν είκοσι άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η πρώτη επίσημη επέτειος έγινε το 1944, με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1952, η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε η γιορτή της Αγίας Σκέπης να μεταφερθεί από την 1η Οκτωβρίου στις 28 του μήνα, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο.

 

Screen_Shot_2012-10-27_at_7.58.29_PM-630x923.png

images.jpg

357311-Greece_40_034.jpg

29 (1).JPG20.JPG

 

 

28η Οκτωβρίου 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ιταλική σφαίρα βρήκε τον στόχο της και έπεσε νεκρός ο πρώτος στρατιώτης. Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης.

 

Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο και πρόσβαλε τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας. Ο Χίτλερ με τον Μουσολίνι συναντιούνταν στη Φλωρεντία, στις 11 π.μ., τοπική ώρα. «Φύρερ, προελαύνουμε» ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσολίνι.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία στη χώρα μας, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του πρωθυπουργού, το περίφημο «όχι», ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα. Έτσι, άρχισαν όλα.

Οι δηλώσεις της Εληνικής Ηγεσίας

Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες, μου εξήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι έιμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.

Δηλώσεις Αμβροσίου Τζίφου, Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας

Εις το γραφείον του Προέδρου έφθασα πρώτος εκ των Υπουργών…εν τω μεταξύ έφθασαν και οι άλλοι Υπουργοί και κατά τας 4.15 συγκεντρωθήκαμε όλοι στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου.

Εν μέσω νεκρικής σιγής ο Μεταξάς τους ανακοίνωσε τα διατρέξαντα και μετά είπε..

«Σήμερα αναλαμβάνουμε σκληρότατο αγώνα, με μέσα τελείως άνισα και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι θα πολεμήσωμεν μόνο τους Ιταλούς.Τα συμφέροντα του άξονος είναι αναπόσπαστα και αργά ή γρήγορα θα πολεμήσουμε και τους Γερμανούς.
Το πιθανώτατον είναι να χάσωμε προσωρινώς την Μακεδονίαν και την Ηπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας και τας εστίας μας και ότι έχουμε να εγκαταλείψωμεν προσωρινώς, μεταβαίνοντες εις Πελοπόννησον ή εις Κρήτην.
Ο πόλεμος λοιπόν που σήμερα αναλαμβάνει το Εθνος είναι μόνον και μόνο πόλεμος τιμής και επειδή πιστεύω βαθύτατα ότι αι ηθικαί αξίαι τελικώς θα θριαμβεύσουν επί των υλικών, έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι η νίκη θα είναι τελικώς με το μέρος των Συμμάχων.
Η γενική τύχη του Πολέμου δεν θα κριθεί στην Βαλκανικήν.
Εν τω μεταξύ βεβαίως θα υποφέρωμεν τα πάνδεινα, αλλά με το θαυμάσιο φρόνημα του λαού, με την ολόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων και με το μεγάλο μίσος κατά των Ιταλών που προκάλεσε η Ελλη, εις το θαύμα πιστεύω, εις την Νίκην.
Και επειδή είμαι βαθύτατα θρήσκος νομίζω η Παναγία θα προστατεύσει τα όπλα μας.

«Από τη στιγμήν αυτή είναι περιττό να προσθέσω ότι η κατεύθυνσις του Έθνους είναι μια και μόνη και ότι οιαδήποτε κριτική θα θεωρηθή ως ηττοπάθεια , ως προδοσία και τα παταχθή αμειλίκτως.
Είμαι βέβαιος εν τούτοις, ότι το Εθνος θ’ απαντήσει ως είς άνθρωπος εις την φωνήν της Πατρίδος και όλοι θα αντιληφθούν ότι ο αγών αυτός είναι υπέρ βωμών και εστιών και ότι ουδέποτε η Πατρίς μας διέτρεξε παρομοίους κινδύνους από την εποχή των Μηδικών πολέμων. Μετά από αυτές τις δηλώσεις υπαγόρευσε στον γραμματέα διάγγελμα του προς τον Ελληνικόν Λαόν.

Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατα την Μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Ελλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των μέχρι τέλους και θα φανώσιν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστη εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Εθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι τελικής νίκης.

Γεώργιος Β’

Η Νικηφόρα Μάχη της Πρώτης Ημέρας του Πολέμου

 

28η Οκτωβρίου 1940: Η πρώτη νίκη στον Γράμμο και το «καραβάνι» με τα 75 γαϊδουράκια
Του Σπύρου Κουταβά

«Ξημέρωνε 28 Οκτώβρη, ο καιρός ήταν βροχερός κατά τις πέντε το πρωί άρχισε να ακούγεται ο κρότος των πολυβόλων και τα λιανοντούφεκα. Ο κόσμος δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται ακόμη και αυτός ο διοικητής του λόχου προκαλύψεως που έδρευε στο Νεστόριο δεν γνώριζε, γιατί τότε στο χωριό μας δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα».

Είναι γραπτή μαρτυρία για τις πρώτες στιγμές του πολέμου στο Νεστόριο, του 55αχρονου τότε Ιωάννη Λιάμμου, ο οποίος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση των Ιταλών και τους βομβαρδισμούς στο Νεστόριο, την προσφορά των κατοίκων με τις μεταφορές εφοδίων και πυρομαχικών στους στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή. Την γραπτή μαρτυρία που αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με την συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού ως υποστήριξη στην ανατολική πλευρά του Γράμμου, διέσωσε ο πρώην δήμαρχος Νεστορίου Χρήστος Γκοσλιόπουλος.

«Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο φυλάκιο της χελώνας που βρίσκεται στο Γιαννοχώρι στο Γράμμο, το φυλάκιο ειδοποιεί το διοικητή του λόχου που κοιμάται στο σπίτι του Λιάππα. Αμέσως δίδει τις σχετικές διαταγές στους άντρες του και με το άλογο του ξημερώματα αναχωρούν για το φυλάκιο. Ο Λοχαγός Στασινόπουλος με τους άνδρες του και με όλες τις εφεδρείες του λόχου που έφτασαν αργότερα από το Νεστόριο καταφέρνουν να επανακαταλάβουν το ακριτικό φυλάκιο».

Πρόκειται για την πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού που καταγράφεται την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου. Όταν το απόγευμα της ιδίας ημέρας θυροκολλείται σε όλο το χωριό η διαταγή επιστρατεύσεως οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.

Η περιγραφή του Ιωάννη Λιάμμου για το κλίμα και την εικόνα της μικρής κωμόπολης την πρώτη ημέρα του πολέμου είναι λιτή.
«Την επόμενη μέρα στις 29 Οκτώβρη φθάνει στο χωριό η 9η Μεραρχία και το αρχηγείο της με διοικητή τον συνταγματάρχη Μπιγέτη, όπου εγκαθίστανται στο κτίριο της κοινότητας, ενώ συγκροτείται ορεινό χειρουργείο και μικρό νοσοκομείο στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Αμέσως δημιουργείται υπηρεσία από τον άμαχο πληθυσμό για την εξυπηρέτηση του στρατού με επικεφαλής τον έφεδρο λοχία Στέργιο Παπατέρπο. Συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες που ξέρουν κάθε σπιθαμής γης και τα μονοπάτια του Γράμμου για τη μετακίνηση των τμημάτων του στρατού προς την πρώτη γραμμή που οδηγούν στη Σλημίτσα το Μονόπυλο την Καλήβρυση και την Διποταμία».

Πρόκειται για ορεινά χωριά που δεν είχαν οδικό δίκτυο παρά μόνο μονοπάτια που ήξεραν καλά οι ντόπιοι. Την 1η Νοέμβρη και ενώ τα στρατεύματα του Συνταγματάρχη Δαβάκη αμύνονται σθεναρά στους Ιταλούς Αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» στην Φούρκα και στις γύρω πλαγιές του Επταχωρίου, μια παράτολμη επιχείρηση ετοιμάζεται στο Νεστόριο. Διατάχθηκε να συγκροτηθεί ένα κλιμάκιο από γυναίκες και μεγάλα παιδιά με κάπου 75 γαϊδουράκια -γιατί μουλάρια δεν υπήρχαν ήταν επιταγμένα ? για να μεταφέρουν οπλισμό και εφόδια στην έδρα του αρχηγείου του Δαβάκη στο Επταχώρι.

Ο Ιωάννης Λιάμμος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν πολύ βροχερός και το κομβόι που ξεκίνησε από το Νεστόριο θα έφτανε μετά από μια δύσκολη διαδρομή που διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες στο Επταχώρι. Τα ιταλικά αεροπλάνα περνούσαν συχνά πάνω από το Νεστόριο αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαν βομβαρδίσει. «Ο φόρτος ήταν δυσανάλογος για τα γαϊδουράκια και όταν κατέβαιναν από την Κουρούσια στην Κοτύλη επειδή γλιστρούσε πολλά ζώα έπεφταν. Παρόλα αυτά οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια και κάποιες από αυτές έβαλαν μέρος του φορτίου στις πλάτες τους για να φτάσουν έγκαιρα στο προορισμό τους».

Το κομβόι με τις γυναίκες του Νεστορίου έφτασε τελικά αργά το απόγευμα στο Επταχώρι που ήταν η έδρα του αρχηγείου του Συνταγματάρχη Δαβάκη.

«Σύμφωνα με την αφήγηση της μάνας του Π. Μπατσόπουλου που ήταν και η πιο γριά από όλη την ομάδα, όταν ο Δαβάκης είδε την φάλαγγα να φτάνει στο αρχηγείο του, φώναξε στους συνεργάτες του και τους είπε γεμάτος ενθουσιασμό “να ξέρετε ότι νικήσαμε” και διέταξε να προσφέρουν στις γυναίκες σταφίδες και κονιάκ».

Την επομένη ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος στο ύψωμα Π. Ηλίας στην Φούρκα όπου τελικά μετά σκληρές μάχες τριών ημερών οι Ιταλοί Αλπινιστές αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση και στην συνέχεια σε οπισθοχώρηση. Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου.

28 Οκτωβρίου: Η Τιτανομαχία του Υψώματος 731

Την Παρασκευή συμπληρώνονται 76 χρόνια από το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ήχησαν οι σειρήνες και οι καμπάνες του πολέμου. Διαβάστε για την “Τιτανομαχία του Υψώματος 731”.

Όλοι οι Έλληνες, χωρίς καμιά άλλη σκέψη, υπάκουσαν στο εθνικό προσκλητήριο, πήραν το όπλο και έτρεξαν στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου για να υπερασπιστούν την Πατρίδα και να πεθάνουν με τιμή. Σ’ αυτή την προσπάθεια, όπως αναφέρει ο δρ Ιστορίας και πρόεδρος του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου Τρικάλων Θεόδωρος Νημάς, μεγάλη ήταν και η συμβολή των Θεσσαλών και ιδιαίτερα των στρατευμένων παιδιών της περιοχής Τρικάλων, τα οποία, μέσα από τις γραμμές του 5ου και του 51ου Συνταγμάτων Πεζικού, αντιμετώπισαν από τους πρώτους τον εισβολέα και εν συνεχεία, στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, έγραψαν μοναδικές σελίδες δόξας.

Πρέπει να γνωρίζουν οι νεότεροι, εξηγεί ο κ. Νημάς, ότι το Απόσπασμα Δαβάκη αρχικά και Κετσέα αργότερα, το οποίο ανέκοψε την ιταλική προέλαση στα βουνά της Πίνδου, αποτελείτο -κατά βάση- από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων, ενώ το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων μπήκε πρώτο στην Αλβανία και ελευθέρωσε το χωριό Λεσκοβίκι. Αργότερα, δε, έγραψε λαμπρές σελίδες δόξας.

 

 

Μία από αυτές τις λαμπρές σελίδες είναι και η “Τιτανομαχία του Υψώματος 731”, κατά την οποία οι Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες μαχητές του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων απέκρουσαν την σφοδρή Εαρινή Ιταλική Επίθεση (9-13 Μαρτίου 1941) και ταπείνωσαν τον Μουσολίνι, που παρακολουθούσε από κοντά την πολυήμερη μάχη. “Δυστυχώς, αυτή η μάχη δεν έχει αξιολογηθεί ακόμα όπως θα έπρεπε, και η επίσημη Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν την έχει προβάλει με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν να την αγνοούμε” λέει ο κ. Νημάς.

Τι έγινε στο Ύψωμα 731; Σύμφωνα με τον κ. Νημά, οι Έλληνες, από τον χειμώνα, κατείχαν το ύψωμα αυτό που δέσποζε στα στενά της Κλεισούρας και έφραζε τον δρόμο των Ιταλών για την Ελλάδα. Ο Μουσολίνι, που ήθελε να νικήσει χωρίς τη βοήθεια των Γερμανών, επί έναν μήνα ετοίμαζε μια φοβερή επίθεση εναντίον των Ελλήνων. Είναι η γνωστή Εαρινή Επίθεση, η οποία άρχισε στις 6 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και το κύριο βάρος της εκδηλώθηκε στο Ύψωμα 731 και τα διπλανά 717 και Μπρέγκου Ράπιτ, τα οποία υπεράσπιζε κυρίως το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων.

Ξαφνικά, όπως αναφέρει ο κ. Νημάς, όλος ο τομέας της Ι Μεραρχίας συγκλονίστηκε από ορυμαγδό εκρήξεων βλημάτων πυροβολικού παντός διαμετρήματος και βαρέων όλμων. Τετρακόσια κανόνια έβαλαν επί 2,5 ώρες στο κεντρικό μέτωπο. Πάνω στις ελληνικές θέσεις έπεσαν κάπου 100.000 βλήματα. Με το ξημέρωμα προστέθηκαν και 190 βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Το έδαφος ανασκάφτηκε και όλα τα δέντρα του υψώματος κατακόπηκαν. Στις 9 ακριβώς, ο διοικητής του ΙΙ/5 τάγματος Δημήτριος Κασλάς εξέδωσε προς τους διοικητές των λόχων του της εξής διαταγή:

Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρι εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία όπως δήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας“.

Και πράγματι, την ίδια στιγμή -συνεχίζει ο ερευνητής- άρχισε η κανονική επίθεση του Ιταλικού Πεζικού κατά του υψώματος, με τη βεβαιότητα ότι πάνω σ’ αυτό δεν έμεινε ψυχή. Γελάστηκαν, όμως, οικτρά. Με την άρση των ιταλικών πυρών πυροβολικού, τους επιτιθέμενους Ιταλούς περιέβαλε το Ελληνικό Πυροβολικό και τους αποδεκάτισε.

Όμως, παρά τις μεγάλες απώλειες, οι Ιταλοί διέρχονται τον φραγμό και προχωρούν. Και τότε έγινε κάτι το συγκλονιστικό. Μέσα από τα χώματα, τις πέτρες, τα διαλυμένα συρματοπλέγματα, τους ξεκοιλιασμένους γαιόσακους, αναδεύτηκαν ανθρώπινα όντα. Ήταν οι Τρικαλινοί υπερασπιστές του υψώματος, οι οποίοι, όσοι επέζησαν από τον ανηλεή βομβαρδισμό -εξηγεί ο κ. Νημάς- ανασηκώθηκαν, έσφιξαν το όπλο, σημάδεψαν και έριξαν στο ψαχνό.

“Τα ελληνικά πολυβόλα γάζωσαν τις πλαγιές. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν και καθηλώθηκαν. Τότε οι Έλληνες βγήκαν απ’ τα χαρακώματα και με εφ’ όπλου λόγχη και την κραυγή «αέρα» αντεπιτέθηκαν και καταδίωξαν τον εχθρό προκαλώντας του πολλές απώλειες. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές την ίδια ημέρα και 4-5 φορές ημερησίως για δυο εβδομάδες με νικητές πάντα τους Έλληνες. Ως τις 13 Μαρτίου το Ύψωμα 731 υπεράσπιζαν οι Τρικαλινοί. Μετά αντικαταστάθηκαν από το 19ο Σ.Π. Σερρών, το οποίο έδειξε τον ίδιο ηρωισμό και κράτησε απόρθητα τα στενά. Ο Μουσολίνι ταπεινωμένος γύρισε στην Ιταλία. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ για το 5ο Σύνταγμα: Αξιωματικοί: νεκροί 6, τραυματίες 8, εξαφανισθέντες 1. Οπλίτες: νεκροί 119, τραυματίες 425, εξαφανισθέντες 27. Συνολικά στον Πόλεμο του 1940-41 οι Τρικαλινοί αξιωματικοί και οπλίτες νεκροί είναι περίπου 450 και λίγο περισσότεροι οι Καρδιτσιώτες” σημειώνει ο ερευνητής.

Αξίζει να σημειώσουμε, επισημαίνει ο κ. Νημάς, ότι όταν κάποια ημέρα οι Ιταλοί ζήτησαν εκεχειρία για να θάψουν τους πολυάριθμους νεκρούς του, οι Έλληνες αξίωσαν να γραφεί στο σχετικό πρωτόκολλο πως αυτή συμφωνείται κατόπιν αιτήσεως της Ιταλίας, πράγμα βεβαίως που εκείνοι δεν δέχτηκαν. “Την Τιτανομαχία στο Ύψωμα 731, οι στρατιωτικοί ηγήτορες την χαρακτήρισαν ισάξια ή και ανώτερη του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, γιατί στον Μαραθώνα έγινε μία μάχη, ενώ εδώ πολλές στις Θερμοπύλες ο εχθρός πέρασε, ενώ εδώ όχι“, επισημαίνει ο ερευνητής και προσθέτει:

Το έπος αυτό δεν το δημιούργησαν υπεράνθρωποι, αλλά απλοί άνθρωποι σαν κι εμάς, άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή και την ειρήνη. Ήταν οι πατεράδες και οι παππούδες μας και πολλοί ίσως βρίσκονται ανάμεσά μας χωρίς να τυγχάνουν του οφειλόμενου σεβασμού και των αναλόγων τιμών. Οι ίδιοι, αργότερα, έγραψαν το νέο έπος της Εθνικής Αντιστάσεως. Κάποιοι από αυτούς, όμως, λόγω των μετέπειτα γεγονότων παραμερίστηκαν, αγνοήθηκαν ή ακόμα και διώχτηκαν άδικα. Η δικαίωσή τους όμως, έστω και αργά, ήρθε“.

Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων

 

Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζουν τα πρωτοσέλιδα της εποχής που αναφέρονται στον πόλεμο γενικά και όχι μόνο στη συγκριμένη ημέρα…

«Η Ελλάς ευρίσκεται από χθες εις πόλεμον με την Ιταλία», είναι ο τίτλος του βασικού θέματος της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 28 Οκτωβρίου 1940  ΠΗΓΗ

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Βραδυνή» στις 28 Οκτωβρίου 1940

Η εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» στις 28 Οκτωβρίου 1940, βασικό θέμα της έχει, τη συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα. Άλλα θέματα, το πρώτο ελληνικό πολεμικό ανακοινωθέν για τον αγώνα στα σύνορα και ένα άρθρο με τίτλο «Υπέρ βωμών και εστιών».

Η εφημερίδα «ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ» στις 28 Οκτωβρίου 1940, βασικό θέμα της έχει, την έναρξη των εχθροπραξιών, το πρώτο ανακοινωθέν του Ελληνικού Επιτελείου και τους πρωινούς συναγερμούς στην Αθήνα. Άλλα θέματα, διαγγέλματα του Βασιλιά και του Πρωθυπουργού προς τον ελληνικό λαό, αλλά και ένα άρθρο με τίτλο «Η ζωή μας εις την υπερεσίαν της Πατρίδος».

Η 2η έκδοση της εφημερίδας «ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ» την ίδια ημέρα

Η εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ» στις 28 Οκτωβρίου 1940, βασικό θέμα της έχει τις προβλεπόμενες λύσεις μετά τη συμφωνία Χίτλερ- Πεταίν. Άλλα θέματα, η τριπλή φάση του πολέμου, οι προειδοποιήσεις της Αμερικής, η συνέχιση των βομβαρδισμών και ένα άρθρο με τίτλο «Η τιμή».

Η εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ» στις 28 Οκτωβρίου 1940, σε 4η έκδοση, ανακοινώνει το τελεσίγραφο της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Άμεση αντίδραση της Ελλάδας, η γενική επιστράτευση. Άλλα θέματα, ερώτηση αν ο στρατάρχης Πεταίν αρνήθηκε να κηρύξει πόλεμο κατά της Αγγλίας και το πρακτορείο «Ρώυτερ» αναφέρει «Ουδεμία νέα παραχώρησις».

Κεντρικό θέμα της εφημερίδας είναι ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Επίσης δίνονται οδηγίες για παθητική αεράμυνα.

Ακολουθούν διάφορα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας «Βραδυνή» από την εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου

Πρωτοσέλιδο της εποχής από την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ»

Ένα ακόμη πρωτοσέλιδο της εποχής από την εφημερίδα «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»

Οι ιστορικές συνθήκες

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιάτελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του δικτάτορα (το γνωστό «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.

Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας[3]. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.

Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε την πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα, που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», στο δόγμα “Mare Nostrum” που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα[4].

Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ οτι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα[5].

Ήδη από τη δεκαετία του 1910, τα ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας. Η Αλβανία ήταν από τη δημιουργία της ένα προτεκτοράτο της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικής μειονότητας. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλο-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου – Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή[6]. Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών[7]. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα[8], το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά. Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου – Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928)[9].

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με όλους τους γείτονές της. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας (1930) και του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, η απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας θεωρείτο ότι είχε εξαλειφθεί. Η Αλβανία ήταν εξαιρετικά αδύναμη για να αποτελεί απειλή, ενώ το Βασίλειο τηςΓιουγκοσλαβίας δεν προέβαλε σοβαρές αξιώσεις επί της Μακεδονίας. Για τους λόγους αυτούς, μόνη πραγματική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν η Βουλγαρία και οι αξιώσεις που έτρεφε, ήδη από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου έναντι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανήλθε στην εξουσία το 1936, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο αναδιοργάνωσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της δημιουργίας ισχυρής αμυντικής γραμμής κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων[10]. Η αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε και ονομάστηκε «Γραμμή Μεταξά».

Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά και τις παραμονές του πολέμου δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων σε διάφορα σημεία της χώρας. Την περίοδο 19351939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ[11].

Παρόλα αυτά, το 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλμους, μεταφορικά μέσα, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό[12]. Στο Ναυτικό και στηνΑεροπορία, εκτός του πεπαλαιωμένου υλικού, η έλλειψη εξοπλισμού ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, το στελεχιακό δυναμικό του στρατεύματος είχε αποδυναμωθεί από την απόταξη των αξιωματικών που υποστήριζαν τον Βενιζέλο. Αυτοί οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να προσφέρουν στον αγώνα κατά της ιταλικής εισβολής, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα δράση τους στην Κατοχή. Όμως οι ελλείψεις αυτές δεν επηρέασαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο βαθμό που θα περίμενε η ιταλική ηγεσία, καθώς οι συνεχείς κλήσεις και ασκήσεις εφέδρων μετά το 1937 για τη στελέχωση στρατιωτικών μονάδων, η βρετανική συνδρομή σε αεροπορικά μέσα (έστω και μικρή) και η επίταξη 150.000 κτηνών, όπως και αυτοθυσία των χωρικών της Ηπείρου, για την μεταφορά στρατιωτικού υλικού, έλυσαν πολλά από τα προβλήματα[13].

 

Στις 7 Απριλίου 1939 ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας[14]. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία. Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του ‘Χαλύβδινου Συμφώνου’ Ιταλίας – Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν από τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. (Βλέπεβιβλίο: The British Labour Government and the Greek Civil War, ΘανάσηςΣφήκας, Αγγλία1994). Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά. Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο το οποίο εννοούσε εξάλλου και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρείχε μεν στήριξη στο «καθεστώς της 4ης Αυγούστου» αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν ο δικτάτωρ προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη και τον αρχηγό της Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του φρανκικού καθεστώτος που σύχναζε στην Ισπανία. Ο φον Κανάρις, πάντως, παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά, παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής και τότε διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες “εγγυήσεις” δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας (Βλέπε αναφορά στο προηγούμενο βιβλίο του Θανάση Σφήκα)

Ο Χίτλερ με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μάη και Ιουλίου 1939, στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα ρουμανικά πετρέλαια σαν δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση-αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου»[15]. Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων.[16]

Όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτίθεται στην Πολωνία, σε μια σαφή κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι σαν συνεργαζόμενος – σύμμαχος με την Γερμανία, κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πραχόβας της Ρουμανίας. Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που η Ιταλία ήταν, μαζί με την Γερμανία, συνεγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας[17]. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί, όχι μόνο η κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου (σε πρώτη φάση), όπως προέβλεπε το σχέδιο πολέμου Emergenza G, αλλά η κατάκτηση ολόκληρης της Ελλάδας (σε δεύτερη φάση ή ταυτόχρονα). Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή, καθώς εκείνη την περίοδο μόνο εννέα μεραρχίες βρίσκονταν στην Αλβανία. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (άτομο πάντως που χρωστούσε την θέση του στην υποταγή του στο κόμμα ), υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Ο Μουσολίνι καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της εισβολής την 26η Οκτωβρίου και ήλπιζε πως η εκκαθάριση της Ηπείρου θα γινόταν ως τις 10 με 15 Νοεμβρίου[18]. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli»[19] (αιτία πολέμου)α[›]. Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις Γ’ προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη την στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.

Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση ιταλικών αεροσκαφών εντός του ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού “Έλλη” στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους[20].

Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί, ότι συνεπώς ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ολότελα αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925 (βλ. 28 Οκτωβρίου) Αλλά και από ένα δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα (βλ. ιταλικές προκλήσεις παρακάτω) προμήνυαν με βεβαιότητα σχεδόν την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση, κι έτσι η Ελλάδα βρέθηκε έτοιμη τουλάχιστον να προβάλει αξιόλογη αντίσταση.

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c’est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»)β[›]. Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ’ άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Ορισμένοι πάλι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. [21] Τίποτα φυσικά δεν αποκλείει την συνύπαρξη και των τριών εξηγήσεων.

Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα[22] προς τον ελληνικό λαό[23], στο οποίο κατέληγε με τα εξής λόγια: « Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νύν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών. » Κατόπιν αυτού, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις. Εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν[24]. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα. Ακόμη και ο φυλακισμένος ηγέτης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγραψε ανοικτή επιστολή, ζητώντας από το λαό να αντισταθεί, παρότι εξακολουθούσε να ισχύει το Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ (περί μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας), παραβαίνοντας έτσι την εκ Μόσχας κομματική γραμμή. Εντούτοις, σε δύο μεταγενέστερα γράμματά του κατηγορούσε το Μεταξά ότι έβαζε τη χώρα σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο και καλούσε τους Έλληνες στρατιώτες να λιποτακτήσουν και να ανατρέψουν το καθεστώς Μεταξά.

 

Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Με την ενίσχυση νέων δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην Ήπειρο και στα νησιά, θα ακολουθούσε η προέλαση προς την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας[25].

Το μέτωπο στην Νότια Αλβανία είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του φτωχού οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πίνδου χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.

Την παραμονή της επίθεσης στην Ελλάδα στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αλβανίας, υπό τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, υπάγονταν οι εξής ιταλικές δυνάμεις[26]:

·         Στην Ήπειρο, το XXV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά» (Ciamuria) υπό τον στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi) που διέθετε,

– την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara) υπό τον στρατηγό Τζαννίνι (Zannini), ανεπτυγμένη στις περιοχές Μέρτζανη-Πρεμέτη και Γεωργουτσάδες- Αργυρόκαστρο και με δύναμη 21.000 ανδρών.

– την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena) υπό τον στρατηγό Γκαμπούτι (Gabutti), ανεπτυγμένη στις περιοχές ΚονίσποληΔέλβινοΆγιοι Σαράντα και με δύναμη 12.500 ανδρών

– την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), μειωμένης δύναμης, υπό τον στρατηγό Μάλλι (Magli) ανεπτυγμένη στις περιοχές Τεπελένι– Αργυρόκαστρο με δύναμη 2.200 ανδρών και 40 αρμάτων.

– την Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πυροβολικού και πεζικού, υπό τον στρατηγό Ριβόλτα (Rivolta) ανεπτυγμένη στην περιοχή Κονισπόλεως.

Η συνολική δύναμη του XXV Σώματος έφτανε τους 42.000 άνδρες και περιλάμβανε 22 τάγματα πεζικού, 61 πυροβολαρχίες (18 βαριές), 90 άρματα,

3 συντάγματα και μία επιλαρχία ιππικού και 2 τάγματα όλμων.

·         Στην Βορειοδυτική Μακεδονία και τη γιουγκοσλαβική μεθόριο, το XXVI Σώμα Στρατού «Κορυτσά» (Corizza) υπό τον στρατηγό Γαβριήλ Νάσσι (Gabrielle Nasci) που διέθετε

– την 29η Μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε» (Piemonte) υπό τον στρατηγό Γκραττορόλα (Grattorola) ανεπτυγμένη ανατολικά της Κορυτσάς και δύναμης 12.500 ανδρών.

– την 49η Μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» (Parma) υπό τον στρατηγό Νάλντι (Naldi) ανεπτυγμένη δυτικά της Κορυτσάς και με δύναμη 9.300 ανδρών

– την 19η Μεραρχία Πεζικού «Βενέτσια» υπό τον στρατηγό Μπονίνι (Bonini) ανεπτυγμένη από την λίμνη Πρέσπα εως το Ελβασάν και είχε δύναμη 10.000 ανδρών.

– την 53η Μεραρχία Πεζικού «Αρέτζο» υπο τον στρατηγό Φερόνε (Ferone) ανεπτυγμένη στην περιοχή της Σκόδρας, με δύναμη 12.000 ανδρών.

– ως εφεδρεία του Σώματος υπήρχε ένα Τάγμα Βερσαλλιέρων της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με 50 άρματα στην περιοχή της Ερσέκας.

Συνολικά το XXVI Σώμα διέθετε 44.000 άνδρες και περιλάμβανε 32 τάγματα, 47 πυροβολαρχίες (οι 5 βαριές), 60 άρματα, ένα σύνταγμα ιππικού,

μία ίλη και 4 τάγματα όλμων.

 

http://bits.wikimedia.org/static-1.22wmf22/skins/common/images/magnify-clip.png

Η διάταξη του Ιταλικού και του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1940

·         Ανάμεσα στα δύο Σώματα Στρατού, στην περιοχή Ερσέκα- Λεσκοβίκι, την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» υπο τον στρατηγό Τζιρότι (Girotti), η οποία είχε δύναμη 10.800 ανδρών και σύνθεση 5 τάγματα, 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες και μια ίλη ιππικού.

Τις παραπάνω δυνάμεις συνέδραμε η Ιταλική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Regia Aeronautica), η οποία διέθεσε στο μέτωπο της Αλβανίας 179 καταδιωκτικά, 225 βομβαρδιστικά και 59 αναγνωριστικά, συνολικά δηλαδή 463 αεροσκάφη[27].

Η επιτυχής εφαρμογή του σχεδίου στηρίζονταν στην αιφνιδιαστική εισβολή με ταχυκίνητα μέσα, με σκοπό να προλάβει την επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού. Ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών Στρατηγός Σοντού, διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι σε μια βδομάδα ο Ιταλικός Στρατός θα ήταν στα Ιωάννινα και σε 15 με 20 μέρες θα ήταν στην Πρέβεζα[28].

Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο των Ιταλών από τις 9 Μεραρχίες που διέθεταν στην Αλβανία 2 διατέθηκαν για προκάλυψη προς την Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3 για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας. Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την ιταλική υπεροχή. Ενώ λοιπόν οι κατευθύνσεις ενέργειας του ιταλικού στρατού, και ιδιαίτερα προς το τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές, οι δυνάμεις που διατέθηκαν για αυτό τον σκοπό ήταν ανεπαρκείς. Πιθανόν, δύο παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό, η υποτίμηση του αντιπάλου από απόψεως υλικής ισχύς και ηθικού και η υπερτίμηση της ικανότητας της αεροπορίας και των αρμάτων μάχης [29].

 

Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία-Βουλγαρία», για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος – Μέτσοβο – Αλιάκμονας – Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της VIII Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.

Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας – Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία.

Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν[30]:

·         Στην Ήπειρο η VIIIη Μεραρχία Πεζικού,υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, είχε προεπιστρατευθεί και ενισχυθεί με το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Γιατζή και με μερικές ακόμη μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Συνολικά διέθετε 4 διοικήσεις συνταγμάτων, 15 τάγματα, 16 πυροβολαρχίες, 15 ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, 2 τάγματα πολυβόλων, 1 πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και 1 μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Επιπλέον το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας είχε επιστρατευθεί και στις 27 Οκτωβρίου κινούταν προς την Ήπειρο.

·         Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), υπό τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα, που σε αυτό υπάγονταν

– Το Β΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Δημήτριο Παπαδόπουλο, που αποτελούνταν από τις I (υποστράτηγος Δημήτριος Βραχνός) και IX (υποστράτηγος Χρήστος Ζυγούρης) Μεραρχίες Πεζικού, την V Ταξιαρχία Πεζικού και το ΙΧα Συνοριακό Τομέα.

– Το Γ΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, που αποτελούνταν από τις X (υποστράτηγος Χρήστος Κίτσος) και XI (συνταγματάρχης ΠΒ Γεώργιος Κώτσαλος) Μεραρχίες Πεζικού, την IV Ταξιαρχία Πεζικού και τους IX, X και XI Συνοριακοί Τομείς.

Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων τις X Μεραρχίας ήταν στην Βέροια, στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά, ενώ της XI Μεραρχίας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Την παραμονή της ιταλικής επίθεσης το ΤΣΔΜ ανέπτυξε στα αλβανικά σύνορα 22 τάγματα πεζικού και 22 και 1/2 πυροβολαρχίες.

·         Στην περιοχή της Πίνδου, ανάμεσα στο ΤΣΔΜ και την VIII Μεραρχία, το «Απόσπασμα Πίνδου», υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, που διέθετε το 51ο Σύνταγμα Πεζικού (2 τάγματα),μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75 χιλ., έναν ουλαμό Πυροβολικού Συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού.

Οι Έλληνες είχαν μικρό πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρεις σχηματισμούς συνταγμάτων έναντι δύο ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο πυροβολικό και τουφέκια έναντι των ιταλικών [31], αλλά δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης, ενώ οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα έναντι της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή, πράγμα το οποίο είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α’ Παγκόσμιος ΠόλεμοςΜικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».

Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανέλια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923[32][33].

Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.

Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά, σε πολλά σημεία. Αντίξοες καιρικές συνθήκες και ενέργειες των υποχωρούντων εχθρών δεν επιβραδύνουν την προέλαση των δυνάμεών μας», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα[20].

Την 1η Νοεμβρίου, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο έδινε προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής[34] αλλά στο χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία συνετρίβησαν από τις δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας, οπότε στις 9 Νοεμβρίου οι επιθέσεις διακόπηκαν και οι ιταλικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχώρησαν και έλαβαν θέσεις άμυνας, απειλούμενες από την αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Πίνδου.

Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από την διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο και τη διάβαση της Κατάρας, η οποία απειλούσε να διαχωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας. Η «Τζούλια» αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καθώς κατάφερε να απωθήσει τις λιγοστές δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου του συνταγματάρχη Δαβάκη, που είχε την ευθύνη για την άμυνα της περιοχής. Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».

Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, ένα χωριό 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.

Ο συνταγματάρχης Δαβάκης δεν είχε την τύχη να συμμετέχει στην ελληνική αντεπίθεση, μια και στις 2 Νοεμβρίου, εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στην συνέχεια στην Αθήνα. Οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν αυτές της «Τζούλια» που εγκατέλειψαν τη Βοβούσα, στις 4 Νοεμβρίου. Μέχρι την 7η Νοεμβρίου διεξήχθησαν ανηλεείς μάχες στην περιοχή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και οι αλπινιστές της «Τζούλια», που είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολέμησαν σκληρά για την επιβίωσή τους. Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε να υποχωρήσουν νότια του όρους Σμόλικα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα, όπου είχε προωθηθεί η 47η Μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την απόβαση στην Κέρκυρα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή τηςΚόνιτσας, που κατείχε η μεραρχία «Μπάρι» μέχρι την 16η Νοεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».

Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ’ Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.

Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.

 

Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Έντεκα μεραρχίες πεζικού, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού και η Μεραρχία Ιππικού υπό τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά αντιμετώπιζαν δεκαπέντε ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία.[35]

Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Γ’ Σώμα Στρατού, ενισχυμένα με μονάδες από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν επίθεση στις 14 Νοεμβρίου, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες τη διέσπασαν στις 17 Νοεμβρίου και μπήκαν στην Κορυτσά στις 22. Λόγω της αναποφασιστικότητας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο να αναδιοργανωθούν και να μην καταρρεύσουν τελείως παρόλο που στο στράτευμά τους είχε ήδη ξεσπάσει κρίση με παραιτήσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών.[36]

 Μάχη της Χειμάρρας και Κατάληψη της Κλεισούρας

Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του Μετώπου. Το Α’ και Β’ Σώμα Στρατού προέλασαν στην Ήπειρο, και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς και το Αργυρόκαστρο ως τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμάρρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Αλλά οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να προωθηθούν προς το Βεράτιο, ενώ απέτυχε και η επίθεσή τους προς την Αυλώνα. Στη μάχη για την Αυλώνα, οι Ιταλικές μεραρχίες «Λύκοι της Τοσκάνης», «Τζούλια», «Πινερόλο» και «Πουστέρια» υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική προέλαση σταμάτησε. Οι Έλληνες σταμάτησαν λόγω αριθμητικής υπεροχής, πλέον, των Ιταλών, και λόγω της απομάκρυνσής τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού.

Στο μεταξύ, ο στρατηγός Σοντού αντικαταστάθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου από τον Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Στις 4 Μαρτίου, με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Συγκεκριμένα, έστειλαν τέσσερις μεραρχίες, εκ των οποίων δύο τεθωρακισμένες, που αριθμούσαν 57.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του στρατηγού Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson).[37]

 

 

 

Η στασιμότητα συνεχίστηκε, παρά τις επιμέρους εχθροπραξίες, καθώς και οι δυο αντίπαλοι ήταν πολύ αδύναμοι για να ξεκινήσουν νέα μεγάλη έφοδο. Οι Έλληνες ήταν σε ακόμη μειονεκτικότερη θέση καθώς, έχοντας απογυμνώσει τα βόρεια σύνορά τους από όπλα και άνδρες για να κρατήσουν το αλβανικό μέτωπο, ήταν υπερβολικά ευάλωτοι σε μια πιθανή γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας.

Οι Ιταλοί, από την άλλη πλευρά, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές, όπως βόρεια της Χειμάρρας και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι[38]. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της “εαρινής επίθεσης” ήταν η μάχη του υψώματος 731.

 

Προβλέποντας τη γερμανική επίθεση, οι Βρετανοί και μερικοί Έλληνες ζητούσαν την υποχώρηση από την Ήπειρο, ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποκρούσουν του Γερμανούς. Παρά ταύτα, το εθνικό συναίσθημα δεν επέτρεπε να εγκαταλειφθούν ευαίσθητες εθνικά περιοχές που κατακτήθηκαν με τόσο κόπο. Έτσι, παρά τη στρατιωτική λογική, απορρίφθηκε η ιδέα οπισθοχώρησης έναντι των «ηττημένων» Ιταλών και ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε βαθιά στην Αλβανία, ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Ο στρατηγός Ουίλσον χλεύασε αυτό το «φετιχιστικό δόγμα του να μη δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς» και που οδήγησε στο να μείνουν μόνο έξι από τις εικοσιμία ελληνικές μεραρχίες να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επίθεση[39].

Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.

Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου το μηχανοκίνητο γερμανικό σύνταγμα Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte “Adolf Hitler”) κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Έχοντας επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση του Στρατάρχη Παπάγου, αντικατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich) στις 20 Απριλίου, κυρίως για να αποφύγει ατιμωτική παράδοση στους Ιταλούς[40]. Οι όροι της παράδοσης θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς.

Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους. Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στην Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα. Μετά τη νίκη επί της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για τη νέα ιταλική Mare Nostrum («η θάλασσά μας», αναφερόμενος στη Μεσόγειο).

 

Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό αποτελούνταν από το ήδη παλαιό θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά (εκ των οποίων 4 παλαιά), αρκετέςτορπιλακάτους και 6 παλαιά υποβρύχια.

Στις αρχές του πολέμου περιορίστηκε στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο πέλαγος, τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό της. Τα ελληνικά σκάφη αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο επιθέσεων από ιταλικά αεροσκάφη και υποβρύχια, που επιχειρούσαν έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα.

Ακολούθησαν περιορισμένες επιθετικές ενέργειες ενάντια σε ιταλικά σκάφη στα Στενά του Οτράντο. Τα αντιτορπιλικά προέβησαν σε τρεις θαρραλέες, αλλά άκαρπες νυχτερινές επιδρομές (14-15 Νοεμβρίου 1940, 15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Οι ελληνικές επιτυχίες ήρθαν από τα υποβρύχια, τα οποία κατόρθωσαν να βυθίσουν μερικά ιταλικά μεταγωγικά. Από την ιταλική πλευρά, παρότι ο ιταλικός στόλος υπέστη σημαντικές ζημιές από το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό κατά την Επιδρομή στον Τάραντα, τα ιταλικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά συνέχισαν να επιχειρούν, καλύπτοντας τις νηοπομπές εφοδιασμού μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Τέλος, στις 28 Νοεμβρίου, μια ναυτική μοίρα βομβάρδισε την Κέρκυρα, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου και στις 4 Μαρτίου, έβαλαν κατά ελληνικών παράλιων θέσεων στην Αλβανία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί και η επιτυχία στα τέλη του 1940 του ελληνικού υποβρυχίου «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον τότε πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη, το οποίο βύθισε ανοιχτά του Αυλώνα δύο έμφορτα ιταλικά μεταγωγικά[41]. Στην ίδια περιοχή στις 29 Δεκεμβρίου 1940 βυθίστηκε αύτανδρο το υποβρύχιο Πρωτεύς με κυβερνήτη τον Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή. Σημαντική δράση, επίσης, είχαν και τα άλλα υποβρύχια του στόλου (ΚατσώνηςΝηρεύςΤρίτων).

Από τον Ιανουάριο του 1941, το κύριο μέλημα του ελληνικού ναυτικού ήταν η κάλυψη των νηοπομπών από και προς την Αλεξάνδρεια, σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό. Καθώς στις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο ιταλικός στόλος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του. Καλά πληροφορημένοι όμως οι Βρετανοί, κατόρθωσαν να αμυνθούν με επιτυχία ενάντια στους Ιταλούς στη Ναυμαχία του Ακρωτηρίου Ταίναρου στις 28 Μαρτίου.

Με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, στις 6 Απριλίου, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Η γερμανική υπεροπλία από αέρος προξένησε μεγάλες απώλειες σε ελληνικά και βρετανικά πλοία, ενώ η κατάληψη της κυρίως Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης από την Βέρμαχτ σήμανε το τέλος των συμμαχικών ναυτικών επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο μέχρι την Εκστρατεία των Δωδεκανήσων το 1943.

Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια καθυστέρησε την «επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα», ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχεΜάχη του Στάλινγκραντ»[42]. Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη[43]. Παρά ταύτα, είναι κοινός τόπος ότι η ανάγκη κατάληψης της Ελλάδας, η ανάγκη να κατασταλεί η Αντίσταση και να προστατευτεί η χώρα από ενέργειες των Συμμάχων, κράτησε στην Ελλάδα πολυάριθμες γερμανικές και ιταλικές μονάδες καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου[εκκρεμεί παραπομπή].

Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική αντίσταση χρειάστηκε, στην τελική της φάση την επέμβαση των Συμμάχων. Η απόφαση να σταλούν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως πολιτική και όχι στρατιωτική. Εκ των υστέρων, η αποστολή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή στην Ελλάδα σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, χαρακτηρίστηκε από τον στρατηγό Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke) ως μια «αδιαμφισβήτητη στρατηγική γκάφα», καθώς οι δυνάμεις αυτές, από τη μία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να ανακόψουν τους προελαύνοντες Γερμανούς, ενώ από την άλλη θα μπορούσαν να είχαν παίξει αποφασιστικό ρόλο στο μέτωπο τηςΒόρειας Αφρικής, όπου η συμβολή τους θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη νίκη πολύ ενωρίτερα. Το γεγονός αυτό κατά τους Άγγλους δικαιολογείται απ’ το ότι εκείνη την στιγμή, αντί να εξαλείψουν για πάντα την Ιταλική παρουσία στην Β. Αφρική , έδωσαν καιρό στον Ρόμμελ να ετοιμάσει την εισβολή του, την οποία αργότερα πλήρωσαν ακριβά. Η πολιτική πρωτοβουλία εντούτοις χρεώνεται στον Τσώρτσιλ ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα ενός λαού που νικά τον Άξονα και που θα μπορούσε να αποβεί ένα μελλοντικό εφαλτήριο για μια επίθεση στα πλευρά των Γερμανών. Δυστυχώς όμως οι Αγγλικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετές να περιφρουρήσουν όλη την Αυτοκρατορία , πράγμα που ήταν γνωστό στο Αγγλικό Επιτελείο ήδη απ το 1938, οπότε η κατά τα άλλα γενναία επέμβαση των Άγγλων στο πλευρό της Ελλάδας είχε το χαρακτηριστικό του ‘πολύ λίγο και πολύ αργά’ για τα τότε δεδομένα.

 

Πολύ σημαντικό επίσης ήταν και το ηθικό παράδειγμα, σε μια εποχή όπου μόνο η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιστεκόταν στις δυνάμεις του Άξονα, μιας μικρής χώρας η οποία, όχι μόνο αντιστεκόταν με τόλμη ενάντια σε μια, υποτίθεται παντοδύναμη, φασιστική Ιταλία, αλλά κατήγαγε και σημαντικές νίκες. Η αξία του ηθικού παραδείγματος τονιζόταν και στους διθυραμβικούς επαίνους που η Ελλάδα λάμβανε την εποχή εκείνη.

Ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που επαίνεσαν την υπερηφάνεια της ελληνικής αντίστασης. Σε επίσημο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου, ο Ντε Γκωλ εξέφραζε το θαυμασμό του για την ελληνική αντίσταση:

    Στο όνομα του κατεχόμενου, πλην ακόμη ζωντανού γαλλικού λαού, η Γαλλία επιθυμεί να χαιρετίσει τον πόλεμο του ελληνικού λαού για την ελευθερία του. Η 25η Μαρτίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα στην κορυφή ενός ηρωικού αγώνα και στην κορυφή της δόξας της. Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.[45]    

Η στοίχιση της Ελλάδας με τους Συμμάχους συνετέλεσε στο να της δοθούν τα κατεχόμενα από την Ιταλία, αλλά κατοικούμενα από Έλληνες Δωδεκάνησα, το 1947, με τη λήξη του Πολέμου

Η πολύ χαμηλή επίδοση των ιταλικών δυνάμεων στις μάχες του αλβανικού μετώπου μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς λόγους, που όλοι μπορούν να θεωρηθούν συμπτώματα της γενικότερης κακοδαιμονίας του ιταλικού στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατηγός Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, στα απομνημονεύματά του, αποδίδει την αποτυχία της εκστρατείας κυρίως στην κακή οργάνωση, στις προσωπικές ίντριγκες, στη διαφθορά και στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υψηλών κλιμακίων των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά όμως, ο ίδιος ο Πράσκα θεωρείται ένας από τους κύριους υπευθύνους για την υποεκτίμηση της δύναμης του ελληνικού στρατού και τη συνεπακόλουθη πανωλεθρία του ιταλικού στρατού στα βουνά της Ηπείρου[47]. Οι ιταλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν αδιαμφισβήτητα προβλήματα τακτικής, καθώς επέδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία στο πεζικό[31]. Αντιθέτως, είχαν σαφή υπεροχή στο πυροβολικό και στους όλμους από τους Έλληνες, ενώ είχαν απόλυτη υπεροπλία στην αεροπορία, την οποία όμως δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Το χαμηλό κίνητρο, σε σχέση με τους Έλληνες, καθώς και το ανάγλυφο του πεδίου των μαχών, το οποίο βοηθούσε την ελληνική άμυνα, έπαιξαν επίσης ρόλο στην τελική έκβαση.

Παρά ταύτα, οι Ιταλοί έχασαν κυρίως σε επίπεδο στρατηγικής, πράγμα για το οποίο ήταν ευθέως υπεύθυνος ο Μουσολίνι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ούτε έναν μήνα πριν την εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε την αποστράτευση του μισού ιταλικού στρατού, ένα μέτρο το οποίο έγινε αποδεκτό από το Γενικό Επιτελείο, παρότι ο στρατηγός Μάριο Ροάτα προειδοποίησε ότι ο στρατός θα γινόταν μη λειτουργικός για αρκετούς μήνες[48]. Εκτός αυτού, η συνεχής υποεκτίμηση της ελληνικής ετοιμότητας είχε καταδικάσει την εκστρατεία σε αποτυχία εξαρχής. Όπως έγραψε ο Ιταλός ιστορικός Ρέντζο Ντε Φελίτσε: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου, με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από τη βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις και είχε επιστρατεύσει σχεδόν 350.000 άνδρες ως τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου. Οι Ιταλοί είχαν μόνον οκτώ μεραρχίες στην Αλβανία (δύο εκ των οποίων ήταν στραμμένες προς το γιουγκοσλαβικό στρατό) τον Οκτώβριο του 1940, ενώ οι Έλληνες είχαν αρχικά 14 μεραρχίες, κατάλληλα εκπαιδευμένες για πόλεμο σε ορεινό πεδίο μάχης. Η αρχική ιταλική επίθεση διεξήχθη από 105.000 στρατιώτες έναντι σχεδόν 350.000 Ελλήνων: να γιατί δεν είναι παράδοξο που μετά από μια βδομάδα η μεραρχία Julia σταμάτησε και σχεδόν περικυκλώθηκε. Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς, από στρατιωτική άποψη, γιατί το Commando Supremo δεν αντέδρασε ενάντια σε μια εκστρατεία εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία»[49]. Μια άλλη αξιοσημείωτη αποτυχία της ιταλικής πλευράς είναι η μη επίθεση στα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη, τα οποία αποτελούσαν αυτονόητους και σχετικά ανυπεράσπιστους στόχους, και οι οποίοι θα αποτελούσαν ισχυρές προωθημένες βάσεις για το ιταλικό ναυτικό και την αεροπορία στη Μεσόγειο.

Σημειώσεις:

^ α:  Ο Ίαν Κέρσοου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η σύσκεψη αυτή “ήταν μια από τις πιο επιδερμικές και ερασιτεχνικές συζητήσεις στρατιωτικής στρατηγικής υψηλού κινδύνου που καταγράφηκαν ποτέ[50], ενώ ο Ρίχτερ γράφει πως πιθανόν ήταν “το καλύτερο δείγμα στρατιωτικού ερασιτεχνισμού των Μουσσολίνι και Τσιάνο, του άνευ ορίων καιροσκοπισμού, δουλικότητας και νοσηρής προσκόλησης στην καριέρα, των Σοντού, Τζιακομόνι και Πράσκα, καθώς και της έλλειψης θάρρους και από τους Μπαντόλιο και Ροάτα[51].
^ β: Δεν κρατήθηκαν πρακτικά της κρίσιμης συνάντησης μεταξύ του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και του πρέσβεως της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια τον διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών.

Ο ίδιος ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι, από το βιβλίο του «Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» γράφει:

«Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου μού είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).»

Στην συνάντηση αυτή, κατά την θυγατέρα του Μεταξά, ακολούθησε και η εξής στιχομυθία που ο Γκράτσι δεν την αναφέρει:

·         Γκράτσι: «Pas nécessaire, mon excellence» (όχι απαραίτητα εξοχότατε)

·         Μεταξάς: «Non, c’est nécessaire» (όχι, είναι απαραίτητο)

Συγκλονιστικές Μαρτυρίες

 

 

Μαρτυρίες από τις πρώτες στιγμές του Πολέμου του 1940 (βίντεο)

Συνεντεύξεις στο Νίκο Γιαννόπουλο – ιστορικός – Μηχανή του Χρόνου

Βασίλειος Χρ. Αρχιμανδρίτης, αντισυνταγματάρχης Π.Δ., βετεράνος του 1940-41

 

Τις ημέρες εκείνες ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ανεξάρτητου Τάγματος Προκαλύψεως Κονίτσης. Η μέρα αυτή, η 27η Οκτωβρίου του ΄40 ήταν μια διαφορετική μέρα, το τηλέφωνο δεν σταματούσε καθόλου. Είναι αλήθεια πως όλοι μας στη διμοιρία τη μέρα εκείνη από το πρωί βρισκόμαστε στο πόδι….

Ήταν η ώρα 11 τη νύχτα. Ο τηλεφωνητής για μια στιγμή με φωνάζει. «Κύριε ανθυπολοχαγέ στο τηλέφωνο». -«Εμπρός!» φωνάζω από το μικρόφωνο. «Διμοιρία Καβασίλων, ο ανθυπολοχαγός». -«Ναι κύριε Αρχιμανδρίτη», μου απαντάει. «Ταγματάρχης Γίγας στο τηλέφωνο». Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο μου είπε επί λέξει: «Αμέσως κε ανθυπολοχαγέ να ανοίξετε τα κιβώτια και να μοιράσετε πυρομαχικά στους άνδρες σας». -«Μάλιστα» του απάντησα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα πυρομαχικά είχαν μοιραστεί στους άνδρες μου οι οποίοι και τα ταχτοποιούσαν στις φυσιγγιοθήκες και τους γυλιούς τους. Εγώ ύστερα από όλα αυτά έφυγα σχεδόν 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, αφού έδωσα οδηγίες στον τηλεφωνητή και τον σκοπό του τηλεφώνου και πήγα στο σπίτι όπου έμενα με τη γυναίκα μου, λίγο πιο πάνω από τη διμοιρία. Σε λίγο έτσι πρόχειρα, ξάπλωσα μήπως μπορέσω και κλείσω μάτι. -«Κύριε ανθυπολοχαγέ! Σας ζητούν στο τηλέφωνο». Καθώς λαγοκοιμόμουν, σηκώθηκα, άνοιξα το παράθυρο και ξεχώρισα μέσα στο σκοτάδι τον Ντίνο, στρατιώτη της διμοιρίας, κοντοχωριανό μου κι’ από τα καλύτερα παιδιά της διμοιρίας. Εγώ σε δύο λεπτά, όπως ήμουνα σχεδόν έτοιμος από βραδύς, πήρα το ηλεκτροφάναρο και την γκλίτσα μου και ροβόλησα προς τη διμοιρία. Σε λίγο μιλούσα με τον διοικητή του τάγματος, τον αείμνηστο ταγματάρχη τότε Νικόλαο Γίγα, έναν υπέροχο άνθρωπο και γενναίο αξιωματικό. -«Κύριε Αρχιμανδρίτη», μου είπε επί λέξει, «τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, όπως σας έλεγα και ψες. Θα έχουμε πόλεμο με τους γείτονες μας, σήμερα κι’ όλας». Κατέβασα κι εγώ το ακουστικό και το άφησα στη θέση του. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος, σκεπτικός. «Ώστε έχουμε πόλεμο» ψιθύρισα. Δεν πρόλαβα να βγω από το γραφείο, και νασου μπροστά μου πολλοί από τους άνδρες μου, που ανυπομονούσαν να μάθουν τι γίνεται.

Για μια στιγμή αφού δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, τους είπα: «Παιδιά έχουμε πόλεμο, αυτό μου είπε ο Γίγας». «Σοβαρώς κε ανθυπολοχαγέ»; μου απαντάει ο Ντίνος, που είχε κάπως περισσότερο το θάρρος. «Τι; Αστεία θα λέμε τέτοια ώρα;» του απαντώ. «Πόλεμο εκατό φορές», απάντησαν όλοι με μια φωνή. Βαρεθήκαμε να περιμένουμε. Από πέρυσι ακόμη που επιστρατευτήκαμε ψιθύριζαν. Πόλεμο σήμερα, πόλεμο αύριο». Δεν είχα ακόμη κατέβει τις σκάλες και ταυτόχρονα κάτι σαν βροντές ακούστηκαν πέρα, μακριά προς της Αρβανιτιάς τα μέρη. Σκέφτηκα για μια στιγμή πως πρέπει να είναι μπουμπουνητά αφού ψιχάλιζε, γιατί δεν αποκλειόταν πιο πέρα, μακριά, να έβρεχε δυνατά. Είχα όμως γελαστεί. Εκείνα τα μπουμπουνητά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εκπυρσοκροτήσεις από τις βαριές πυροβολαρχίες τους, που ήταν ταγμένες μέσα βαθιά στης Αρβανιτιάς τα μέρη και χτυπούσαν τα προκαθορισμένα σημεία εισβολής.

 

Βάιος Μύρικνας, βετεράνος μαχητής του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τον Μάρτιο του 1940 κατατάχθηκα στον στρατό. Πέρασα τη βασική εκπαίδευση στο 50ο Σύνταγμα, στον 1ο Λόχο Πολυβόλων. Η εκπαίδευση ήταν σκληρή, καθώς περιμέναμε τον πόλεμο. Ήμασταν ο καλύτερος στρατός του κόσμου. Εγώ εκπαιδεύθηκα ως πολυβολητής και είχα αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχείς ασκήσεις. Όταν τορπιλίστηκε η «Έλλη» βρισκόμασταν σε νυχτερινή πορεία έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μας διέταξαν να γυρίσουμε άρον άρον πίσω με το αιτιολογικό ότι θα έπρεπε να είμαστε παρόντες στα εγκαίνια της ΔΕΘ την οποία θα επισκέπτονταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Φυσικά δεν το πιστέψαμε. Τρεις-τέσσερις ημέρες μετά μας ανακοίνωσαν τον τορπιλισμό της «Έλλης». Αμέσως λάβαμε διαταγή να βγάλουμε τα πολυβόλα από τις αποθήκες και να τα ετοιμάσουμε. Εν συνεχεία επιτάξαμε με μυστικότητα υποζύγια για τη μεταφορά του οπλισμού και των εφοδίων…. Τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου επέστρεφα στον καταυλισμό ύστερα από περιπολία με τρεις στρατιώτες. Τότε είχα τον βαθμό του δεκανέα. Ξαφνικά κατά τις 05.00 ακούσαμε μια μακρινή βολή πυροβόλου στο βουνό Μαλιμάδι (ν. Καστοριάς). Αμέσως μετά ακούσαμε και μια δεύτερη. Φωνάξαμε: «στα όπλα!». Τάξαμε τα πολυβόλα και ετοιμάσαμε τις χειροβομβίδες.

Απόστολος Κοκμάδης, συνταγματάρχης ε.α., βετεράνος του 1940-41

 

Τον Οκτώβριο του 1940 υπηρετούσα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο 14ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού στην Ξάνθη. Διοικητής του συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης (ΠΒ) Γκαγκούρης. Τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου 1940 ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας στο σύνταγμα. Στις 03.00 έφθασε από την Καβάλα, από τη διοίκηση του Σώματος Στρατού ένα τηλεγράφημα με το εξής περιεχόμενο: «Εκηρύχθη γενική επιστράτευσις. Ανοίξατε φακέλους Β και Γ». Αμέσως έστειλα και ειδοποίησαν τον διοικητή και τον υποδιοικητή του συντάγματος. Στη συνέχεια σήμανα εγερτήριο. Μέσα σε μισή ώρα το σύνταγμα ήταν απολύτως έτοιμο. Όλοι οι άνδρες ήταν στις προκαθορισμένες θέσεις έξω από τα όρια του στρατοπέδου. Σέλωσα δύο άλογα και πήγα να παραλάβω τον διοικητή από το σπίτι του. Πήγαμε και ήλθαμε με καλπασμό. Στον δρόμο μου είπε: «Κύριε Κοκμάδη πόλεμο έχουμε». Εγώ βέβαια τότε δεν πολυκαταλάβαινα τη χροιά εκείνων των λέξεων.

Σταύρος Γαλανός, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

O πόλεμος με βρήκε στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού στη Λάρισα με τον βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ). Από τους 4.000-5.000 άνδρες έπρεπε να στείλουμε σε μάχιμες υπηρεσίες τους πρόσφατα απολυμένους, τους νεότερους και αυτούς που δεν είχαν πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις. Προ του πολέμου είχαμε πολύ πυκνή αλληλογραφία με όλους τους σταθμούς και τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής σε ολόκληρη την επικράτεια. Διότι αυτοί που απολύονταν από το σύνταγμα είχαν διασπαρεί σε όλη την Ελλάδα. Η Χωροφυλακή μας ενημέρωνε διαρκώς για τις μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση του κάθε εφέδρου. Έτσι διαλέγαμε τους πιο ικανούς που θα στέλναμε σε μάχιμες μονάδες. Oι έφεδροι προσέρχονταν προς κατάταξη με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Όλα συντελέστηκαν με απόλυτη πειθαρχία και τάξη. Μέσα σε πέντε ημέρες είχαμε συγκροτήσει τις μονάδες και είχαμε αποστείλει ήδη τις περισσότερες στο μέτωπο. Ωστόσο επρόκειτο για πολύ κοπιαστική εργασία. Δεν έκλεισα μάτι πέντε ολόκληρες νύχτες.

Θεόδωρος Παππάς, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Ο πόλεμος του 1940 με βρήκε να υπηρετώ ως ανθυπολοχαγός (ΠΖ) στο Σύνταγμα Ευζώνων Φρουράς Αθηνών. Εκείνο το πρωί ξύπνησα από τον ήχο των σειρήνων. Πετάχτηκα πάνω, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στον δρόμο. Το σακάκι μου το κούμπωνα τρέχοντας. Πλησιάζοντας στο κέντρο της πόλης τα τραμ και τα λεωφορεία ήταν ήδη γεμάτα από πολίτες που πήγαιναν να καταταχθούν. Τραγουδούσαν σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι. Το ηθικό τους ήταν απερίγραπτο. Έφτασα στη μονάδα μου. Ο συνταγματάρχης μου στεκόταν στην πύλη. «Πήγαινε Παπά» μου είπε «να πάρεις τον φάκελο επιστράτευσης». Πήρα τον φάκελο και τον άνοιξα. Περιείχε σαφείς οδηγίες για το που θα παρουσιαζόμουν και ποια θα ήταν τα καθήκοντά μου. Ήμουν υπεύθυνος επιστράτευσης. Οι επιστρατευμένοι προσέρχονταν να παρουσιαστούν κατά ομάδες και αμέσως τους κατατάσσαμε σε λόχους. Η οργάνωσή μας ήταν άψογη.

Νικόλαος Τασιάκος, μέλος του πληρώματος του υποβρυχίου «Παπανικολής», βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Στις 27 Οκτωβρίου 1940, το «Παπανικολής» ήταν σκοπούν πλοίο (σ.σ σε βραχεία ετοιμότητα απόπλου). Με κάλεσε ο ύπαρχος, μου έδωσε έναν κατάλογο με τους άνδρες των άλλων υποβρυχίων που ήταν σε έξοδο λόγω του Σαββατοκύριακου και μου είπε να βγω και να πάω στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας για να τους ανακαλέσουν στα πλοία τους. Πράγματι μου διέθεσαν μία μοτοσικλέτα με οδηγό και, καθώς γνώριζα καλά την Αθήνα και τον Πειραιά τους ειδοποίησα γρήγορα. Στη συνέχεια επέστρεψα στον «Παπανικολή». Την επομένη, κατά την πρωινή αναφορά, ήλθε ο ίδιος ο κυβερνήτης και μας ανακοίνωσε την ιταλική επίθεση. Ο ενθουσιασμός μας δεν περιγράφεται. Ζητωκραυγάζαμε, πετούσαμε τα καπέλα μας στον αέρα. Ήταν σαν να έβραζε το καζάνι, να έβγαζε κάποιος το καπάκι και να πεταγόταν ο ατμός. Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει πόλεμος (το έμαθα στη συνέχεια), αλλά εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε τέτοια περηφάνια που ανήκα στο Ναυτικό και που θα πολεμούσα για την Ελλάδα.

Θεόδωρος Μανωλόπουλος, αντιναύαρχος ε.α., βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Ο πόλεμος με βρήκε ως δευτεροετή σπουδαστή στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου απολάμβανα με μια παρέα συμμαθητών μου την έξοδο από τη Σχολή. Η Αθήνα ήταν κατάφωτη. Επικρατούσε μια κατάσταση απολύτως ειρηνική. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Το βράδυ επιστρέψαμε στη Σχολή. Ένας συμμαθητής μας, ο πατέρας του οποίου ήταν φρούραρχος Έβρου, είπε: «Πληροφορούμαι ότι θα εκραγεί πόλεμος». Έφαγε καρπαζιά που πήγε σύννεφο!

-«Τι πόλεμος ρε;». -«Πληροφορήθηκα από τον πατέρα μου ότι θα γίνει πόλεμος». Δώσε του και άλλες καρπαζιές. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Κατά τις 05.00 εμφανίστηκε ο διοικητής μας χωρίς κολάρο και γραβάτα. Πρωτοφανής αμφίεση για έναν άνθρωπο που πάντα ήταν στην πένα. «Εγερσις, έγερσις!» άρχισε να φωνάζει.

«Γενική κλήσις των δοκίμων!». Παραταχθήκαμε στο προαύλιο και εκεί πληροφορηθήκαμε την κήρυξη του πολέμου. Αμέσως ζητωκραυγάσαμε. Το ηθικό μας ήταν άριστο και θεωρούσαμε πως θα τους φάμε τους Ιταλούς. Μας χορηγήθηκε σαρανταοκτάωρη άδεια. Πήρα ένα ταξί και έφθασα στο σπίτι μου στην γωνία Ιωάννου Δροσοπούλου και Λήμνου. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα μου. «Πως έτσι;» με ρώτησε. «Πόλεμος» της απάντησα. Με τη λέξη «πόλεμος» άναψε η γειτονιά. Το νέο μεταδόθηκε ταχύτατα. Μετά από λίγο άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες.

Παύλος Γαβράς, πλωτάρχης ε.α., βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν δευτεροετής σπουδαστής στη Σχολή Ναυτοπαίδων στον Πόρο. Στις 28 Οκτωβρίου ήμασταν στο θωρηκτό «Κιλκίς» στον ναύσταθμο για να περάσουμε τη σχολή Πυροβολικού. Χτύπησε συναγερμός, ξυπνήσαμε και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου. Οι επικεφαλής αξιωματικοί μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου και μας συμβούλευσαν να παραμείνουμε κοντά στα θωρακισμένα μέρη του πλοίου ώστε να προστατευτούμε από τυχόν βομβαρδισμό. Σε μέρος των σπουδαστών διατέθηκαν και όπλα υπό τον φόβο αιφνιδιαστικής επίθεσης Ιταλών αλεξιπτωτιστών. Το ηθικό μας ήταν ακμαίο. Δεν υπήρξε καμία αρνητική αντίδραση. Άλλωστε τότε η κυβέρνηση λογόκρινε τα πάντα οπότε δεν υπήρχε δικαίωμα αντίδρασης. Πολύ υψηλό ήταν επίσης το ηθικό των αξιωματικών μας.

Ελευθέριος Παπαγιαννάκης, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τις παραμονές του πολέμου υπηρετούσα τη θητεία μου ως ναύτης στον ναύσταθμο, στον Πόρο. Την εποχή εκείνη ήμασταν όλοι ενθουσιώδεις πατριώτες. Με το που μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου ζητωκραυγάσαμε όλοι μαζί. Τα αδέλφια μου πήγαν στρατιώτες στο μέτωπο. Εγώ ζήτησα μετάταξη στον στρατό για να τα ακολουθήσω. Τότε όμως ήμουν κατηγορούμενος από το καθεστώς Μεταξά ως δημοκρατικός και το αίτημα μου έπεσε στο κενό. Τότε εγώ και άλλοι συνάδελφοι μου, δημοκρατικών πεποιθήσεων, ζητήσαμε τη μετάθεσή μας σε μάχιμη υπηρεσία. Δυστυχώς όμως οι ανώτεροι μας κώφευσαν. Νοιώσαμε πίκρα που ουσιαστικά δεν μας επέτρεπαν να υπερασπιστούμε την πατρίδα.

Βύρων (Νώτης) Κ. Σαχαρίδης, ταξίαρχος (Ι) ε.α. της Πολεμικής Αεροπορίας, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Στην Σχολή Αεροπορίας, το πρωινό εκείνο της 28ης Οκτωβρίου, ακούσαμε τις σειρήνες να ηχούν δαιμονισμένα: «συναγερμός». Αμέσως όλη η Σχολή Ικάρων με τους αξιωματικούς επιτηρητές τρέξαμε στα καταφύγια και τα ορύγματα που βρίσκονταν λίγο πιο έξω από το αεροδρόμιο. Στον ουρανό, διακρίναμε σε μεγάλο ύψος, σχηματισμούς αεροπλάνων με κατεύθυνση από τον Πειραιά προς το Τατόι. Η αντιαεροπορική άμυνα, προφανώς από σύγχυση και έλλειψη ορθών πληροφοριών, εξέλαβε τα αεροπλάνα αυτά ως αγγλικά και δεν αντέδρασε. Η πρώτη αντίδραση της αντιαεροπορικής μας άμυνας, εκδηλώθηκε μόλις άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες βόμβες, με προφανή στόχο το αεροδρόμιο του Τατοϊου.

Αργότερα μάθαμε πως τα αεροσκάφη αυτά ήταν τα τρικινητήρια βομβαρδιστικά της Ιταλικής Αεροπορίας «Savoia Marchetti». Με αληθινή έκπληξη, μάθαμε πως το ανακοινωθέν από την ιταλική πλευρά, έλεγε πως «καταστράφηκαν όλες οι εγκαταστάσεις και το αεροδρόμιο του Τατοϊου». Στην πραγματικότητα όλες οι βόμβες έπεσαν δύο με τρία χιλιόμετρα μακριά από το αεροδρόμιο και μόνον μια απ’ αυτές έπεσε στην άκρη του αεροδρομίου καταστρέφοντας ένα τμήμα μιας εγκαταλελειμμένης αποθήκης.

 

Διαβάσετε τα δύο βιβλία του Νίκου Γιαννόπουλου: «Πόσο αλήθεια γνωρίζουμε το 40» &  «Το Ξεχασμένο «ΟΧΙ». Εκδόσεις Historical Quest : 210 2611832

 

Ο στρατιώτης που είπε το πρωτο ΟΧΙ

Ερευνα: Χρίστος Βασιλόπουλος-Μηχανή του Χρόνου

Η ιστορία του άγνωστου στρατιώτη που αντιμετώπισε την 28η Οκτωβρίου την ιταλική επίθεση και έγραψε το όνομά του στην σκοπιά της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Εντοπίσαμε τα ίχνη του και κάναμε αυτοψία στα φυλάκια που ακούστηκε το πρώτο ΟΧΙ … 


Η κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς και η εισβολή των στρατευμάτων τους στην ελληνοαλβανική μεθόριο ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί κεντρικό θέμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Έχουν γραφτεί πολλά για τον σχεδιασμό, το διπλωματικό παρασκήνιο και τις κινήσεις των επιτελείων ενόψει του πολέμου που θα ξεκινούσε. Επίσης έχει ερευνηθεί και παρουσιαστεί ο συσχετισμός δυνάμεων και οι κινήσεις των δυνάμεων. Αυτό που παραμένει σε γενικές γραμμές «άγραφη» ιστορία είναι η δράση των στρατιωτών μεμονωμένα ή σε ομάδες. Ο μικρόκοσμος ενός οχυρού, η αγωνία της σκοπιάς και η ευθύνη όσων στελέχωσαν ένα φυλάκιο στα σύνορα μας παρότρυνε να αναζητήσουμε αυτήν την πλευρά του πολέμου

Η δημοσιογραφική έρευνα μας έφερε στην περιοχή της Κόνιτσας. Ανάμεσα στον Αωό, τον Βοϊδομάτη και το Σαραντάπορο σχηματίζεται ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο με πυκνή βλάστηση, γεφύρια και χωμάτινες διαδρομές. Αναζητήσαμε το φυλάκιο το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άμυνα της περιοχής, καθώς βρίσκεται πάνω στα σύνορα εκεί όπου ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί εκδήλωσαν μια από τις πρώτες επιθέσεις τους. Το μονοπάτι ήταν κλειστό από τα κλαδιά και τα «πατήματα» είχαν χαθεί. Μετά από μια δεκάλεπτη ανάβαση φτάσαμε στο ύψωμα και αντικρίσαμε τους πέτρινους τοίχους. Το φυλάκιο ήταν ακόμα όρθιο, αλλά χωρίς στέγη, πόρτες και παράθυρα.

Μπροστά από το φυλάκιο στέκει ακόμα όρθια, αλλά «λαβωμένη», η σκοπιά του 40. Όταν πλησιάσαμε, περιεργαστήκαμε τον χώρο και με έκπληξη διακρίναμε καθαρά το όνομα ενός στρατιώτη, που βρέθηκε εκεί την ιστορική εκείνη μέρα. Χωρίς να το γνωρίζει πέρασε στην ιστορία από μια κίνηση που έκανε την ώρα της αγωνιώδους βάρδιας του. Έγραψε το όνομά του με μια πρόκα στον  σοβά της σκοπιάς. Έγραψε τη σειρά του, τη χρονολογία και το χωριό του: Βασίλειος Χαλβατζής από το Στρυμονικό Σερρών.

Αναζητήσαμε τον  όνομά του στα αρχεία και με χαρά διαπιστώσαμε ότι ο τότε 19χρονος Χαλβατζής ήταν υπαρκτό πρόσωπο του ’40 και πράγματι είχε υπηρετήσει στη συγκεκριμένη μονάδα. Δυστυχώς σήμερα δεν είναι πια στη ζωή. Ήταν ένας από τους δώδεκα που επέζησαν από τον λόχο του και έζησε όλη την ένταση και τη φρίκη του πολέμου. Είχε χάσει μέρος της ακοής του από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, αλλά κατάφερε μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς να φτάσει με τα πόδια στο χωριό του μέσω της Πίνδου. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως αγρότης και ασχολήθηκε με τα καπνά. Έκανε δύο αγόρια και απέκτησε έξι εγγόνια, που μας έδωσαν τις φωτογραφίες του. Ακόμα τον θυμούνται να τους μιλάει για τους χαμένους συμπολεμιστές του και το πυκνό χιόνι που είχε γίνει κατάμαυρο από τις οβίδες.

Στην περιήγηση είχαμε κοντά μας τον αντισυνταγματάρχη ε.α Αθανάσιο Λάκκα που γνώριζε την περιοχή και μας βεβαίωσε ότι σε εκείνο το σημείο δόθηκε μια από τις πρώτες μάχες του πολέμου. Ο λόχος που επάνδρωνε το φυλάκιο βρέθηκε στο στόχαστρο του ιταλικού πυροβολικού, αλλά αμύνθηκε. Μάλιστα ανταπέδωσε τα πυρά όταν ξεπρόβαλαν τα τεθωρακισμένα της Ιταλικής φάλαγγας. Μπροστά και κάτω από το φυλάκιο η περιοχή ήταν παγιδευμένη με νάρκες και κυρίως με τάφρους που είχαν ανοίξει λίγους μήνες πριν οι κάτοικοι με τις οδηγίες του στρατού. Εκεί μέσα έπεσαν τα τανκς που επιχείρησαν εισβολή, ακινητοποιήθηκαν και βγήκαν εκτός μάχης από τους Έλληνες φαντάρους. Μετά τη λήξη του πολέμου το φυλάκιο εγκαταλείφθηκε και σήμερα κινδυνεύει με κατάρρευση. Αρχικά ανήκε στη δικαιοδοσία του στρατού, αλλά πλέον έχει περάσει στην ευθύνη της Αρχαιολογικής υπηρεσίας καθώς στην περιοχή υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που συνδέονται με την παρουσία του βασιλιά Πύρρου, ο οποίος απ΄αυτό το σημείο πέρασε τον στρατό του στη μεγάλη εκστρατεία κατά της Ρώμης. Το φυλάκιο «Πανταζή», όπως είναι η επίσημη ονομασία, θα μπορούσε να συντηρηθεί και με την κατάλληλη οργάνωση και φροντίδα να γίνει ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας ακριβώς πάνω στο πεδίο της μάχης του 1940. Προϋπόθεση για αυτό είναι κάποιος να ενδιαφερθεί πέρα από τις πατριωτικές ομιλίες και τις παρελάσεις. 

Η πρώτη νίκη του μετώπου και τα 75 γαϊδουράκια!

«Ξημέρωνε 28 Οκτώβρη, ο καιρός ήταν βροχερός κατά τις πέντε το πρωί άρχισε να ακούγεται ο κρότος των πολυβόλων και τα λιανοντούφεκα. Ο κόσμος δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται ακόμη και αυτός ο διοικητής του λόχου προκαλύψεως που έδρευε στο Νεστόριο δεν γνώριζε, γιατί τότε στο χωριό μας δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα».
Είναι γραπτή μαρτυρία για τις πρώτες στιγμές του πολέμου στο Νεστόριο, του 55αχρονου τότε Ιωάννη Λιάμμου, ο οποίος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση των Ιταλών και τους βομβαρδισμούς στο Νεστόριο, την προσφορά των κατοίκων με τις μεταφορές εφοδίων και πυρομαχικών στους στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή. Τη γραπτή μαρτυρία που αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού ως υποστήριξη στην ανατολική πλευρά του Γράμμου, διέσωσε ο πρώην δήμαρχος Νεστορίου Χρήστος Γκοσλιόπουλος.
«Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο φυλάκιο της «Xελώνας» που βρίσκεται στο Γιαννοχώρι στο Γράμμο, το φυλάκιο ειδοποιεί τον διοικητή του λόχου που κοιμάται στο σπίτι του Λιάππα. Αμέσως δίδει τις σχετικές διαταγές στους άντρες του και με το άλογο του ξημερώματα αναχωρούν για το φυλάκιο. Ο λοχαγός Στασινόπουλος με τους άνδρες του και με όλες τις εφεδρείες του λόχου που έφτασαν αργότερα από το Νεστόριο καταφέρνουν να επανακαταλάβουν το ακριτικό φυλάκιο».
Πρόκειται για την πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού που καταγράφεται την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου. Όταν το απόγευμα της ιδίας ημέρας θυροκολλείται σε όλο το χωριό η διαταγή επιστρατεύσεως οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.
Η περιγραφή του Ιωάννη Λιάμμου για το κλίμα και την εικόνα της μικρής κωμόπολης την πρώτη ημέρα του πολέμου είναι λιτή.
«Την επόμενη μέρα στις 29 Οκτώβρη φθάνει στο χωριό η 9η Μεραρχία και το αρχηγείο της με διοικητή τον συνταγματάρχη Μπιγέτη, όπου εγκαθίστανται στο κτίριο της κοινότητας, ενώ συγκροτείται ορεινό χειρουργείο και μικρό νοσοκομείο στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Αμέσως δημιουργείται υπηρεσία από τον άμαχο πληθυσμό για την εξυπηρέτηση του στρατού με επικεφαλής τον έφεδρο λοχία Στέργιο Παπατέρπο. Συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες που ξέρουν κάθε σπιθαμής γης και τα μονοπάτια του Γράμμου για τη μετακίνηση των τμημάτων του στρατού προς την πρώτη γραμμή που οδηγούν στη Σλημίτσα, το Μονόπυλο, την Καλήβρυση και τη Διποταμία».
Πρόκειται για ορεινά χωριά που δεν είχαν οδικό δίκτυο παρά μόνο μονοπάτια που ήξεραν καλά οι ντόπιοι. Την 1η Νοέμβρη και ενώ τα στρατεύματα του συνταγματάρχη Δαβάκη αμύνονται σθεναρά στους Ιταλούς αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» στη Φούρκα και στις γύρω πλαγιές του Επταχωρίου, μια παράτολμη επιχείρηση ετοιμάζεται στο Νεστόριο. Διατάχθηκε να συγκροτηθεί ένα κλιμάκιο από γυναίκες και μεγάλα παιδιά με κάπου 75 γαϊδουράκια -γιατί μουλάρια δεν υπήρχαν ήταν επιταγμένα – για να μεταφέρουν οπλισμό και εφόδια στην έδρα του αρχηγείου του Δαβάκη στο Επταχώρι.
Ο Ιωάννης Λιάμμος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν πολύ βροχερός και το κομβόι που ξεκίνησε από το Νεστόριο θα έφτανε μετά από μια δύσκολη διαδρομή που διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες στο Επταχώρι. Τα ιταλικά αεροπλάνα περνούσαν συχνά πάνω από το Νεστόριο αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαν βομβαρδίσει. «Ο φόρτος ήταν δυσανάλογος για τα γαϊδουράκια και όταν κατέβαιναν από την Κουρούσια στην Κοτύλη επειδή γλιστρούσε πολλά ζώα έπεφταν. Παρόλα αυτά οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια και κάποιες από αυτές έβαλαν μέρος του φορτίου στις πλάτες τους για να φτάσουν έγκαιρα στον προορισμό τους».
Το κομβόι με τις γυναίκες του Νεστορίου έφτασε τελικά αργά το απόγευμα στο Επταχώρι που ήταν η έδρα του αρχηγείου του συνταγματάρχη Δαβάκη.
Σύμφωνα με την αφήγηση της μάνας του Π. Μπατσόπουλου που ήταν και η πιο γριά από όλη την ομάδα, όταν ο Δαβάκης είδε τη φάλαγγα να φτάνει στο αρχηγείο του, φώναξε στους συνεργάτες του και τους είπε γεμάτος ενθουσιασμό ”να ξέρετε ότι νικήσαμε” και διέταξε να προσφέρουν στις γυναίκες σταφίδες και κονιάκ».
Την επομένη ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος στο ύψωμα Π. Ηλίας στη Φούρκα όπου τελικά μετά σκληρές μάχες τριών ημερών οι Ιταλοί αλπινιστές αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση και στη συνέχεια σε οπισθοχώρηση. Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Σπύρος Κουταβάς

Η πρώτη μέρα του Πολέμου

Νίκος Σαραντάκος-sarantakos.wordpress

Εκείνο το πρωί όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία του σπιτιού μας για να πιω το πρωινό και εν συνεχεία να πάρω την τσάντα μου και να φύγω για το σχολείο, βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει.. Ο πατέρας μου είχε κι όλας φύγει για τη δουλειά του, ενώ από το ραδιόφωνό μας ακουγόταν το εμβατήριο «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός».

«Πόλεμος!» μου λέει όταν με είδε «μας χτύπησαν οι Ιταλοί» Όταν άκουσα τα νέα, πήρα την τσάντα μου και έφυγα αμέσως για το σχολείο, ενώ εκείνη μου φώναζε ξοπίσω μου:  «Κάτσε να βάλεις κάτι στο στόμα σου!» Εμένα όμως δε με σταματούσε τίποτα.

Πηγαίνοντας προς το Γυμνάσιο, καθώς διέσχιζα την αγορά, μου έκανε εντύπωση πως όλος ο κόσμος κουβέντιαζε ζωηρά, αλλά δεν έδειχναν ούτε φόβο ούτε ηττοπάθεια, αλλά κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό.

Τότε θυμήθηκα την κουβέντα που παρακολούθησα να κάνουν οι μεγάλοι, όταν προχτές πήγαμε να χαιρετίσουμε τον διευθυντή της Τράπεζας, στην οποία δούλευε ο πατέρας μου, που λεγόταν Δημήτρης, σαν και μένα. Είχαμε πάει μαζί με τη μητέρα μου και τον Χαράλαμπο και βρήκαμε εκεί μαζεμένους πολλούς: διευθυντές άλλων τραπεζών, τον Νομάρχη, τον Δεσπότη, τον υποδιοικητή της Αστυνομίας, που συζητούσαν ζωηρά. Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» το Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, όλοι περιμέναμε πως οι Ιταλοί θα μας χτυπούσαν, αλλά τούτοι εδώ πίστευαν πως ο πόλεμος θα διαρκούσε λίγες μέρες.

«Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες» έλεγε ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας

Ο Γράβαλης, που έβγαζε την εφημερίδα «το Φως» είπε: «Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις την Ευρώπην, ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν»

Είδα πως η μητέρα μου κοίταζε με μεγάλη ανησυχία τον πατέρα μου, γιατί φοβόταν πως δε θα κρατιόταν άλλο και θα ξεσπούσε. Έτσι με νοήματα συνεννοήθηκε μαζί του και με τον Χαράλαμπο και σηκωθήκαμε όλοι, τους χαιρετήσαμε και φύγαμε.

Γυρνώντας στο σπίτι τους άκουσα να κουβεντιάζουν. Ο πατέρας μου ήταν πολύ στεναχωρημένος: «Να δεις που θα μας πουλήσουν στους φασίστες, είναι βλέπεις σαρξ εκ της σαρκός τους» είπε του Χαράλαμπου. Εκείνος όμως, που είχε σπουδάσει τέσσερα χρόνια στην Ιταλία δε συμφώνησε μαζί του. Τον άκουσα που του έλεγε.

«Ξέρεις, μπορεί ο Μεταξάς να είναι φασίστας, αλλά αντίθετα με τον Μουσολίνι, την εξουσία του τη χρωστά στο βασιλιά, δηλαδή στους Άγγλους».

Με τις σκέψεις αυτές, έφτασα στο Γυμνάσιο, όπου βρήκα όλα τα παιδιά να συζητάνε ζωηρά. Χτύπησε το κουδούνι και παραταχθήκαμε για την προσευχή, κατόπιν όμως αντί να μπούμε στις τάξεις, ο Γυμνασιάρχης μας είπε πως δε θα γινόταν μάθημα, αλλά να ξανάρθουμε χωρίς τις τσάντες μας στις 12 η ώρα για να παρελάσουμε.

Με τον Κώστα και τον Στράτο, που ήμασταν γειτονόπουλα, γυρίσαμε μαζί στα σπίτια μας. Η είδηση πως είχαμε πόλεμο δε μας είχε τρομάξει αλλά πάντως μας επηρέασε και έτσι δεν κάναμε τις καθιερωμένες μας σκανταλιές, που συνοδεύαν απαραίτητα τον γυρισμό μας από το σχολείο. Δεν αγριέψαμε, γαβγίζοντας, το σκύλο του γιατρού του Αθανασίου, δε χτυπήσαμε επίμονα το κουδούνι στην εξώπορτα της κυρίας Ευτέρπης, που έμενε στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού της και δε σπρώξαμε τα σκουπίδια που μάζευε η κυρία Γκόλφω, από την πόρτα της στην διπλανή πόρτα του κυρίου Κοντοπιάδη. Μπαίνοντας στο δρομάκο μας, τα τέσσερα ραδιόφωνα της γειτονιάς παίζανε δυνατά δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια.

Καθώς δεν είχα φάει φεύγοντας έπεσα με τα μούτρα στην ομελέτα που μου έφτιαξε στα σβέλτα η μητέρα μου. Έτρωγα όταν μπήκε ο πατέρας μου: «Θα ξαναπάω στο Γυμνάσιο, γιατί θα κάνουμε παρέλαση» τους ανακοίνωσα.

«Πατριώτης θα μου γίνεις τώρα;» μου έβαλε πάγο η μητέρα μου, που δυσφορούσε με τις παρελάσεις που κάθε λίγο και λιγάκι οργάνωνε η ΕΟΝ και μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε. Μου έκανε εντύπωση η κουβέντα του πατέρα μου, που τον ήξερα πως ήταν αριστερός και μισούσε το Μεταξά και την 4η Αυγούστου. «Όλοι μας είμαστε σήμερα πατριώτες» της λέει.

Στο Γυμνάσιο μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά και ο γυμναστής μας μας είπε να παραταχθούμε κατά τάξεις. Μπήκε μπροστά η μπάντα των προσκόπων (τι μπάντα δηλαδή, την αποτελούσαν δυο τυμπανιστές, δυο σαλπιγκτές κι ένας που χτυπούσε να πιάτα) και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από την αυλή του Γυμνασίου είδαμε πως η Προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο.  Λες και όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Παντού επικρατούσε ο ίδιος ενθουσιασμός.

Από τα ραδιόφωνα των καφενείων και των άλλων κέντρων της Προκυμαίας, που παίζανε στη διαπασών, ακούγονταν δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Μου έκανε εντύπωση πως δεν έπαιξαν ούτε το «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» ούτε το «Εμπρός για μια Ελλάδα νέα» που ήταν τα καθιερωμένα εμβατήρια των παρελάσεων της ΕΟΝ, αλλά παλιά εμβατήρια, που εμείς δεν τα ξέραμε. Μερικά εγώ τα άκουγα να τα τραγουδά, όταν ερχόταν στο κέφι, ο θείος μου ο Αντρέας, που ήταν αξιωματικός, απότακτος του κινήματος του ΄35. Πιο πολύ όμως παίζανε δημοτικά τραγούδια, που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πανηγυριού.

Το βράδυ μαζεύτηκαν στο σπίτι μας συγγενείς και φίλοι  για να ακούσουμε τις ειδήσεις και να σχολιάσουν την κατάσταση. Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι. Τους είχε συνεπάρει ο ενθουσιασμός με τον οποίον ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο Κανόνης ως σπουδάσας στην Ιταλία, ανάπτυξε την άποψή του

«Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και στα μετόπισθεν φροντίζουν να μένουν»

Ο θείος Ανδρέας μας είπε ότι είχε παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο κι είχε ζητήσει να καταταγεί έστω και απλός στρατιώτης. Του είπανε πως τους απότακτους του κινήματος αξιωματικούς θα τους αντιμετώπιζαν ομαδικά και όχι μεμονωμένα.  Ο θείος Θόδωρος μας είπε ότι όπως άκουσε στην αγορά οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές και τις εξορίες είχαν επίσης ζητήσει να στρατευτούν για να πολεμήσουν. Μου έκανε εντύπωση το ξέσπασμα του θείου Αντρέα, όταν ακούσαμε από το ραδιόφωνο πως Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος

«Φτου! Τον πιο απόλεμο αξιωματικό βρήκαν να βάλουν;» και στράφηκε στον πατέρα μου. «Ξέρεις, βρε Νίκο, δεν έχει ποτέ του διοικήσει μεγάλη μονάδα».

 

Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα του πολέμου.

 

Η πρώτη μέρα των Ιταλικών βομβαρδισμών στην Πάτρα (Πηγή: onalert)

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος ήταν μαθητής της τετάρτης δημοτικού όταν βομβαρδίστηκε η Πάτρα, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Το σχολείο του βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου έπεσαν βόμβες από τα ιταλικά αεροπλάνα και παρά το μικρό της ηλικίας του, οι πρώτες ώρες του βομβαρδισμού έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη του σαν κινηματογραφική ταινία.

Αυτές τις στιγμές περιγραφεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπως και τα όσα διαδραματίστηκαν πριν από 75 χρόνια στη βομβαρδισμένη πόλη. Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος είχε το θάρρος, όχι μόνο να βρεθεί στο σημείο που έπεσε μία από τις βόμβες, αλλά και να περπατήσει μόνος του μέσα στην πόλη, μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του. Άλλωστε, η σύλληψη του πατέρα του από την αστυνομία, λόγω των δημοκρατικών πεποιθήσεών του, μία εβδομάδα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αλλά και η έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στη σχολική τσάντα του, άρχισαν να χαράσσουν βαθιά στη μνήμη του όσα ξεκινούσαν να διαδραματίζονται.

Επίσης, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και για την κοινότητα των Ιταλοπατρινών, που τότε έφθαναν περίπου τους 10.000.
Η Πάτρα ήταν η πρώτη πόλη που βομβάρδισε η ιταλική αεροπορία λίγες ώρες αφότου ξέσπασε ο πόλεμος και ο ίδιος θυμάται:

«Στις 8 το πρωί ξεκίνησα από το σπίτι μου, που τότε βρισκόταν στην οδό Παπαρρηγοπουλου, στο κέντρο της πόλης, για να πάω με τα πόδια στο σχολείο μου το “Στρούμπειο” δημοτικό, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Σατωβριάνδου. Φθάνοντας στην πλατεία Όλγας, σταμάτησα στο περίπτερο του Τσακανίκα, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ρήγα Φεραίου και Κολοκοτρώνη. Εκεί συζητούσαν κάποιοι άνδρες γύρω από το περίπτερο και άκουσα τη λέξη “πόλεμος”. Συνέχισα τη διαδρομή μου για το σχολείο και πριν μπούμε στις αίθουσες, την ώρα δηλαδή της προσευχής, μας έβγαλε λόγο μία δασκάλα. Θυμάμαι και το όνομά της, η κυρία Κλεονίκη. Μας μίλησε για την πατρίδα μας, την ελευθερία, για τον πόλεμο που είχε κηρυχθεί, αλλά και για αγώνες. Όμως, εμείς δεν ξέραμε τι πάει να πει πόλεμος, δεν τα ξέραμε αυτά, δεν τα καταλαβαίναμε. Στο πρώτο διάλειμμα, λίγο μετά τις 9 το πρωί, θυμάμαι την πρώτη εικόνα. Εκεί είδα σε μία γωνία του προαυλίου τον συμμαθητή μου τον Λορέντζο, που ήταν Ιταλοπατρινός, να τον έχουν στριμώξει κάποια παιδιά και να τον βρίζουν, χωρίς όμως να τον προπηλακίζουν. Μόλις πήγα να τον πλησιάσω, γιατί πάντα τον έβλεπα με καλή διάθεση, ακούσαμε έναν βόμβο να έρχεται από τον ουρανό, χωρίς να ξέρουμε τι είναι. Σε λίγο είδαμε να εμφανίζονται πάνω από τα κεφάλια μας αεροπλάνα. Είχαμε ακούσει για αεροπλάνα, αλλά τα βλέπαμε για πρώτη φορά. Τότε αποσπάστηκε η προσοχή μας από τον Λορέντζο και κοιτούσαμε συνεχώς προς τον ουρανό. Βλέποντας λοιπόν τα αεροπλάνα, διακρίναμε στην ουρά τους έναν σταυρό και πιστέψαμε πως ήταν ελληνικά. Έτσι αρχίσαμε να τα χαιρετάμε, φωνάζοντας ταυτόχρονα “ζήτω”. Το βλέμμα μου είχε “κολλήσει” πάνω στα αεροπλάνα, που πετούσαν στο ύψος της ακτογραμμής της Πάτρας. Εκείνη τη στιγμή, βλέπω να πέφτει από ένα αεροπλάνο ένα μαύρο πράγμα και φωνάζω: “Κάποιος πήδηξε από το αεροπλάνο”. Δεν πήγε το μυαλό μας ότι ήταν βόμβα, που ξεκίνησε να πέφτει. Τελικά, ήταν η πρώτη βόμβα που έπεσε στην Πάτρα, κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία, στη διασταύρωση των οδών Αγίου Ανδρέου και Σατωβριάνδου. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι είχε γίνει, η βόμβα είχε πέσει. Ακούσαμε έναν τρομερό θόρυβο και είδαμε μία μαύρη στήλη καπνού, σαν πίδακας. Ταυτόχρονα, άρχισαν να σπάνε τα τζάμια του σχολείου και να τραυματίζονται παιδιά. Τότε δημιουργήθηκε πανικός και τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Εγώ, όμως, όχι. Δεν φοβήθηκα, γιατί πίστεψα πως ήταν κανονιά από τα αντιαεροπορικά που είχαμε ακούσει ότι είχαν τοποθετηθεί στον κυματοθραύστη του λιμανιού. Αμέσως μετά πήγα στην αίθουσα, πήρα τη σάκα μου και έφυγα από το σχολείο».

Όμως, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δεν πήγε προς το σπίτι, όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Ήθελε να δει από κοντά τι είχε συμβεί: «Αντί, λοιπόν, να πάω στο σπίτι μου, κατέβηκα την οδό Σατωβριάνδου και κατευθύνθηκα προς την Αγγλικανική Εκκλησία για να δω τι είχε γίνει εκεί κάτω, από όπου είχε ακουστεί το μεγάλο μπουμ. Πλησιάζοντας προς την εκκλησία, είδα γκρεμισμένους τοίχους και έναν μεγάλο λάκκο, επί της οδού Αγίου Ανδρέου, από όπου είχε αρχίζει να αναβλύζει νερό, διότι προφανώς είχε χτυπηθεί κάποιος αγωγός ύδρευσης. Ήταν ακριβώς το σημείο όπου είχε πέσει η βόμβα». «Δεν εντυπωσιαζόμουν με αυτά που έβλεπα και αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι μου» αναφέρει. Τότε ήταν που είδε από κοντά ένα από τα θύματα του βομβαρδισμού. «Προχωρώντας, είδα σε μία γωνία έναν άνθρωπο που έμοιαζε με ζητιάνο. Άλλωστε η Πάτρα τότε ήταν γεμάτη με ζητιάνους. Ο άνθρωπος αυτός καθόταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο. Πλησιάζοντας προς το μέρος του, είδα πως ήταν ακρωτηριασμένος, μέσα σε μία λίμνη αίματος. Αυτός ήταν ένας από τους “τύπους” της Πάτρας, ο “Γιάννης ο Θεός”, όπως τον αποκαλούσαν, γιατί γύριζε μέσα στην πόλη, αγόρευε και έλεγε πως ήταν ο Θεός» προσθέτει.

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος συνέχισε τη διαδρομή του μέσα στη βομβαρδισμένη πόλη και έπειτα από λίγη ώρα έφθασε στο σπίτι του. «Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν δάσκαλος, δεν βρισκόταν στο σπίτι διότι είχε συλληφθεί μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου, διότι ήταν αριστερός. Η μητέρα μου, που ήταν και αυτή δασκάλα σε σχολείο στην περιοχή του Ζαβλανίου, όταν έφθασε στο σπίτι, δεν με βρήκε εκεί και πίστεψε πως είχα σκοτωθεί. Όταν, λοιπόν, με είδε να μπαίνω απαθέστατος στο σπίτι, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει και να με αγκαλιάζει. Σε λίγη ώρα ήλθε στο σπίτι μας η γυναίκα ενός αξιωματικού της αστυνομίας που έμενε δίπλα μας και είπε στη μητέρα μας να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για να φύγουμε. Τι είχε γίνει. Ο αστυνομικός είχε επιτάξει ένα από τα ελάχιστα αστικά λεωφορεία για να μεταφέρει την οικογένειά του ίδιου, αλλά και τους γείτονες της οδού Παπαρρηγοπούλου, μακριά από το κέντρο της Πάτρας. Μπήκαμε, λοιπόν, στο λεωφορείο, το οποίο άρχισε να διασχίζει το κέντρο της πόλης, με προορισμό κάποια γειτονική κοινότητα. Όταν φθάσαμε στην οδό Γούναρη, λίγο πιο πάνω από το δικαστικό μέγαρο, είδαμε ένα άλλο λεωφορείο, γεμάτο επιβάτες, να καίγεται. Εκείνη τη στιγμή, ο οδηγός του λεωφορείου άρχιζε να φωνάζει και να μας ζητάει να μην ακουμπάμε ότι είναι μεταλλικό. Εκεί είχε πέσει μία ακόμη βόμβα, με αποτέλεσμα να πιάσει φωτιά το λεωφορείο και να πέσουν στο οδόστρωμα τα καλώδια του δικτύου ηλεκτρισμού. Αφού καταφέραμε να περάσουμε, χωρίς να πάθουμε κάτι, συνεχίσαμε προς την περιοχή της Οβρυάς. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής βλέπαμε πάρα πολλούς ανθρώπους να κατευθύνονται πεζοί προς περιοχές εκτός Πατρών για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς. Όταν, λοιπόν, φθάσαμε στην Οβρυά, μείναμε στο σπίτι των κουμπάρων μας, όπου εκεί αισθανόμασταν πιο ασφαλείς» επισημαίνει.

 

Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος, «τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν πάλι την Πάτρα δύο ακόμη φορές, μέσα στις επόμενες ημέρες, αλλά η πόλη ήταν σχεδόν άδεια, αφού οι περισσότεροι είχαν φύγει». Όμως κάποιοι, σύμφωνα με τον ίδιο, «που αποφάσισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, για να τα κλειδώσουν και να πάρουν κάποια ρούχα συνάντησαν μόνο γάτες, που περιπλανιόντουσαν στους δρόμους».

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος θυμάται πως την πρώτη ημέρα του πολέμου έπεσαν πολλές βόμβες στην Πάτρα, αλλά εκείνο που του έκανε εντύπωση είναι ότι βομβαρδίστηκε και η ιταλική συνοικία της πόλης, που βρισκόταν κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία. Μάλιστα, «πάνω από 30 Ιταλοπατρινοί έχασαν εκείνη την ημέρα τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων». Όπως θυμάται, «μία ακόμα βόμβα που έπεσε στην περιοχή της Τριών Ναυάρχων, κτύπησε ένα μηχανουργείο ιδιοκτησίας Ιταλοπατρινών».

«Ήταν τόσες πολλές οι βόμβες που έπεσαν εκεί που έμεναν οι Ιταλοπατρινοί, λες και τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν βάλει στο στόχαστρό τους την συγκεκριμένη περιοχή» σημειώνει και συνεχίζει: «Τότε στην Πάτρα των 60.000 κατοίκων, οι 10.000 ήταν Ιταλοπατρινοί και μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, η αστυνομία συνέλαβε όσους μπορούσε από αυτούς που μιλούσαν ιταλικά ή ήξεραν πως ήσαν Ιταλοί και τους έκλεισαν στο σημερινό σχολικό συγκρότημα “Τεμπονέρα”. Εκεί είχε δημιουργηθεί το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιταλοπατρινών. Ένας από τους στρατιώτες-φρουρούς τού στρατοπέδου ήταν αδελφός του πατέρα μου και μου περιέγραψε, μετέπειτα, πώς ήταν εκεί μέσα η κατάσταση. Πολλοί, λοιπόν, φώναζαν “γιατί μάς πιάσατε, εμείς δεν είμαστε Ιταλοί, είμαστε καθολικοί, αλλά είμαστε Ελληνες, έχουμε διαβατήριο και ταυτότητα ελληνική”». Σε αυτό το σημείο, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος επισημαίνει ότι το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε φτιάξει, προ του πολέμου, στην Πάτρα μία φασιστική ομάδα, το λεγόμενο «Φάτσιο». «Ορισμένοι νεολαίοι φασίστες κατάφεραν να κρυφτούν την πρώτη ημέρα του πολέμου και μάλιστα επιτέθηκαν στην έδρα του 12ου Συντάγματος στην περιοχή των συνόρων, όπου εκεί έγινε μία μικροσυμπλοκή και σκότωσαν με μία χειροβομβίδα έναν Έλληνα δεκανέα. Παράλληλα, τα περισσότερα μέλη του “Φάτσιο” είχαν συγκεντρωθεί σε μία βίλα στην περιοχή που σήμερα είναι το νοσοκομείο “Άγιος Ανδρέας”. Όμως εκεί πήγε η αστυνομία και τους συνέλαβε».

«Θέλω να σταθώ και σε ένα ακόμη γεγονός της πρώτης ημέρας του πολέμου», τονίζει: «Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα τα δύο σχολεία που φοιτούσαν τα παιδιά των Ιταλοπατρινών ήταν κλειστά. Κάποιοι είχαν πει πως οι Ιταλοί τούς είχαν ειδοποιήσει για τον βομβαρδισμό. Όμως, πρέπει να σας πω, ότι η 28η Οκτωβρίου ήταν ημέρα αργίας για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Οι φασίστες εκείνη την ημέρα εόρταζαν την κάθοδο των φαλαγγών από βορρά προς νότο, οι οποίες στη συνέχεια κατέλαβαν τη Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, εκείνη την ημέρα οι μαθητές των ιταλικών σχολείων είχαν πάει εκδρομή στο Χαλίλι, δηλαδή στη σημερινή Αρόη, ενώ στην συνοικία των Ιταλοπατρινών είχε γίνει μακελειό».

Ακόμη, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος περιγράφει πώς οι Ιταλοί εκτέλεσαν τον πατέρα του, Γιάννη Γεωργόπουλο, αφού γνώριζαν από τα έγγραφα της αστυνομίας πως ήταν αριστερός: «Κατά τη διάρκεια της κατοχής μέναμε σε ένα σπίτι στο Μιντιλόγλι, κοντά στην Πάτρα. Μία μέρα ήλθε ένας Ιταλός καραμπινιέρος και αναζητούσε τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμαθε ότι τον αναζητούσαν και όταν τον είδε τον Ιταλό τού φώναξε και του είπε ότι αυτός είναι ο Γεωργόπουλος που έψαχνε. Στη συνέχεια του είπε να καθίσει και ζήτησε από τη μητέρα μου να του φτιάξει καφέ. Φεύγοντας ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου να περάσει, όποτε μπορεί, από την ιταλική διοίκηση. Έπειτα από λίγες ημέρες ο πατέρας μου έμαθε ότι οι Ιταλοί είχαν συλλάβει έναν Γιάννη Γεωργόπουλο, επίσης δάσκαλο, και αμέσως κατάλαβε ότι είχαν συλλάβει λάθος άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι ήθελαν να συλλάβουν τον ίδιο, λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων. 

Πήρε, λοιπόν, τα απαραίτητα και πήγαμε μαζί μέχρι την ιταλική διοίκηση, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Πάτρα. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από τις σκάλες ένας κρατούμενος και ο πατέρας μου κατάλαβε πως ήταν ο συνονόματός του. Απευθυνόμενος προς τον διερμηνέα, του λέει πως “λάθος άνθρωπο συλλάβατε, διότι εγώ είμαι αυτός που θέλετε”. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον οδήγησαν στις φυλακές Μαργαρίτη, που βρίσκονταν στην οδό Λόντου, κοντά στο Κάστρο. Έπειτα από περίπου έναν χρόνο μετέφεραν τον πατέρα, μαζί με άλλους κρατούμενους, στην Ακροναυπλία, όπου έμειναν για μακρό χρονικό διάστημα. Στην συνέχεια τούς μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, έξω από τη Λάρισα. Το 1943 έγινε σαμποτάζ κοντά στο Κούρνοβο, όπου ανατινάχθηκε μία σήραγγα τη στιγμή που περνούσε ένα τρένο γεμάτο Ιταλούς. Σε αντίποινα οι Ιταλοί πήραν 106 κρατούμενους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας μου και τους εκτέλεσαν».

Κλείνοντας την αφήγησή του, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δίνει τη δική του ερμηνεία για τον ενθουσιασμό που επικρατούσε τις πρώτες ώρες από την έναρξη του πολέμου: «Είχε προηγηθεί ο τετραετής διωγμός των δημοκρατικών πολιτών από το καθεστώς του Μεταξά και ως εκ τούτουη 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η ημέρα που οι πολίτες απέκτησαν και πάλι ατομικές ελευθερίες. Αυτοί, λοιπόν, που μέχρι χθες τούς κυνηγούσαν, τους έβαζαν φυλακή και τους έδερναν, πήραν όπλο στα χέρια τους και πήγαιναν γεμάτοι ενθουσιασμό να πολεμήσουν τους φασίστες».

 
 
Η πρώτη μέρα του πολέμου του ’40 στα Μεσόγεια

 

Η αφήγηση αυτή του Σωτηρίου Αθανασίου Κόλλια έγινε στον γνωστό Μεσογείτη συγγραφέα Κωνσταντίνο Τσοπάνη ο οποίος την παραχώρησε ευγενικά για δημοσίευση στο notioanatolika.gr

«Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν μαθητής της Τρίτης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου Καλυβίων και θυμάμαι ότι εκείνη τη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου, καθώς παίζαμε με τα άλλα παιδιά στην αυλή του σχολείου στο διάλλειμα, ακούσαμε έναν πολύ δυνατό κρότοι από τη μεριά της Αθήνας που μας τρομοκράτησε όλους.

Οι δάσκαλοι έτρεξαν στην αυλή να μας μαζέψουν και να δουν τι είχε γίνει και τότε διακρίναμε ένα σμήνος αεροπλάνων που πετούσε επάνω από την Πεντέλη με πορεία προς τα Μεσόγεια.

Όταν έφτασαν στη Ρίζαγκιάκου είδαμε ότι ήταν δέκα αεροπλάνα που αφού πέρασαν πάνω από το Πανί έφυγαν προς Πελοπόννησο. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν τα πρώτα εχθρικά ιταλικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν μια στρατιωτική βάση στην Αθήνα.

Σε λίγο άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας κι ήρθε ένας από την πλατεία να μας ενημερώσει ότι είχαμε πόλεμο αφού οι Ιταλοί είχαν εισβάλλει στην Ήπειρο. Η ζωή μας όλη άλλαξε μέσα σε ένα λεπτό κι ο φόβος με τον πανικό πήραν τη θέση των παιχνιδιών.

Ο διευθυντής του σχολείου Διονύσιος Καμπάς έδωσε διαταγή να πάρουμε τα πράγματα μας και να πάμε αμέσως στα σπίτια μας. Καθ’ οδόν βλέπαμε τους δρόμους και την πλατεία να έχουν γεμίσει κόσμο αναστατωμένο που ρωτούσε να πληροφορηθεί τι γινόταν.

Η καμπάνα της εκκλησίας συνέχιζε να χτυπά και οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις δουλειές τους στα χωράφια και γύριζαν στο χωριό με τις σούστες, τα γαϊδούρια, με τα πόδια, να δουν τι γίνεται. Οι χωροφύλακες είχαν ξαμολυθεί στα σπίτια και μοίραζαν δελτία επιστρατεύσεως.

Το απόγευμα είχαν συγκεντρώσει στην πλατεία όλα τα άλογα και τα μουλάρια για να δούν ποια θα επιτάξουν για τον πόλεμο. Μια επιτροπή από αξιωματικούς του ιππικού διάλεγε κι έπαιρνε τα πιο γερά, αφήνοντας πίσω λιγοστά κι αδύνατα ζώα. Επίσης επίταξαν τα λιγοστά αυτοκίνητα που είχαν τότε οι Καλυβιώτες.

Εκείνο το βράδυ ζήσαμε τις πιο συγκινητικές σκηνές στην πλατεία του χωριού. Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα και οδυνηροί αποχαιρετισμοί των μανάδων και των παιδιών που έφευγαν για το μέτωπο.

Θυμάμαι το πρώτο αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει μπροστά στο καφενείο του Τασ Πέτρου, βόρεια της εκκλησίας και τον Δημήτρη Στ. Μιχάλη (Σταμαγκλιάτη) που ανέβηκε πρώτος στην καρότσα χορεύοντας και τραγουδώντας το τραγούδι «Του Αητού ο γυιός!» για να δώσει θάρρος και στους άλλους. Απέναντι, στα σκαλοπάτια της εκκλησίας καθόταν ο Τάσος Μ. Κόλλιας, ο βιολιτζής και τραγουδούσε το τσάμικο «Εμένα να με κλάψετε».

Μόλις το αυτοκίνητο γέμισε, ξεκίνησε για την Αθήνα και μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας ακούγαμε τον θόρυβο της μηχανής και τους άντρες να τραγουδούν το εμβατήριο. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες ημέρες έως ότου έφυγαν όλοι οι άνδρες για το μέτωπο και τις διάφορες υπηρεσίες του στρατού.

Οι δουλειές σταμάτησαν αφού δεν υπήρχαν άλογα για το όργωμα κι ήταν εποχή της σποράς, ενώ πίσω είχαν μείνει μόνο οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Και τα ιταλικά αεροπλάνα που έκαναν συχνές επιδρομές βομβαρδίζοντας ελληνικές βάσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Χασάνι (Ελληνικό), Τατόι κι όπου αλλού.

Μας βομβάρδιζαν ανηλεώς και θυμάμαι μια μέρα πριν προφτάσουμε να μπούμε στο καταφύγιο της Μαυρίκεζας, ένα ιταλικό αεροπλάνο που πετούσε χαμηλά μας εντόπισε κι άρχισε να μας πολυβολεί για να μας σκοτώσει κι ας ήμασταν άμαχος πληθυσμός.

Οι ξένοιαστες ημέρες με τις κυριακάτικες παρελάσεις της ΕΟΝ στην πλατεία που εντυπωσίαζαν τόσο εμάς τα παιδιά, είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Οι Ιταλοί εισβολείς μας έκλεψαν τα παιδικά μας χρόνια και μας έριξαν στην κόλαση του πολέμου για να δοξάσουν τον υπερφίαλο ηγέτη τους».

Ο γηραιότερος δημοσιογράφος στην Ελλάδα θυμάται

Την ημέρα του πολέμου

Ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού στρατεύθηκα, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον Αύγουστο 1940 και έλαβα μέρος στη Μάχη της Πίνδου. Τραυματίστηκα, προσθέτει, με διαμπερές τραύμα στα μαλακά του λάρυγγα στην Αλβανία και μετά από άδεια επανήλθα στο Κεντρικό Μέτωπο και έλαβα μέρος στην Απόκρουση της Εαρινής Επίθεσης του Μουσολίνι. Πιο αναλυτικά, ο ίδιος μας λέει, απαντώντας στο ερώτημα, πού βρισκόταν την πρώτη ημέρα του πολέμου με τους Ιταλούς το 1940, τα εξής:

«Βρισκόμουν από τις 26 Οκτωβρίου 1940 στο Αμύνταιο, ως ανθυπολοχαγός, διοικητής διμοιρίας του ΙΙ τάγματος του 52ου Συντάγματος Λαρίσης. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ακούμε τα κανόνια. Ήρθαν και πήραν από το Αμύνταιο όλο το Τάγμα με προορισμό την Καστοριά. Στο χωριό Βασιλειάδα της Καστοριάς και υπό τους ήχους των κανονιών, γυναίκες χωρίς κανένα φόβο και με χαμόγελα, μας κερνούσαν τσίπουρο και γλυκό του κουταλιού ευχόμενες καλή νίκη. Στη συνέχεια, υπό δυνατή βροχή και αφού βαδίζαμε όλη τη νύχτα μέσα στη λάσπη, φτάσαμε στο Νεστόριο, προς τα ξημερώματα οι πρώτοι και την άλλη μέρα το μεσημέρι, οι δεύτεροι? Συνεχίσαμε την πορεία μας, μέσα σε ρέματα και πλαγιές και καταλήξαμε στο Επταχώρι, με τη διμοιρία μου όπου τοποθετήθηκα ως προστασία της Ι Μεραρχίας. Εκεί πήραμε και το βάπτισμα του πυρός καθώς η Ι Μεραρχία έκανε και την πρώτη επίθεση κατά των Ιταλών».

Οι γυναίκες της Πίνδου

Ιδιαίτερη αναφορά ο Λάζαρος Αρσενίου κάνει, μετά από σχετική ερώτηση, για τις γυναίκες της Πίνδου.

Στο Επταχώρι, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, «Η νίκη της Ελλάδας το 1940-41 στον πόλεμο με την Ιταλία», τονίζει κατηγορηματικά, «γυναίκες περιποιούνται τραυματισμένους, άλλες ζυμώνουν μέρα νύχτα στον στρατιωτικό φούρνο που εγκαταστάθηκε κατόπιν στο χωριό, και τροφοδοτεί τον τομέα Πίνδου – Γράμμου, άλλες μαγειρεύουν ή εκτελούν ποικίλες εργασίες, απαραίτητες για τα τμήματα που μάχονται. Τις εργασίες αυτές έπρεπε να τις εκτελούν στρατιώτες. Αλλά με την εξέλιξη στο Κεντρικό Μέτωπο στάλθηκαν όλοι τους στην πρώτη γραμμή. Η παραμέληση της Πίνδου από την ηγεσία δημιούργησε και επ’ αυτού κενό, αλλά το κάλυψαν οι γυναίκες. Και μετέχουν έτσι και οι γυναίκες στη νίκη της Πίνδου». Εικοσιπέντε χρόνια περίπου αφού τελείωσε ο πόλεμος και είχα στη διάθεσή μου αυτοκίνητο επισκέφθηκα την περιοχή και τις πήρα συνέντευξη, συνομίλησα μαζί τους, προσθέτει με συγκίνηση. Οι γυναίκες είχαν να αφηγηθούν πολλά. Δυστυχώς δεν χωρούσαν όλα εδώ ενώ δεν έγινε προσπάθεια για να καταγραφούν και να μαθαίνουν όλοι την συμμετοχή των γυναικών της Πίνδου στον πόλεμο.

Παρακάτω παρουσιάζω κάποιες αφηγήσεις γυναικών, διαβάζοντάς τες από το παραπάνω βιβλίο μου:

«Η Κατερίνη Κωστάρα, 40 χρονών τότε, γυναίκα του προέδρου αφηγήθηκε:
– Εκεί που ήμασταν κρυμμένες στο δάσος με τα παιδιά, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε στο χωριό. Ήρθε, μας είπαν, ο στρατός μας και χρειάζεται να τον βοηθήσουμε. Πήραμε όλες θάρρος και γυρίσαμε. Όταν, κατόπιν, μας είπαν ότι η βοήθεια είναι να μεταφέρουμε πυρομαχικά, πήγαμε πρόθυμα όλες οι γυναίκες.

Η Γλυκερία Ευαγγέλου προσθέτει:
– Στην μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες, 20 μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στην μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από την μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας.

Η Βαγγελή Ντινολάζου, 34 χρονών τότε, με 5 παιδιά, γυναίκα του αγροφύλακα, μας είπε:
-Τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, δεπαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες».

Η Τιτανομαχία στο ύψωμα 731

Φυσικά ο Λάζαρος Αρσενίου, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην τιτανομαχία στο Ύψωμα 731.

«Στις έξι το πρωί της Κυριακής 9 Μαρτίου 1941 άρχισε θορυβωδώς η Εαρινή Επίθεση του Μουσολίνι. Ο τομέας της Ι Μεραρχίας συγκλονίζεται από τον άγριο βομβαρδισμό των 150 ιταλικών πυροβόλων. Στις 6:50 ο βομβαρδισμός επεκτείνεται στους τομείς των Μεραρχιών XV και XI. Με τις πρώτες οβίδες οι Έλληνες έτρεξαν στα χαρακώματα. Ξημερώνοντας πετούν 150 αεροπλάνα. Τα 90 είναι διωκτικά έναντι ουδενός ελληνικού. Αδειάζουν από μεγάλο ύψος βόμβες, φεύγουν, γυρίζουν ρίχνουν και άλλες, ξανά και ξανά, αλλά οι βόμβες τους κάνουν απλώς θόρυβο. Δεν πέφτουν σε στόχους. Ένα σμήνος το διοικεί ο κόμης Τσιάνο, Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, γνωρίζοντας ότι «τον καμαρώνει ο πεθερός του» από τη Ρέχοβα». Και συνεχίζει, όπως άλλωστε τα έχει γράψει ο ίδιος όπως μας είπε στο βιβλιαράκι του «Η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731»:

«Πρώτο κατά του 731 ρίχθηκε στις 9:30 της 9ης Μαρτίου τάγμα της Μεραρχίας «Πούλιε». Με την πεποίθηση ότι ο Μουσολίνι θα τσακίσει τώρα τους Έλληνες και βλέποντας οι Ιταλοί τις δικές τους, τις ιταλικές, οβίδες να πέφτουν σε ξένα κεφάλια, σε ελληνικά, προχωρούν με γέλια και τραγούδια. Απειροπόλεμα ξένοιαστα παλληκαρόπουλα της Ιταλίας προχωρούν με το θάρρος της άγνοιας των κινδύνων της μάχης που θα ακολουθήσει. Όταν έφτασαν σε απόσταση εφόδου από τις ελληνικές γραμμές το πυροβολικό τους διέκοψε τον βομβαρδισμό για λόγους ασφαλείας και έγινε σιγή, Οι επιτιθέμενοι συνεχίζουν να προχωρούν τραγουδώντας. Αλλά κάποια στιγμή νιώθουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Τα 160 ελληνικά κανόνια βάλλουν σχεδιασμένα την στενόμακρη έκταση μερικών στρεμμάτων μπροστά από το 731. Και βάλλουν σε όλο το έδαφος που πρέπει να προστατευθεί, με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούν και με ακρίβεια, δημιουργώντας μια κόλαση φωτιάς και εκρήξεων. Όσοι Ιταλοί δεν τραυματίστηκαν, όσοι δεν σκοτώθηκαν και όσοι δεν τρελάθηκαν βγήκαν τρέχοντας από εκείνον τον πρώτο κύκλο της κόλασης στην οποία τους είχαν ρίξει. Αλλά εκεί τους περίμενε δεύτερος κύκλος κόλασης. Δεκάδες πολυβόλα και οπλοπολυβόλα αερίζουν με διασταυρούμενα πυρά το πεδίο που πρέπει να περάσουν υποχρεωτικά οι επιτιθέμενοι. Οι σφαίρες δεν φαίνονται ούτε ακούγονται αλλά θερίζουν ανθρώπινες ζωές. Τα ιταλικά τάγματα είχαν μειωμένη δύναμη ήτοι 300 περίπου στρατιώτες το καθένα. Από τους 300 που επιτέθηκαν σώοι βγήκαν μόνο μερικές δεκάδες από εκείνον τον θερισμό θανάτου και τότε έπαθαν τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής τους».

Τα βιβλία του Λάζαρου Αρσενίου αποτελούν πηγή για Έλληνες και ξένους συγγραφείς, ενώ «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση» περιλαμβάνεται στο μάθημα για την Ευρωπαϊκή Αντίσταση, που διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι.

Ο Λάζαρος Αρσενίου τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, με μετάλλια του Δήμου Τρικκαίων (αργυρό και χρυσό), και με άλλα διαφόρων πόλεων και Οργανώσεων, καθώς και με την απονομή από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, Μεταλλίου του Ιδρύματος Μπότση για την προσφορά του στην πρόοδο της Δημοσιογραφίας. Στις 16-1-2015 ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό τού Τάγματος Τιμής για τη σημαντική προσφορά του. Έχει επίσης τιμηθεί με το «Βραβείο Φιλίας Τρικάλων» από τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ.

Η παρακαταθήκη του Έπους του 1940

Η ιστορική παρακαταθήκη του έπους του ’40

28η Οκτωβρίου 1940: Μέρες εθνικής έξαρσης και μεγαλείου

Γράφει ο Αθανάσιος Μπουρούνης

Είναι γεγονός ότι, έχουμε συνηθίσει να δίνουμε στις εθνικές επετείους είτε μυθικά στοιχεία, είτε χαρακτηριστικά μνημόσυνου.Γι’αυτό ίσως δεν μας αγγίζουν αρκετά.

Οι μεγάλοι δεν διδάσκονται από αυτές και οι νεότεροι δεν ενδιαφέρονται.

Κάπως έτσι, κάπου εκεί, γεννιέται ο εθνικισμός από τη μια και ο εθνομηδενισμός από την άλλη. Και τα δύο είναι αποτέλεσμα της έλλειψης παιδείας και ιστορικής συναίσθησης.

Η ιστορία πολλές φορές έχει αποδείξει ότι όταν συμπλέκονται τα μεγάλα κράτη, η θέση των μικρών κρατών είναι πάντοτε δύσκολη και μάλιστα όταν τα κράτη αυτά θεωρούνται εύκολη λεία.

Γίνεται ακόμα πιο δύσκολη είτε λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είτε όταν περιλαμβάνονται μέσα στους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των ισχυρών, ή όταν εξυπηρετούν από στρατηγική άποψη, τη διεξαγωγή του πολέμου μεταξύ των αντιπάλων.

Όταν στις 3 Σεπτέμβρη του 1938 άρχισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η Ελλάδα ήθελε να μείνει μακριά απ’ αυτόν και προσπάθησε να κρατήσει στάση ουδέτερη, πράγμα δύσκολο, γιατί οι διαθέσεις του Άξονα ξεπερνούσαν τα όρια της Ευρώπης και η Ελλάδα αποτελούσε γέφυρα για τις εξωευρωπαϊκές κατακτήσεις του.

Έτσι η επιθυμία της Ελλάδας για ουδετερότητα προσέκρουσε σε συνεχείς προκλήσεις, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού « Έλλη» στις 15 Αυγούστου και ξεπέρασαν κάθε όριο με το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου, που παρέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι.

Με αυτό ο Μουσολίνι απαιτούσε να επιτραπεί στον ιταλικό στρατό να καταλάβει διάφορες στρατηγικές θέσεις της χώρας, χωρίς όμως οι θέσεις αυτές να προσδιορίζονται.

Οι Ιταλικές θέσεις ήταν έτσι διατυπωμένες, ώστε να είναι βέβαιη η απόρριψή τους από την Ελλάδα.

Τις προθέσεις αυτές της Ιταλικής κυβέρνησης προδίδει το γεγονός , ότι η επίθεση έγινε πριν ακόμη λήξη η τρίωρη προθεσμία που όριζε το τελεσίγραφο για την ελληνική απάντηση.

Η απάντηση όμως δόθηκε αμέσως από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά και υπήρξε αρνητική:

«ΟΧΙ»!!!

Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου προκάλεσε ξάφνιασμα σ’ όλο τον κόσμο.

Η Ελλάδα βρέθηκε απότομα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινής γνώμης και πολλοί επιφανείς και σημαίνοντες άνθρωποι, έκριναν τον αγώνα της Ελλάδας ισάξιο με τα πολεμικά τρόπαια των αρχαίων Ελλήνων.

Όμως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες πολιτικές σκοπιμότητες ήρθαν να προσθέσουν αμφισβητήσεις και σύγχυση, κυρίως στους νεότερους που δεν είχαν επαρκή γνώση των πραγματικών γεγονότων.

Ειπώθηκαν μεταξύ των άλλων

– ότι ο Μεταξάς είπε ένα «ψιθυριστό» ΟΧΙ, συρόμενος από τα γεγονότα,

– ότι η αμυντική προετοιμασία της χώρας ήταν ανεπαρκής,

– ότι η στρατιωτική ηγεσία ήταν ανίκανη ή διαβρωμένη από ηττοπαθείς και τέλος,

– ότι εκείνο το οποίο απέκρουσε τους εισβολείς ήταν το «αντιφασιστικό μένος» του λαού.

Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα;

Χρήσιμο είναι εδώ να γίνει μια επισήμανση που συνήθως διαφεύγει από πολλούς και ταυτόχρονα προκαλεί επίσης κάποια σύγχυση.

Όπως αναφέρει ο υποστράτηγος ε.α. Ιωάννης Παρίσης, κάθε χρόνο κατά την επέτειο του ΟΧΙ ακούμε να επαναλαμβάνεται από διαφόρους είτε εκ προθέσεως είτε από αφέλεια, ότι «οι Έλληνες πολέμησαν εναντίων του φασισμού», ή ότι «η Ελλάδα είπε ΟΧΙ στο φασισμό».

Τίθεται εν προκειμένω το εύλογο ερώτημα:

Δηλαδή αν ο εχθρός είχε π.χ. δημοκρατικό πολίτευμα, θα τον αφήναμε να περάσει; Λάθος.

Η Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, πολέμησε έναν εχθρό, έναν ξένο εισβολέα που της επιτέθηκε και απείλησε την εδαφική της ακεραιότητα, χωρίς να τους ζητήσει … πιστοποιητικό κοινωνικώνφρονημάτων.

Θα έλεγε ΟΧΙ, οποιοσδήποτε και αν ήταν ο εισβολέας.

Η απάντηση αυτή όμως, διερμήνευσε και βρέθηκε σε σύμπνοια καιμε τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού Λαού.

Το Έθνος με πίστη και αποφασιστικότητα, ανταποκρίνεται στα ιστορικά του πεπρωμένα. Από τα βάθη των αιώνων, από το μακρινό παρελθόν, ακούγεται πάλι ο αντίλαλος της ύψιστης εθνικής προσταγής: «Ίτε παίδες Ελλήνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Είναι επιβεβλημένο επίσης να αναφέρουμε ότι, η απάντηση αυτή απαιτούσε βέβαια θυσίες, τις οποίες δέχθηκε πρόθυμα ο ελληνικός λαός.

Τι έπρεπε να θυσιάσει τότε το έθνος και ο καθένας απλός και άσημος πολίτης;

Πρώτα-πρώτα τη γαλήνη του γιατί έμπαινε σε πόλεμο.

Ύστερα την εργασία του, την οικογενειακή του θαλπωρή, τα προσωπικά του σχέδια και όνειρα.

Εκείνη όμως την κρίσιμη στιγμή τα όνειρα όλων των Ελλήνων συνέπεσαν στη λαχτάρα να διαφυλαχθεί η ελευθερία και η ακεραιότητα της χώρας.

Ήταν λοιπόν πρόσκληση για θυσία, θραύση του ατομισμού και απαίτηση για ενότητα εθνική, για συνεργασία σε αγώνα υπέρ πάντων.

Ο ελληνικός λαός ανταποκρίθηκε σ’ αυτό το κάλεσμα και στο μέτωπο του πολέμου γράφτηκαν αξεπέραστες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας.

Τα πρώτα αποτελέσματα αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, την υπεροχή του πνεύματος απέναντι στην ύλη.

Σπάνια το δίκαιο και η ισχύς πραγματοποίησαν ένωση τόσο αρμονική, όσο στον Έλληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.

Μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, οι σύμμαχοι στην Ευρώπη είχαν γνωρίσει μόνο ήττες και καταστροφές. Η ελληνική νίκη προκάλεσε παγκόσμια κατάπληξη. Πολλοί την αποκάλεσαν θαύμα.

Είναι γνωστό πως οι Ιταλοί πολέμησαν με αριθμητικά υπέρτερο στρατό και με υπεροχή τεχνικών μέσων και οπλικών συστημάτων.

Είναι επίσης γνωστό ότι ο Ιταλικός Στρατός δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Προ πάντων δεν ήταν ένα στράτευμα«δηλών» και «φαιδρών», όπως τους παρουσίαζαν οι γελοιογράφοι της εποχής, ούτε φυσικά ήταν οι«γελοίοι» των τραγουδιών και των επιθεωρήσεων.

Αναμφισβήτητα, οι γελοιογραφίες, τα τραγούδια και οι θεατρικές παραστάσεις, αποτέλεσαν χρήσιμα μέσα για την τόνωση του ηθικού των ημετέρων και ορθότατα η τότε ηγεσία τα χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο της δημιουργίας κλίματος ευφορίας, ενθουσιασμού και πίστης στη νίκη.

Από την πλευρά της η στρατιωτική ηγεσία, γνώριζε πολύ καλά τα πραγματικά στοιχεία ισχύος και με βάση αυτά σχεδίαζε.

Και τούτο διότι η νίκη είναι αποτέλεσμα ορθής και λεπτομερούς επινόησης και δαπανηρής σχεδιάσεως και προετοιμασίας, καθώς και μιας επιδέξιας διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, ή ορθότερα μιας περισσότερο επιδέξιας διεξαγωγής, από εκείνην του αντιπάλου.

Επιπλέον το ηθικό και το φρόνημα δεν είναι έννοιες αυθύπαρκτες.

Καλλιεργούνται, αναπτύσσονται και συντηρούνται, ώστε να παραμένουν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.

Είναι αποτέλεσμα συστηματικής προσπάθειας, επιτυχημένης συνοχής και κατάλληλων χειρισμών της στρατιωτικής ηγεσίας.

Από την άλλη, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διεξαγωγή του πολέμου απαιτεί μέσα, υλικά, σχεδίαση, διοίκηση και κατεύθυνση.

Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο και απορρέει από επίσημα ιστορικά στοιχεία, ότι πίσω από τη νίκη κατά των Ιταλών, υπήρχε μια άριστη προετοιμασία από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και τηςστρατιωτικής ηγεσίας.

Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί είχαν προετοιμαστεί για μια αποστολή «ειρηνικής κατοχής», ή το πολύ – πολύ να αντιμετωπίσουν κάποια αντίσταση για την τιμή των όπλων.

Αντί αυτού όμως, βρέθηκαν έναντι αντιπάλων με πολύ υψηλό ηθικό, μεγάλη σωματική αντοχή και καλά εκπαιδευμένων. Αλλά και με μια ηγεσία που ήξερε καλά τη δουλειά της.

Μέρα με τη μέρα τα ελληνικά στρατεύματα σημείωναν και μια νίκη και ανάγκασαν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν.

Το έπος της Αλβανίας που ακολούθησε έχει τόση μεγαλόπρεπη εμφάνιση με τις άπειρες λεπτομέρειές του, που είναι αδύνατο να υπάρξει εκφραστικός τρόπος να το απεικονίσει σωστά.

– Ο Έλληνας φαντάρος του μετώπου της Αλβανίας με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα,

– η ηρωική μορφή της Ελληνίδας-γυναίκας που κουβαλούσε στην πλάτη της τα πυρομαχικά, σκαρφαλώνοντας στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου,

– τα παιδιά που πήγαιναν το ψωμί, ως και οι γέροντες που μπόρεσαν να κατρακυλήσουν μια πέτρα στον αναρριχόμενο εχθρό,

κέρδισαν τη μάχη της Πίνδου και έδειξαν στους περιώνυμους λαούς της Ευρώπης πώς υπερασπίζεται κανείς τα εδάφη του απέναντι στην αυθάδεια και τη μεγαλοστομία.

Χάρη στο ακατάβλητο θάρρος, στο υψηλό ηθικό στρατού και λαού, στο απαράμιλλο πνεύμα αυτοθυσίας των Ελλήνων, αλλά και την κατάλληλη προετοιμασία και διοίκηση της μάχης σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, συνετρίβησαν τα σχέδια αλλά και τα όνειρα των Ιταλών να καταγάγουν αποφασιστική νίκη πριν από την εισβολή των Γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα.

Το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας γίνεται το φωτεινό σημάδι, γίνεται ο Ήλιος που καταυγάζει το δρόμο των ηρώων αγωνιστών και τους οδηγεί μέσα από τη θυσία στην εκπλήρωση του ύψιστου χρέους.

Για το γεγονός αυτό έγραψαν χαρακτηριστικά οι Τάιμς του Λονδίνου: «η ξένη τυραννία δεν πραγματοποίησε μεγαλύτερη πρόοδο εναντίον του πρώτου προμάχου των Ελευθεριών στην Ευρώπη από όση οι Πέρσες, όταν πριν από 2500 χρόνια κατατροπώθηκαν από τους Έλληνες παρά την καταπληκτική τους υπεροπλία στην ξηρά και τη θάλασσα».

Στις 6 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ προσβάλλει τα οχυρά των Ελληνoβουλγαρικών συνόρων με τρομακτικές δυνάμεις.

Και αυτή την επίθεση ο Ελληνικός στρατός και σύσσωμος ο Λαός την υποδέχθηκε με την ίδια υψηλοφροσύνη.

Στις 7 και 8 Απριλίου ο αγώνας υπήρξε ηρωικός, έτσι ώστε ο Χίτλερ στις 4 Μαΐου, μιλώντας στο Ράιχσταγκ είπε:«η Ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι απ’ όλους τους αντιπάλους τους οποίουςαντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης ιδιαίτερα πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία».

Μπροστά όμως στον υπέρμετρο ναζιστικό στρατό και εξοπλισμό, ο ελληνικός στρατός, τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Όμως ο αγώνας συνεχίστηκε.

Ο συμμαχικός στρατός μαζί με τον Ελληνικό μεταφέρθηκε στην Κρήτη και με τη βοήθεια του κρητικού λαού συνέχισαν τις επιθέσεις κατά των Γερμανών μέχρι τις 24 Μαΐου 1941.

Οι Γερμανοί χάνουν επίλεκτες δυνάμεις τους στην ξηρά και παράλληλα η Ελληνική αεροπορία και ο στόλος, κατορθώνουν συνέχεια νικηφόρες επιχειρήσεις.

Η δράση των αντιτορπιλικών και υποβρυχίων μας, υπήρξε αξιοθαύμαστη.

Όμως στο τέλος καταρρεύσαμε.

Αλλά είναι μερικές αποτυχίες που αξίζουν όσο και οι λαμπρότερες νίκες.

Οι 55 μέρες της Γερμανικής επίθεσης ήταν ήδη χρόνος αρκετός για να διευκολυνθούν οι συμμαχικές δυνάμεις της Αφρικής και να αναβληθεί η γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση μέχρι τέλος Ιουνίου, για να καταφθάσει εν τω μεταξύ ο βαρύς ρωσικός χειμώνας που παρέλυσε τη δράση των επιτιθεμένων και συνέβαλε έμμεσα στην ήττα των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, γεγονός που αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι Ρώσοι.

Ο ηρωικός αγώνας της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Έχει όμως και ευρύτερη ιστορική σημασία, γιατί επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του.

Του ανήκει έτσι περίβλεπτη θέση στη γενικότερη σύγχρονη ιστορία.

Ακολουθεί ο καιρός της δοκιμασίας για τον ελληνικό λαό. Δίσεκτοι χρόνοι στερήσεων, ταπεινώσεων, πείνας και θανάτου.

Ακολουθούν τα πικρά χρόνια της κατοχής, όπου άνδρες γυναίκες και παιδιά έπιασαν μετερίζι μέσα στις πόλεις. Πίσω από τα κλειστά παράθυρα, τους ραγισμένους τοίχους, τα σκοτεινά σοκάκια, τους κάμπους και τα βουνά, ο αγώνας συνεχίζεται.

Το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων δεν κάμφθηκε , αλλά εξακολούθησε να μάχεται τον εχθρό με τη μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση.

Ο αγώνας εκδηλώθηκε με εκδόσεις παράνομων εντύπων, με φυγαδεύσεις ή περιθάλψεις καταδιωκομένων και με τη δράση διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων.

Βέβαια οι Γερμανοί αντέδρασαν με φυλακίσεις αθώων, απάνθρωπα βασανιστήρια και ομαδικές εκτελέσεις. Για αντίποινα ολόκληρα χωριά χάθηκαν όπως Δίστομο, Δοξάτο και Καλάβρυτα. Χιλιάδες Έλληνες οδηγήθηκαν στα Γερμανικά στρατόπεδα.

Όλοι μας συναισθανόμαστε σε τι οφείλονται τα κατορθώματα της πανένδοξης εποχής. Οφείλονται στην αδιάσπαστη ενότητα και ομοψυχία του Έθνους μας και στην Ελληνική ψυχή που φλέγεται πάντοτε από τον πόθο της ελευθερίας.

Η σημερινή γιορτή δεν γίνεται μόνο για να δρομολογήσουμε κατορθώματα και θυσίες, αλλά για να αισθανθούμε κυρίως εμείς οι νεότεροι, την κοινωνική σημασία της 28ης Οκτωβρίου 1940 και να αντλήσουμε δυνάμεις.

Αυτό το μεγάλο, ασύγκριτο ιστορικό γεγονός, δεν πρέπει να γίνεται επίσημη μόνο στιγμή, λαμπρή γιορτή και λόγος πανηγυρικός και ύστερα παρελθόν.

Δεν πρέπει να φεύγει από εμάς, από τη ζωή μας, τη σκέψη μας, αλλά να έρχεται προς εμάς, να μένει κοντά μας σαν ζωντανή μνήμη, σαν αυστηρή εντολή και να μας κάνει ανθρώπους αληθινούς.

Την πολεμική Ιστορία των λαών, την πλάθουν πολλές δυνάμεις: η ματαιοδοξία, η φτώχεια, η απληστία, η τραυματισμένη αξιοπρέπεια.

Η τραυματισμένη αξιοπρέπεια είναι η πιο ανίκητη δύναμη. Είναι η δύναμη της αδυναμίας. Η πιο αποτελεσματική ανάμεσα σε όλες.

Ο άνθρωπος που δεν έχει χάσει την ανθρωπιά του, δούλος δεν γίνεται. Η έννοια του ανθρώπου και η έννοια της ελευθερίας είναι δύο έννοιες ταυτόσημες. Ο ελεύθερος άνθρωπος, ακόμη και όταν δεν κατορθώνει να αντιδράσει με τα μέσα της ενέργειας, ακόμη και όταν αναγκάζεται να σωπαίνει, διαμορφώνει έτσι τον εσωτερικό του κόσμο, ώστε να αποτελεί ολόκληρος ο εαυτός του μια διαμαρτυρία, μια ένταση.

Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν ευνοεί συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, συγκατατάσσεις. Όποιος συμβιβάζεται ακρωτηριάζεται.

Η 28η Οκτωβρίου 1940, έρχεται να συμπληρώσει μια μακρά αλυσίδα ηρωικών κατορθωμάτων και πράξεων αυτοθυσίας που διατρέχει ολόκληρη την ελληνική ιστορία.

Όμως αυτή τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με αυτό το πάθος, με αυτήν την έξαρση, δεν πρέπει να τη λησμονούμε ποτέ.

Ας είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στον κάθε επώνυμο ή ανώνυμο αγωνιστή, στον απλό άνθρωπο του λαού που κράτησε με μοναδική αυτοθυσία και ηρωισμό ψηλά τη σημαία του αγώνα και της εθνικής μας αντίστασης κατά του βάρβαρου κατακτητή.

Η Δημοκρατία, η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, η Αξιοπρέπεια είναι ιδανικά αθάνατα, είναι δυνάμεις ακατάλυτες. Θριάμβευσαν ανά τους αιώνες και θα εξακολουθούν να θριαμβεύουν, όσο υπάρχουν Έλληνες.

Η 28η Οκτωβρίου 1940, είναι η ιερή παρακαταθήκη της γενιάς μας και το τιμιότερο που εμείς μπορούμε να αφήσουμε στις άλλες.

Είναι η αθανασία και η αιωνιότητά μας.

– Ο κ. Αθανάσιος Μπουρούνης είναι Επίτιμος Δ/ντής Σχολικής Μονάδας Δ.Ε.

Το τέλος του πολέμου και η Κατακτηση της Ελλάδας από τους Ναζί

“10 Απριλίου 1941″

Μετά τήν συνθηκολόγηση μέ τήν Γερμανία παραδίδονται τά οχυρά Παλιουριώνες* καί Ρούπελ*. Οί Γερμανοί εκφράζουν τόν θαυμασμό τους στούς Ελληνες στρατιώτες, δηλώνουν ότι αποτελεί τιμή καί υπερηφάνεια τό ότι είχαν σάν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό καί ζητούν από τόν Ελληνα διοικητή νά επιθεωρήσει τόν Γερμανικό στρατό ώς ένδειξη τιμής καί αναγνωρίσεως! Η Γερμανική Σημαία υψώνεται μόνο μετά τήν πλήρη αποχώρηση τού Ελληνικού Στρατού.

Ένας Γερμανός αξιωματικός τής αεροπορίας εδήλωσε στόν διοικητή τής ομάδος μεραρχιών Ανατολικής Μακεδονίας αντιστράτηγον Δέδε ότι ό Ελληνικός Στρατός ήταν ό πρώτος στρατός στόν οποίον τά στούκας δέν προκάλεσαν πανικό.

“Οι στρατιώται σας” είπε, ”αντί νά φεύγουν αλλόφρονες, όπως έκαναν είς τήν Γαλλία καί τήν Πολωνία, μας επυροβόλουν από τας θέσεις των.”

 

Οχυρό Ρούπελ

Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων που έφερε το όνομα Γραμμή Μεταξά, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα. Το Ρούπελ, κατασκευασμένο στις δυτικές αντηρίδες του όρους Τσιγγέλι στον ποταμό Στρυμόνα , μαζί με το οχυρό Παλιουριώνες εξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.

 

Χρονικό οχυρού Ρούπελ (6 – 9 Απριλίου 1941)

6 Απριλίου

H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.

Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ

Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.

Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος

Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.

Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ

Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.

7 Απριλίου

Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μάλιστα στις 7 και 8 Απριλίου, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: “Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς“.

Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ.

Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.

8 Απριλίου

Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου.Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.

Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.

9 Απριλίου

Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ ζητώντας την παράδοση του οχυρού.

Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα “μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν“, σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: “Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος ώστε περιορισθεί σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία και ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος“.

 

Οχυρό Παλιουριώνες

Το οχυρό βρισκόταν βορειοανατολικά της κωμόπολης Νέο Πετρίτσι Σερρών.

Οι οχυρώσεις του αποτελούνταν από τρία συγκροτήματα και δύο μεμονωμένα πολυβολεία, με υπόγειες στοές που έφταναν τα 1762 μέτρα. Τα επιφανειακά του έργα ήταν, 4 απλά και 6 διπλά πολυβολεία, 2 σύνθετα πολυβολεία-παρατηρητήρια, 1 σύνθετο πολυβολείο-αντιαρματικό πυροβολείο, 1 σύνθετο πολυβολείο-βομβιδοβολείο, 1 αντιαεροπορικό πολυβολείο, 1 αντιαρματικό πυροβολείο, 1 μονό και 1 διπλό ολμοβολείο, 3 πολυβολεία πλαγιοφύλαξης, 7 παρατηρητήρια, 2 σταθμούς οπτικού, 4 απλές εξόδους, 1 έξοδος με πολυβόλο και 1 εξόδος με παρατηρητήριο και βομβιδοβολείο.

Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 πυροβόλα των 75mm, 1 αντιαεροπορικό των 20mm, 2 αντιαρματικά των 37mm, 3 όλμους των 81mm, 31 πολυβόλα, 16 οπλοπολυβόλα, 35 βομβιδοβόλα και επανδρώνονταν από 15 αξιωματικούς και 585 υπαξιωματικούς και οπλίτες.

 

 

Η 28η Οκτωβρίου θα φωτίζει των Ελληνισμό
Κάποιοι οραματίζονται την 28η Οκτωβρίου μια άχρωμη και απλή ημέρα
Του Δημήτρη Φανού

Κάθε τέτοια μεγάλη μέρα σαν τη χθεσινή, κάτι θεωρητικοί αριστεροί ξεκινούν από παραμονές, την γκρίνια…
Δεν είπε ο Μεταξάς το ‘’ΟΧΙ’’, ή δεν το είπε έτσι όπως μας το μάθανε στο σχολείο, ή η Ιστορία που μας μαθαίνουν στο δημοτικό και στο γυμνάσιο δεν είναι αληθινή, ή αυτές οι ταινίες του καθεστωτικού Τζέημς Πάρις με τον Πρέκα είναι προϊόν προπαγάνδας και ένα σωρό άλλες κενολογίες, που το μόνο το οποίο εισφέρουν στη δημόσια συζήτηση και τον ατομικό προβληματισμό, είναι το απόλυτο τίποτα!

Δυστυχώς, οι άνθρωποι και οι κύκλοι αυτοί, στην αγωνία τους να διαφοροποιηθούν και λανσαριστούν στο κοινό που νομίζουν ότι τους θαυμάζει, ως οι δύσπιστοι θωμάδες…,ή ανήσυχοι πολίτες που δεν καταπίνουν δήθεν εύκολα ο,τι τους πασσάρουν…, κάτι τέτοιες μέρες, βρίσκουν λόγο ύπαρξης!

Αρέσκονται ως νεοέλληνες ξερόλες, να αμφισβητούν ακόμα και τον κορμό της Ιστορίας, προκειμένου να εντυπωσιάσουν ή να εκτονώσουν το θυμό τους απέναντι σ’ αυτό που λέμε σύστημα.. Ή πιο σωστά, σ’ αυτό που λένε ‘’σύστημα’’!

Κάθε χρόνο, όλο και πιο πυκνά, όλο και πιο έντονα, διαδηλώνουν ποικιλοτρόπως, την αντίδρασή τους σ’ αυτό

Φέτος, στην ημερήσια διάταξη, παραμονή και ανήμερα της μεγάλης Εθνικής Επετείου, ήταν η αγωνία κάποιων για το αν θα πρέπει να διατηρηθεί ο θεσμός των παρελάσεων…

Τουλάχιστον, των μαθητικών!

Το ‘’επαρκές’’ επιχείρημα που χρησιμοποίησαν κάποιοι μεγαλόσχημοι όπως ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Θόδωορος Πάγκαλος, ήταν μην τυχόν και τα παιδιά, αισθανθούν έστω και για λίγα λεπτά ένα ίχνος απ’ αυτό που ονομάζουμε ‘’στρατιωτική πειθαρχία’’.

Λοιπόν, προς απάντηση σε όλους αυτούς, ας κάνουμε μια υπόθεση…

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι παρελάσεις δεν θα γίνονται…

Ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο που μόνο το πατριωτικό αίσθημα είναι ικανές να εγείρουν δεν θα προβάλλονται…

Το ‘’ΟΧΙ’’ στα σχολεία δεν θα το γιορτάζουν οι μαθητές, αφού ‘’δεν’’ ειπώθηκε ποτέ…

Το έθιμο της σημαίας στο μπαλκόνι, έχει ήδη ξεθωριάσει θα προσθέσω εγώ…΄

Διερωτώμαι λοιπόν…, Θα υπάρχει άραγε, τότε κάτι που να υπενθυμίζει ότι πριν …τόσα χρόνια τέτοια μέρα, όλη η Ελλάδα ήταν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και αποχαιρετούσε με δάκρυα και πόνο τα παιδιά της που έφευγαν για το μέτωπο;

Για ένα μέτωπο όπου αναρίθμητα απ’ αυτά τα παιδιά άφησαν τα κόκαλά τους; Κάποια άλλα, τα πόδια τους; Κάποια τα χέρια τους;
Θα υπάρχει κάτι που να κληροδοτεί στις νέες γενιές την ελάχιστη αίσθηση ότι τη μέρα αυτή κάτι έγινε;

Κάτι ξεκίνησε;

Κάτι σήμανε;

Η απάντηση είναι ‘’ΟΧΙ’’…

Kαι κάποιοι απ’ αυτούς τους παπαγάλους που είναι οπαδοί αυτής της θεωρίας, σίγουρα δεν θα ‘χουν να απαντήσουν το παραμικρό
απέναντι σ’ αυτή την υπόθεση που κάναμε.

Κάποιοι άλλοι, όμως, που δεν είναι παπαγάλοι, αλλά πολύ συνειδητά αναπαράγουν, αυτές τις ανθελληνικές αθλιότητες, μάλλον θα έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την ξεχωριστή μέρα, σε ένα άχρωμο, συνηθισμένο 24ωρο…

Η αλήθεια είναι ότι λίγη σημασία έχει αν ο Μεταξάς είπε ή δεν είπε το ‘’ΟΧΙ’’.

Σημασία έχει ότι ο ελληνικός στρατός και λαός εκτός κάποιων θλιβερών εξαιρέσεων, έδωσαν με βροντερό και έμπρακτο τρόπο, την απάντησή τους στον φασίστα εισβολέα…

Ο στρατός με τον παγκόσμιας συγκίνησης, τότε, ηρωισμό του!

Ο λαός με την οργάνωση κυττάρων εθνικής αντίστασης, από τις πιο παραγωγικές στη Ευρώπη, αλλά και με το ασίγαστο πάθος για
απελευθέρωση…

Η απάντηση αυτή που έδωσε στρατός και λαός, ήταν ένα διάπλατο ‘’ΟΧΙ’’, απ’ αυτά που ποτέ δεν μπορεί να σταματήσουν να γιορτάζονται…

Όσο κι αν ενοχλεί μερικούς… 

 

Διαβάστε ακόμα

Διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)

Διάγγελμα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)

Μήνυμα Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)

Ημερήσια Διαταγή Αρχιστράτηγου Α. Παπάγου (28-10-1940)

Τηλεγράφημα Τσώρτσιλ προς Ι. Μεταξά (28-10-1940)

Η Τιτανομαχία του Υψώματος 731: Μια ένδοξη μάχη του έπους του 1940

Το OXI του 1940 και το ΝΑΙ του σήμερα

28 Οκτωβρίου 1940:Σελίδες Ιστορίας και Δόξας του Ελληνικού Έθνους (τότε…)

Η 28η Οκτωβρίου 1940, ως διαχρονική Εθνική Αντιστασιακή αξία και η σημασία στις ημέρες μας

28 Οκτωβρίου 2015- 28 Οκτωβρίου 1940 : ώρες αγωνίας για το έθνος τότε και σήμερα.

Η 28η Οκτωβρίου στα χρόνια των Μνημονίων (με χιούμορ)!

Η πρώτη νίκη του Μετώπου: Μια συγκλονιστική μαρτυρία

Η πρώτη ημέρα του Πολέμου

Η 28η Οκτωβρίου ως ευκαιρία εθνικής συσπείρωσης

28η Οκτωβρίου: Η διαστρέβλωση της εθνικής μνήμης

28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 – 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

Κάποιοι οραματίζονται την 28η Οκτωβρίου μια άχρωμη και απλή ημέρα

Το «μυστήριο» του Ιωάννη Μεταξά: Γιατί ο δικτάτορας αποφάσισε να πει «όχι» στον φασισμό

28η Οκτωβρίου 1940: 77 χρόνια από το ηρωικό «ΟΧΙ» της Ελλάδας στην Ιταλία (pics+video)

28η Οκτωβρίου: Τι γιορτάζουμε (video)

 

28η Οκτωβρίου: Τι γιορτάζουμε

[NewPost]: Αφιέρωμα: Από το τελεσίγραφο του Μπ. Μουσολίνι στο έπος του 1940

28η Οκτωβρίου- Επέτειος του ΟΧΙ 1940

Οι ξεχασμένοι Ηγέτες του Ηρωικού Έπους 1940-41!

28 Οκτωβρίου 1940- Το “ΟΧΙ” του Μεταξά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι

Πέντε ιστορικά μηνύματα για την 28η Οκτωβρίου!

28η Οκτωβρίου 1940: Τα ιταλικά σχέδια για την επίθεση στην Ελλάδα

 

Η νεολαία της Ελλάδας απαντάει τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου

 

28η Οκτωβρίου 1940: Το «OXI» του ελληνικού λαού (video)

 

28η Οκτωβρίου 1940: Όταν οι πρώτες βόμβες έπεσαν στο κέντρο της Αθήνας

 

28η Οκτωβρίου 1940: Οι «αγιάτρευτες» πληγές της Κέρκυρας από τους βομβαρδισμούς

Παραπομπές

1.     Jump up↑ Μαργαρίτης (2003) 12, 14, 16

2.     Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 29, 64. Μαργαρίτης (2003) 17

3.     Jump up↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελίδα76

4.     Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1959) 3

5.     Jump up↑ Richter (1998) 97

6.     Jump up↑ Λεβεντάκου (2007) 28-9

7.     Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1959)

8.     Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1959) 4. Οικονομίδης (2011) 57-8

9.     Jump up↑ Οικονομίδης (2011) 59-60

10.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 9

11.   Jump up↑ Αγγελής (2011) 106-8

12.   Jump up↑ Γενικό Επιτελείο Στρατού Η αναδιοργάνωση του Στρατού στην περίοδο 1923-1940

13.   Jump up↑ Αγγελής (2011) 106-110

14.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 11-2

15.   Jump up↑ Ciano, Count Galeazzo. Τα ημερολόγια του Τσιάνο 1939-1943

16.   Jump up↑ Knox (2000), σελ. 79

17.   Jump up↑ Richter (1998) 87

18.   Jump up↑ Richter (1998) 91-7

19.   Jump up↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle, σελ. 52

20.   ↑ Jump up to:20,0 20,1 Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 54

21.   Jump up↑ Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Νίκος Βαρδιάμπασης κ.ά. Ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς ανέπτυξε τη στρατηγική της Ελλάδας στην καταγεγραμμένη («Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον – Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41 – Η Ιταλική εισβολή 28/10/1940 μέχρι 13/11/1940», έκδοσις ΓΕΣ/ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, 1960)ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»), την 30 Οκτωβρίου 1940.

22.   Jump up↑ Διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)

23.   Jump up↑ Hadjipateras, C.N., Greece 1940-41 Eyewitnessed, (Efstathiadis Group, 1996) ISBN 960-226-533-7

24.   Jump up↑ Γουλής και Μαϊδής, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Filologiki G. Bibi, 1967)

25.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1960) 6, 278 (Παράτημα 2, Κατευθύνσεις δια την επιχείρησιν «EMMERGENZZA G»)

26.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 27-8. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1960) 2-5

27.   Jump up↑ Ελληνικό ΓΕΕΘΑ, 1940: Έτος Πολεμικής Προετοιμασίας

28.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 35

29.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 35-6

30.   Jump up↑ ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985) 28-9. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1960) 8-13

31.   ↑ Jump up to:31,0 31,1 Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 37

32.   Jump up↑ Lamb, Richard. Mussolini as Diplomat σελ. 291-292

33.   Jump up↑ Mack Smith, Dennis. Mussolini’s Roman Empire σελ. 79

34.   Jump up↑ Knox (2000), σελ.80

35.   Jump up↑ The Oxford Companion to World War II (1995), σελ.508

36.   Jump up↑ Η Ελλάδα & ο κόσμος (1915-2005), τόμος δεύτερος, σελ. 105, εκδόσεις Ντέτσικα

37.   Jump up↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 75

38.   Jump up↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 76

39.   Jump up↑ De Felice, Renzo. Mussolini l’Alleato:Italia in guerra 1940-1943 σελ. 125

40.   Jump up↑ Keegan, σελ. 157

41.   Jump up↑ Η Ελλάδα & ο κόσμος (1915-2005), εκδόσεις Ντέτσικα, τόμος δεύτερος, σελ. 106

42.   Jump up↑ Leni Riefenstahl, Leni Riefenstahl: A Memoir. (Picador New York, USA. 1987) σελ. 295ISBN 0-312-11926-7

43.   Jump up↑ Beevor, σελ. 230

44.   Jump up↑ Ian Allan Pubs., The Balkans and North Africa 1941-42 (Blitzkrieg Series #4), σελ.13

45.   Jump up↑ Φαφαλιός και Χατζηπατέρας, σελ. 157

46.   Jump up↑ Κολιόπουλος (1996) 17-8

47.   Jump up↑ De Felice, Renzo. Mussolini l’Alleato:Italia in guerra 1940-1943σελ. 107

48.   Jump up↑ Knox (2000), σελ.79

49.   Jump up↑ De Felice, Renzo. Mussolini l’Alleato:Italia in guerra 1940-1943, σελ. 87-88

50.   Jump up↑ Kershaw (2008) 248

51.   Jump up↑ Richter (1998) 97

·         Αγγελής, Βαγγέλης (2011) “Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Πόλεμος του 40” στο 28 Οκτωβρίου 1940, Η Ελλάδα στη δίνη του Πολέμου Ε-Ιστορικά – εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα , σελ. 87-122

·         Beevor, Antony (1992). Crete: The Battle and the Resistance. Penguin Books. ISBN 0-14-016787-0.

·         Buell, Hal. (2002). World War II, Album & Chronicle. New York: Tess Press. ISBN 1-57912-271-X.

·         Cervi, Mario (1972). The Hollow Legions. London: Chatto and Windus. ISBN 0-7011-1351-0.

·         Ciano, Count Galeazzo, The Ciano Diaries 1939-1943, Mudderidge Ed. London,1947

·         De Felice, Renzo (1990). Mussolini l’Alleato: Italia in guerra 1940-1943. Torino: Rizzoli Ed..

·         Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, (1985) Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς)έκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα

·         Γενικόν Επιτελείον Στρατού / Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, (1959) Αιτίαι και Αφορμαί Ελληνο-ιταλικού Πολέμου 1940-1941, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι (ανατύπωση 1988)

·         Γενικόν Επιτελείον Στρατού / Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, (1960) Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι , (ανατύπωση 1986)

·         Kershaw, Ian (2008) Μοιραίες επιλογές. Δέκα αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο, 1940-1941, μτφ. Νίκος Μαστρακούλης, Πατάκης, Αθήνα ISBN 978-960-16-2984-1

·         Keegan, John (2005). The Second World War. Penguin. ISBN 0-14-303573-8.

·         Knox, MacGregor (2000). Hitler’s Italian Allies: Royal Armed Forces, Fascist Regime, and the War of 1940-43. Cambridge University Press. ISBN 0-521-79047-6.

·         La Campagna di Grecia, Italian official history (in Italian), 1980.

·         Lamb, Richard. Mussolini as Diplomat. John Murray Publishers. London, 1998. ISBN 0-88064-244-0

·         Λεβεντάκου, Χριστίνα, (2007) Από τη Μεγάλη Ιδέα στις εθνικές διεκδικήσεις, Τα εθνικά θέματα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 

·         Mack Smith, Denis (1976) Mussolini’s Roman Empire Fromm Ed. London, .

·         Μαργαρίτης, Γιώργος (2003) “Ο Πόλεμος του 1940-1941” στον 8ο τόμο της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σελ. 9-32, Τα Νέα-Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα ISBN 9604065394

·         Οικονομίδης, Φοίβος (2011) “Η προϊστορία των ελληνοϊταλικών σχέσεων, Η Αγγλία και ο Μεταξάς και η φαινομενική ουδετερότητα ” στο 28 Οκτωβρίου 1940, Η Ελλάδα στη δίνη του Πολέμου, Ε-Ιστορικά – εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα , σελ. 49-86

·         Papagos, Alexandros, The Battle of Greece 1940–1941, J.M. Scazikis “Alpha”, editions Athens. 1949 ASIN B0007J4DRU.

·         Richter, Heinz A. (1998) Η Ιταλο-γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, (τίτλος πρωτοτύπου Griechenland im Zweiten Weltkrieg August 1939 – Juni 1941, μετάφραση Κώστας Σαρρόπουλος) Γκοβόστης, Αθήνα , ISBN 9602707895

·         Prasca, Sebastiano Visconti, (1946) Io Ho Aggredito La Grecia, Rizzoli .

 

Περαιτέρω ανάγνωση

·         Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος, διπλωματικά έγγραφα, Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών, Αθήναι, 1940.

·         Λόγια εικόνων του ’40 : Η κρυφή δύναμη της ιστορίας του ελληνοϊταλικού πολέμου. Συλλογικό έργο, Βασίλειος Νικόλτσιος, Γεώργιος Σκαλτσογιάννης, Βασίλειος Αναστασόπουλος. Λόγος & Εικόνα, Θεσσαλονίκη 2011. ISBN 978-960-92042-7-9

·         Λοιπόν, έχουμε πόλεμο! : Πεπραγμένα εν μέσω λόγων και εικόνων του ’40, Συλλογικό έργο, Βασίλειος Νικόλτσιος, Γεώργιος Σκαλτσογιάννης, Βασίλειος Αναστασόπουλος. Λόγος & Εικόνα, Θεσσαλονίκη 2010. ISBN 978-960-92042-5-5

·         Μαργαρίτης, Γιώργος. Προαγγελία θυελλωδών ανέμων… : Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009. ISBN 978-960-8087-90-3

·         Ο αεροπορικός πόλεμος στην Ελλάδα 1940 – 1941 : Από την Ήπειρο και την Μακεδονία έως την μάχη της Κρήτης Συλλογικό έργο, Christopher Shores, Brian Cull, Nicola Malizia · μετάφραση Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος, Γεώργιος Παπαδημητρίου · επιμέλεια Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος. Eurobooks, Αθήνα 2009, ISBN 978-960-98327-4-8

·         Πετράκη, Μαρίνα Βρετανική πολιτική και προπαγάνδα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011. ISBN 978-960-16-4374-8

·         Οκτώβριος 1940: Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας όπως την είδαν οι Ιταλοί Συλλογικό έργο · επιμέλεια Χαράλαμπος Μπάλτας · μετάφραση Ελένη Τουλούπη. εκδ. Παπαδήμας Δημ. Ν., Αθήνα 2007. ISBN 978-960-206-576-1

 

Δείτε επίσης

Επέτειος του Όχι

·         Alors, c’est la guerre !

·         Μάχη της Κρήτης

·         Ελληνικός στόλος του 1940

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

·         Η Ιταλική επίθεσις κατά τής Ελλάδος – Η Λευκή Βίβλος 1940 στα Ελληνικά.

·         L’ agression de l’ Italie contre l’ Grece – ΗΛευκήΒίβλος1940, στάΓαλλικά.

·         Η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

·         Φωτογραφίες από την αρχική ιταλική επίθεση (στα ιταλικά)

·         Commando Supremo: Invasion of Greece 28 October – Italian Order of battle

·         Ελλάδα: Οκτώβριος 1940 (στα ιταλικά)

·         Η Ελλάς του ΟΧΙ

·         The Defence of Greece 1940-41 website (στα αγγλικά)

 

ΠΗΓΗ

 

ΑΡΧΕΙΑ ΗΧΟΥ

-ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – BRAVURA

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΑΒΕΡΩΦ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΑΙΓΑΙΟ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΓΑΛΑΝΗ ΜΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΓΕΝΝΑΙΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΙΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΝΑΥΑΡΙΝΟ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – Ο ΝΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – Ο ΝΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (ΧΟΡΩΔΙΑ ΤΥΠΑΛΔΟΥ)

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΟΜΑΧΟΙ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΠΕΡΝΑΕΙ ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΜΑΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΣΗΜΑΙΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΣΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΝΑΥΤΗ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΝΑΥΤΑΚΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΕΥΖΩΝΑΚΙ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΘΕΣΣΑΛΙΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΜΑΥΡΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – Ο ΝΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΠΕΡΝΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΠΙΝΔΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ, ΧΟΡΩΔΙΑ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ (ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΝΤΑ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ)

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΠΙΝΔΟΣ (ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΝΤΑ 3ου ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ)

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΜΑΣ ΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ

ΔΙΑΦΟΡΑ

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΙΑΝΑ – Ω ΠΑΙΔΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ (ΑΙΣΧΥΛΟΥ – ΠΕΡΣΑΙ)

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

ΜΕΤΑΞΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ – ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ

-ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΠΩ ΠΩ ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ

ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ – ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ – ΝΤΟΥΤΣΕ ΝΤΟΥΤΣΕ

ΣΤΙΧΟΙ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ – ΠΙΝΔΟΣ (ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΝΤΑ 3ου ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ)

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΠΩ ΠΩ ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ – ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ

ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ – ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ – ΝΤΟΥΤΣΕ ΝΤΟΥΤΣΕ

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ – ΠΗΡΑΜΕ Τ’ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ (ΑΕΡΑ… ΑΕΡΑ)

ΙΣΤΟΡΙΑ-ΑΡΘΡΑ

ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ, 1940 (ΠΕΡΙ ΑΛΟΣ) 27-03-11

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΕΑ) 07-10-11

ΤΟ ΡΟΥΠΕΛ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ (HELLASONTHEWEB) 16-06-11

Υ-Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, Ο ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΒΙΝΤΕΟ (ΕΛΛΑΣ) 09-01-11

ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ – Η ΗΡΩΙΔΑ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ’40 ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, ΠΟΥ ΑΝΑΒΙΩΣΕ ΤΟ ”Η’ ΤΑΝ Η’ ΕΠΙ ΤΑΣ” (PARE-DOSE) 02-06-09

ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ, Ο ΗΓΕΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ, ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ Κ. ΗΛΙΑΔΗ (ΜΑΤΙΑ)

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ ΟΧΙ (1940-1944) (ΣΕΛΙΔΕΣ ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑΣ)

ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΠΕΙΝΑ (BLOGΘΕΑ)

ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ

ΔΙΚΤΥΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ & ΧΩΡΙΩΝ ”ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ”

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ

ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ

ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1 ΤΡΙΣ ΜΑΣ ΧΡΩΣΤΑΕΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ, ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ (MACEDONIA HELLENIC LAND) 11-06-11

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΛΕΖΟΣ, ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΜΑΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ 1,5 ΤΡΙΣ. ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ (ΗΜΕΡΗΣΙΑ) 07-06-11

ΒΙΝΤΕΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941)

ΒΙΝΤΕΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ! ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΡΑΪΧ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (OLYMPIA) 09-09-11

ΒΙΝΤΕΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ, ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ’40 (OLYMPIA) 16-09-11

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΠΕΝΙΤΟ – Μ. ΒΑΜΑΒΑΚΑΡΗΣ, ΑΠ. ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ

ΣΚΕΠΑΣΕ ΜΑΝΑ ΣΚΕΠΑΣΕ (Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ) – ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ

ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΝΙΚΟΣ – ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ

ΜΟΥΣΕΙΑ

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ

-ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

PAIDIKA – 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 (ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ)

ΜΑΤΙΑ – ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ, 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821, 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, 17η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1973

-ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

ΜΑΤΙΑ – ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

-ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ

PAIDIKA – Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

PAIDIKA – ΠΕΡΝΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ

PAIDIKA – ΠΙΝΔΟΣ, 1940

-ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΑΤΙΑ – 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 – ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

PAIDIKA – ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ

PAIDIKA – ΟΡΘΙΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

-ΔΗΜΟΤΙΚΑ

PAIDIKA – ΟΙ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ 1940

PAIDIKA – Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ, 1940

-ΕΠΟΧΗΣ

PAIDIKA – ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ, 1940

PAIDIKA – ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ, 1940

PAIDIKA – ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 1940

PAIDIKA – ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ

-ΣΧΟΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

PAIDIKA – 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

PAIDIKA – ΓΙΟΡΤΗ

PAIDIKA – ΕΘΝΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ

PAIDIKA – ΛΑΜΠΡΟΣΤΟΛΙΣΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

PAIDIKA – ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ

PAIDIKA – ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΤΕΙΧΗ ΟΙ ΨΥΧΕΣ

PAIDIKA – ΣΗΜΑΙΑ ΓΑΛΑΝΗ

PAIDIKA – ΣΤΗ ΣΗΜΑΙΑ

PAIDIKA – ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ

PAIDIKA – ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ

PAIDIKA – ΤΟ ΟΧΙ

-ΑΝΕΚΔΟΤΑ

PAIDIKA – ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ

-ΚΕΙΜΕΝΑ

PAIDIKA – ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

PAIDIKA – ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

PAIDIKA – ΕΠΟΣ 1940