Η απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής πιο επίκαιρη από ποτέ
Η κρίση των πυραύλων: Ο νέος ψυχρός πόλεμος
Του Ζέφυρου Α. Καυκαλίδη

Πλησιάζουμε επικίνδυνα σε επανάληψη της κρίσης των πυραύλων της Κούβας και νέα πυρηνική εμπλοκή με τη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά, τα αμερικανικά ΜΜΕ σιωπούν και καμία συζήτηση δεν γίνεται.

Stephen F. Cohen (ομότιμος καθηγητής Ρωσικών Σπουδών σε NYU και Princeton) 2016

Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από την κρίση της Κούβας του 1962 και ένα πράγμα παραμένει αναλλοίωτο: τα ανθρώπινα κίνητρα, ο ανθρώπινος παράγοντας.

 

 

Σήμερα, το 2016, η ηγεσία της Δύσης είναι μια άλλη, διαφορετική σε ποιότητα και συμπεριφορά ηγεσία.

Οχι πως τα ανθρώπινα κίνητρα άλλαξαν στη διάρκεια αυτών των ετών – αυτά παραμένουν αναλλοίωτα από αιώνων. Απλούστατα, οι ηγέτες της εποχής εκείνης είχαν μόλις βιώσει την καταστροφική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν προσεκτικότεροι.

Σήμερα έχουμε απομακρυνθεί από τον πόλεμο και όσο απομακρυνόμαστε από τον τελευταίο πόλεμο, λένε κάποιοι ρεαλιστές, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε στον επόμενο.

Στην προεδρεία των ΗΠΑ δεν υπάρχει ένας Τζον Κένεντι.

Ο πρόεδρος είχε τότε αντισταθεί γενναία στις απαιτήσεις των στρατιωτικών και εν γένει των σκληροπυρηνικών για άμεση επίθεση και βομβαρδισμό των εγκαταστάσεων των ρωσικών πυραύλων, για απόβαση αμερικανικού στρατού και κατάληψη του νησιού.

Είναι γεγονός ότι η στάση του αυτή τον έκανε να φοβηθεί ακόμη και ένα πραξικόπημα ανατροπής του από τους συνεργάτες του.

Είναι γνωστό ότι ο Κένεντι αποζητούσε τρόπους που θα σταματούσαν τον .

Χρησιμοποιούσε -μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ- εμπιστευτικά κανάλια επικοινωνίας με τον Χρουστσόφ γι’ αυτόν τον σκοπό, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη λήξη της κρίσης.

Δύο φορές ο Κένεντι πρότεινε στους Ρώσους την υπογραφή συμφωνίας διατήρησης του status quo, την οποία όμως το Κρεμλίνο απέρριψε διότι πίστευε ότι ο σοσιαλισμός προήλαυνε σε παγκόσμια κλίμακα.

Η φιλειρηνική αυτή στάση του Αμερικανού προέδρου προκάλεσε λίγο αργότερα, όπως υποστηρίζουν έγκυροι αναλυτές, τη δολοφονία του.

Σήμερα στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ έχουμε έναν άνθρωπο που δεν κατάφερε να πραγματώσει αυτά για τα οποία του δόθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Πράγματι, ένας μαύρος κατάφερε να γίνει πρόεδρος, αλλά πρόεδρος με τη θέληση και υπό την εποπτεία των λευκών στρατηγών και των νεοσυντηρητικών ιεράκων.

Είναι σαφές ότι κάθε προσπάθεια, έστω και η ελάχιστη, του Μπαράκ Ομπάμα για συνεργασία με τη Ρωσία -έστω στο μέτωπο της Συρίας- υποσκάπτεται από τους νεοσυντηρητικούς και πολεμοκάπηλους (war party) που βρίσκονται και στα δύο κόμματα.

Πέρα απ’ αυτά, ωστόσο, ο Ομπάμα συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του και ετοιμάζεται να δώσει τη σκυτάλη στην πιο επικίνδυνη και, για πολλούς, διεφθαρμένη φυσιογνωμία του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, τη Χίλαρι Κλίντον.

Υποστηριζόμενη από το στρατιωτικό, βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Κλίντον θα εκλεγεί πρόεδρος.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος, θα έχει τη μοίρα του Τζον Κένεντι, για τον απλούστατο λόγο ότι από την αρχή ακόμα της προεκλογικής εκστρατείας του -πέραν των λαϊκίστικων υπερβολών του- διαγγέλλει ότι θέλει αρμονικές σχέσεις με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ θέλει να ανατρέψει το status quo του «νέου ψυχρού πολέμου» ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει θερμός.

Αυτό είναι απαράδεκτο για το στρατιωτικό-βιομηχανικό κατεστημένο των ΗΠΑ.

Αυτή η στάση του τον έχει καταστήσει υποψήφιο μιας άγριας δολοφονίας, όχι απαραιτήτως με τον τρόπο που εξολοθρεύτηκε ο Τζον Κένεντι, αλλά μιας δολοφονίας της προσωπικότητάς του.

Ολο το σύστημα των ΜΜΕ έχει βαλθεί να τον εξολοθρεύσει ως πολιτική παρουσία, φτάνοντας στο εξωφρενικό σημείο να τον θεωρεί πράκτορα της Ρωσίας.

Αλλά ας επιστρέψουμε σ’ αυτήν που τα προγνωστικά τη φέρνουν κιόλας πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η υποψήφιος αυτή, μια πλήρως αποτυχημένη υπουργός Εξωτερικών της πρώτης θητείας Ομπάμα, φορτωμένη και η ίδια, αλλά και ο σύζυγός της, Μπιλ, με σωρεία σκανδάλων, περιβάλλεται από συμβούλους οι οποίοι διαπνέονται από μια φιλοπόλεμη διάθεση και με έναν μοναδικό αντικειμενικό σκοπό: να υποτάξουν τη Ρωσία.

Ποιοι είναι αυτοί; Είναι ο Ρόμπερτ Κάγκαν, οι αξιότιμες κυρίες Βικτόρια Νούλαντ (σύζυγος του προαναφερθέντος και νυν υφυπουργός επί των ευρωπαϊκών υποθέσεων και υποψήφια για το υπουργείο Εξωτερικών στην περίπτωση που επικρατήσει η Κλίντον), Σαμάνθα Πάουερ και Σούζαν Ράις, καθώς και η Μισέλ Φλουρνόι μαζί με τη μέντορα της Χίλαρι, πρώην υπουργό Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ.

Η γραία Ολμπράιτ είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να πει ότι όποια γυναίκα δεν ψηφίσει τη Χίλαρι θα πάει στην κόλαση!

Τα πρόσωπα αυτά είναι αδιάλλακτα και επιθετικότατα όσο και η ίδια η Χίλαρι, η οποία μεταξύ άλλων έχει αποκαλέσει Χίτλερ τον Βλαντίμιρ Πούτιν.

Πολύ επιτυχημένα ο έγκριτος δημοσιογράφος Πέπε Εσκομπάρ αποκάλεσε τις προαναφερθείσες κυρίες American Harpies (Αμερικανές Αρπυιες)!

Αυτή η ομάδα είναι η dream team που σκοπεύει να συνάξει η Κλίντον αν βγει πρόεδρος και που σκοπό έχει την αντιπαράθεση με τη Ρωσία και την Κίνα, αδιαφορώντας αν αυτό θα φέρει την κατάσταση πλησιέστερα σε μια πυρηνική σύγκρουση.

Από την άλλη μεριά, η διαφορά με το 1962 έγκειται στο ότι δεν έχουμε μια ισχυρή ΕΣΣΔ, αλλά μια Ρωσία με πολλά προβλήματα και με τη Δύση να την έχει κυριολεκτικά κυκλώσει με σκοπό όχι μόνο την ταπείνωσή της αλλά την υποταγή της.

Το ουκρανικό ζήτημα είναι ένας βρόχος στον λαιμό της Ρωσίας και οι προσπάθειες να ενταχθούν στο δυτικό στρατόπεδο και άλλες περιφερειακές, της τελευταίας, χώρες δεν σταματά.

Η επόμενη προεδρία στις ΗΠΑ θα δείξει αν ο κόσμος θα πάει προς πόλεμο ή προς ένα νέο consensus (συναίνεση, συμφωνία) μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων.

Στην ουσία, πλησιάζουμε σταθερά σε μια επανάληψη της κρίσης της Κούβας, αλλά με αντιστροφή των ρόλων.

Δεν είναι η Ρωσία που εγκαθιστά βάσεις διηπειρωτικών πυραύλων 80 μίλια από τις ακτές των ΗΠΑ, αλλά οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση που κυκλώνουν τη Ρωσία εγκαθιστώντας τις περίφημες βάσεις «αμυντικών συστημάτων» στην Πολωνία και τη Βουλγαρία και περιπολώντας στα σύνορα κυριολεκτικά της Ρωσίας.

Το πυραυλικό αμυντικό σύστημα που εγκαθιστούν στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να αχρηστεύσει ανταποδοτικά πυρηνικά χτυπήματα εκ μέρους της Ρωσίας, κάνοντας ένα πρώτο χτύπημα (από τη μεριά του ΝΑΤΟ), με νέους διηπειρωτικούς πυραύλους, θεωρητικά εφικτό.

Αυτό, δυστυχώς, το πιστεύουν πολλοί νεοσυντηρητικοί (neocons).

Η αδικαιολόγητη αυτή πίστη στις αμυντικές δυνατότητες μπορεί πολύ εύκολα να συντελέσει στην έκρηξη του πολέμου.

Η δήλωση από την πλευρά του ΝΑΤΟ ότι «τα πυρηνικά δεν υπάρχουν για να προκαλέσουν πόλεμο, αλλά για να τον αποκλείσουν», είναι παντελώς αστήρικτη και αστεία.

Η εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων και οι συναντήσεις της Αβάνας

Σε τεντωμένο σχοινί

Είδα τον υπουργό Αμυνας ΜακΝαμάρα να παίρνει παραμάσχαλα τον Ντιν Ρασκ (υπουργό Εξωτερικών) και πλησιάζοντας προς το παράθυρο να του λέει: «Ο ήλιος δύει, μπορεί να είναι η τελευταία φορά που τον βλέπουμε». Και τότε τρομοκρατήθηκα…

Theodor Sorensen

Η εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων στην Κούβα, η οποία έφερε την ανθρωπότητα στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής, έγινε με πλήρη μυστικότητα.

 

Ούτε και αυτός ο Ανατόλι Ντομπρίνιν, πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Ουάσινγκτον, ούτε ο Βιτάλι Ζόρνιν στον ΟΗΕ γνώριζαν το παραμικρό.

Ολες οι σοβιετικές πρεσβείες είχαν μείνει έξω από το κόλπο, που ήταν μια προσωπική απόφαση του Νικίτα Χρουστσόφ.

Η ιδέα τού είχε έρθει στη Βάρνα της Βουλγαρίας όπου περνούσε τις διακοπές του.

Η παρακινδυνευμένη αυτή απόφαση προτάθηκε στον Φιντέλ Κάστρο ως ο μόνος τρόπος υπεράσπισης του νησιού από μια αμερικανική επίθεση.

 

Ηταν γνωστό ότι οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να ρίξουν το καθεστώς με κάθε τρόπο. Η πρόταση του Χρουστσόφ έγινε δεκτή από τον Κάστρο.

Δεν επρόκειτο, βέβαια, για αμυντικά όπλα, όπως ισχυρίζονταν οι Σοβιετικοί, αλλά για πυρηνικές κεφαλές με δυνατότητα να πλήξουν μεγάλες αμερικανικές πόλεις.

Σαράντα δύο σοβιετικοί πύραυλοι με πυρηνικές κεφαλές και 40.000 άνδρες που θα τις φρουρούσαν άρχισαν να μεταφέρονται στο νησί.

Ογδόντα πέντε πλοία ακολουθώντας 183 μυστικές διαδρομές από διαφορετικά λιμάνια μετέφεραν άνδρες και πολεμικό υλικό.

Σκοπός του Χρουστσόφ ήταν να υπερασπίσει την Κούβα και τον Φιντέλ Κάστρο από μια αμερικανική εισβολή.
Εξάλλου οι Αμερικανοί προετοίμαζαν με το σχέδιο Mongoose σειρά από προκλήσεις, σαμποτάζ και διείσδυση πρακτόρων στο έδαφος του νησιού και στρατιωτικές ασκήσεις που θα προκαλούσαν τελικά επεισόδια τέτοιας έντασης ώστε να δικαιολογηθεί μια στρατιωτική επέμβαση και ανατροπή του καθεστώτος Κάστρο.

Αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος της ρωσικής κίνησης. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για γεωστρατηγική κίνηση.

Την εποχή εκείνη οι Ρώσοι διέθεταν μόνον 300 πυρηνικές κεφαλές και οι Αμερικανοί 5.000(!).

Ο Χρουστσόφ ήλπιζε ότι με την κίνηση αυτή θα ανέτρεπε την ανισορροπία του πυρηνικού εξοπλισμού.

Εξάλλου, οι πυρηνικοί πύραυλοι Jupiter, που οι Αμερικανοί τούς είχαν εγκαταστήσει στην Τουρκία -κυριολεκτικά στο υπογάστριο της ΕΣΣΔ-, βρίσκονταν σε πλήρη ετοιμότητα από τον Απρίλιο του 1962, πράγμα που οδήγησε στη ρωσική εγκατάσταση πυραύλων στην Κούβα ως λογικών αντιμέτρων.

Χρόνια αργότερα, όταν διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, ο πρέσβης της Ρωσίας στις ΗΠΑ, Ανατόλι Ντομπρίνιν, αναφέρει ότι η τυχοδιωκτική κίνηση του Χρουστσόφ είχε προκαλέσει μεγάλη βλάβη στις σχέσεις του με τον Τζον Κένεντι αλλά και στον ίδιο τον πρόεδρο.

Ο πρόεδρος είχε παίξει «κορόνα-γράμματα την πολιτική του καριέρα», ποντάροντας στις σοβιετικές διαβεβαιώσεις και δηλώνοντας δημόσια ότι τα όπλα που παρέδιδε η Ρωσία στην Κούβα ήταν καθαρώς αμυντικά – αν και ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί υποστήριζαν το αντίθετο.

Πίστευε σ’ αυτά που του έλεγε ο Ντομπρίνιν, ο οποίος όμως βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της πραγματικής κατάστασης.

Αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο, στην τελευταία συνάντηση την 4η μέρα της κρίσης, δεν του έλεγε την αλήθεια.

Αυτό τον άφησε ακάλυπτο απέναντι στους Ρεπουμπλικανούς και όσους άλλους επέμεναν ότι τα όπλα ήταν επιθετικά.

Ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε οικτρά εξαπατηθεί από τους Ρώσους. Αλλά η κίνηση αυτή κόστισε, λίγο αργότερα, και στον Χρουστσόφ τη θέση του.

Η σοβιετική ηγεσία δεν ξέχασε το σοβαρό πλήγμα που δέχτηκε το γόητρό της.

Το 1964, η Κεντρική Επιτροπή της ΕΣΣΔ αποφάσισε την απομάκρυνση του Χρουστσόφ και η πλειοψηφία των μελών της επέκριναν έντονα τον ρόλο που διαδραμάτισε στην πρόκληση της κουβανικής κρίσης.

Τον Ιανουάριο του 1992 καθώς και δέκα χρόνια αργότερα, το 2002, συναντήθηκαν στην Αβάνα της Κούβας φυσιογνωμίες που είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο, παλαιότερα, στην κρίση.

Ηλικιωμένοι πια και με τη σοφία που δίνει το πέρασμα του χρόνου, συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν και να κρίνουν.

Παρών, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Αμυνας επί κυβέρνησης Κένεντι, ΜακΝαμάρα. Η κουβανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο και οι Ρώσοι με τον Σοβιετικό στρατηγό Ανατόλι Γκρίμπκοφ ήταν κι αυτοί παρόντες.

Ο τελευταίος αυτός έκανε μια δήλωση εξαιρετικής σημασίας. Επιπλέον, είπε, των βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς, οι Ρώσοι είχαν εγκαταστήσει και εννέα τακτικούς πυραύλους που θα χρησιμοποιούσαν εάν οι Αμερικανοί αποφάσιζαν να εισβάλουν στο νησί (όπως κάποιοι από τους συμβούλους του Κένεντι υποστήριζαν).

Ο στρατηγός Γκρίμπκοφ ανακοίνωσε επίσης στους συνέδρους ότι οι σοβιετικοί διοικητές στην Κούβα είχαν στην απόλυτη δικαιοδοσία τους την επιλογή να χρησιμοποιήσουν τα τακτικά αυτά πυρηνικά όπλα χωρίς περαιτέρω οδηγίες από το Κρεμλίνο.

Τι θα γινόταν άραγε εάν οι Αμερικανοί εισέβαλλαν, εάν με άλλα λόγια ο Κένεντι δεχόταν την πρόταση να επιτεθεί αμέσως στις εγκαταστάσεις και να τις βομβαρδίσει;

Νωρίς το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου ο Τζον Κένεντι είχε καλέσει στον Λευκό Οίκο τους στενούς συνεργάτες του για να τους ανακοινώσει ότι οι Ρώσοι είχαν εγκαταστήσει πυρηνικούς πυραύλους.

Ο υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, εξέθεσε τρεις τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης.

Μια διπλωματική προσπάθεια να λυθεί το ζήτημα σε άμεση επαφή με τον Κάστρο και τον Χρουστσόφ, πράγμα που δεν θα έφερνε αποτέλεσμα, αποκλεισμό του νησιού και, τρίτον, άμεσο βομβαρδισμό των εγκαταστάσεων.

Για την τελευταία αυτή επιλογή ο ΜακΝαμάρα είπε τα ακόλουθα:

«Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να προβλέψουμε τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πράξης. Δεν ξέρω σε τι είδους κόσμο θα ζήσουμε μετά το χτύπημα και θα είμαστε εμείς που θα το έχουμε ξεκινήσει… Πώς, πώς θα μπορέσουμε να σταματήσουμε σ’ αυτό το σημείο;».

Οι Ρώσοι ήταν πιθανό να χτυπούσαν με πυρηνικούς πυραύλους. Και τι θα απαντούσαν οι Αμερικανοί;

Ο ΜακΝαμάρα, στη συνάντηση της Αβάνας, σχολίασε:

«Μπορούμε να προβλέψουμε την απάντηση. Εάν τα αμερικανικά στρατεύματα δέχονταν πυρηνική επίθεση, θα ανταπέδιδαν το πλήγμα. Και πού θα καταλήγαμε; Σε απόλυτη καταστροφή»!

Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Κένεντι, Μακ Τζορτζ Μπάντι, συμπλήρωσε:

«Εχοντας φτάσει στο χείλος της καταστροφής, πρέπει τώρα να προσπαθήσουμε και να κάνουμε το παν ώστε να μην ξαναπεράσουμε τα ίδια».

Τα ίδια; Ακριβώς! Νέες ιστορικές μελέτες και αναλύσεις έφεραν καινούργια στοιχεία.

Η κρίση δεν διήρκεσε 13 μέρες, αλλά προεκτάθηκε μέχρι τον Νοέμβριο του 1962 και, όπως δήλωσε στη συνάντηση της Αβάνας ο ΜακΝαμάρα:

«Οι αποφάσεις και στην Ουάσινγκτον και στη Μόσχα και στην Αβάνα χαρακτηρίζονταν από λανθασμένες πληροφορίες και χειρισμούς και αξιολογήσεις που οδηγούσαν την κατάσταση σε ανεξέλεγκτα επίπεδα. Πολλές κινήσεις και από τις δύο μεριές δεν είχαν την έγκριση των δύο ηγετών και ελέγχονταν από άλλα κέντρα ή μεμονωμένα άτομα, εκπέμποντας λανθασμένες ή ανύπαρκτες προθέσεις των αντιμαχομένων».

Το μαύρο Σάββατο της 27ης Οκτωβρίου 1962

Αυτός που έσωσε τον κόσμο

Η κούρσα εξοπλισμών είχε ξεκινήσει και κράτησε σχεδόν 33 χρόνια. Η διάλυση της ΕΣΣΔ επέφερε και το σταμάτημα αυτής της κούρσας

Η 27η Οκτωβρίου 1962 ήταν η κρισιμότερη ημέρα της κουβανικής κρίσης. Το δράμα παίζεται σε δύο σκηνές. Στη γη και τη θάλασσα.

Στη γη ο Κένεντι λαμβάνει δεύτερο γράμμα του Χρουστσόφ που κατά κάποιο τρόπο διαφοροποιεί το πρώτο.

Η επιστολή του αυτή θέτει ως προϋπόθεση απόσυρσης των ρωσικών πυραύλων όχι μόνο μια δημόσια δήλωση εκ μέρους των ΗΠΑ ότι δεν θα επιτεθούν στην Κούβα, αλλά και την απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία. Quid pro quo!

Τα πράγματα ανατρέπονται και ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονται μεταξύ του Κένεντι και των επιτελών του, φτάνει η είδηση ότι το αμερικανικό U2 που είχε σταλεί στην Κούβα για περαιτέρω φωτογραφίσεις καταρρίφθηκε και ο πιλότος του σκοτώθηκε.

Στην είδηση αυτή, το αμερικανικό στρατιωτικό επιτελείο απαιτεί άμεσο βομβαρδισμό και κατάληψη του νησιού.

Ο Κένεντι αντιστέκεται και προσπαθεί να τους συγκρατήσει. Υποστηρίζει ενώπιον της Εκτελεστικής Επιτροπής ότι πρέπει να συζητηθεί η απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία.

Τελικά αποφασίζεται να απαντήσει στην πρώτη επιστολή και να αγνοήσει τη δεύτερη.

Κάνει μια ύστατη προσπάθεια και στέλνει εντέλει τον αδελφό του, Ρόμπερτ Κένεντι, να συναντήσει τον πρέσβη της ΕΣΣΔ Ανατόλι Ντομπρίνιν.

Ταυτόχρονα, αποστέλλει επιστολή στον Χρουστσόφ απαντητική της πρώτης και αποφεύγοντας να αναφερθεί στους πυραύλους της Τουρκίας.

Πλην όμως έχει δώσει προφορικές εντολές στον αδελφό του.

Η κρίσιμη αυτη συνάντηση γίνεται αργά τα μεσάνυχτα της 27ης Οκτωβρίου στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Ο Ρόμπερτ δηλώνει στον Ανατόλι ότι ο χρόνος τρέχει. Ο πρόεδρος βρίσκεται κάτω από μεγάλη πίεση και οι στρατιωτικοί σύμβουλοι επιμένουν να προχωρήσει αμέσως σε βομβαρδισμό.

Προτείνει, λοιπόν, να δεσμευθεί ότι δεν πρόκειται να επιτεθεί στην Κούβα αν φύγουν αμέσως οι ρωσικές βάσεις.

Οσο για την Τουρκία, υπόσχεται να αποσύρει τους πυραύλους, αλλά αυτό δεν μπορεί να δηλωθεί δημόσια, διότι θα είναι καταστροφικό για το ΝΑΤΟ.

Υπόσχεται όμως να ξεκινήσει αμέσως μετά τη λήξη της κρίσης.

Ο Ντομπρίνιν τηλεγραφεί στον Χρουστσόφ. Ο Κένεντι ζητά η απάντηση να δοθεί το αργότερο την επομένη.

Δεν πρόκειται περί τελεσιγράφου, λέει, αλλά περί αιτήσεως και ήλπιζε η ρωσική ηγεσία να μην το εκλάβει ως τελεσίγραφο.

Στα απομνημονεύματα του Χρουστσόφ αναφέρεται ότι ο Ρόμπερτ Κένεντι είχε να κοιμηθεί πολλές νύχτες και ήταν καταβεβλημένος όταν συνάντησε τον Ντομπρίνιν.

Αφησε, επίσης, να εννοηθεί ότι αν τελικά δεν υπήρχε απάντηση, οι Αμερικανοί θα χτυπούσαν οπωσδήποτε, φτάνοντας ακόμα και σε ανατροπή του προέδρου Κένεντι, αν δεν συγκατένευε.

Ο Ρώσος πρέσβης έστειλε αμέσως την αναφορά του στη Μόσχα όπου και εκεί, όπως γράφει, επικρατούσε «κλίμα μεγάλης αγωνίας».

Στην ντάτσα του Χρουστσόφ όπου συνεδρίαζε το Πολιτικό Γραφείο αναζητούσαν απεγνωσμένα μια λύση.

Λαμβάνοντας την αναφορά του Ντομπρίνιν και το γράμμα του Κένεντι, ο Ρώσος γενικός γραμματέας είπε στα μέλη του Πολίτμπιρο. «Σύντροφοι, πρέπει να αναζητήσουμε έναν αξιοπρεπή τρόπο εξόδου από την κρίση».

Και έτσι αποφάσισαν να δεχτούν χωρίς άλλη καθυστέρηση τις προτάσεις του προέδρου Κένεντι, αφού μάλιστα η πρόθεσή του (αν και όχι δημόσια) ν’ απομακρύνει σταδιακά τους αμερικανικούς πυραύλους από την Τουρκία δικαιολογούσε την υποχώρησή τους.

Σημειώνουμε εδώ ότι ο Κένεντι, στην περίπτωση που οι Σοβιετικοί απέρριπταν την προφορική διαβεβαίωσή του σχετικά με την απόσυρση των πυραύλων από την Τουρκία και επέμεναν να δημοσιοποιηθεί, ήταν έτοιμος και είχε επεξεργαστεί σχέδιο (επονομαζόμενο Cordier Ploy) που προέβλεπε τη δημόσια και επίσημη μέσω του ΟΗΕ δέσμευση των ΗΠΑ να αποσύρουν τους εν λόγω πυραύλους.

Αυτό βέβαια δεν το γνώριζε το Κρεμλίνο.

Παίζοντας με τη φωτιά

Και ενώ αυτά εκτυλίσσονται επί του εδάφους το Σάββατο της 27ης, στον βυθό της Καραϊβικής παίζεται παράλληλα η τελευταία αλλά και πιο επικίνδυνη και καθοριστική πράξη του δράματος, που θα μπορούσε να αναιρέσει όλες τις προσπάθειες των ηγετών των υπερδυνάμεων για ειρήνη.

Πρόκειται για τον ρόλο του υποβρυχίου Β-59!

Το B-59 ξεκίνησε με άλλα τρία υποβρύχια με κατεύθυνση την Κούβα.

Μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα των Σαργασσών κατάφερναν να διαφεύγουν από τον εντοπισμό τους από το αμερικανικό ναυτικό.

Οταν όμως πλησίασαν στη γραμμή αποκλεισμού ο αμερικανικός στόλος τα εντόπισε. Και εκεί αρχίζει το δράμα.

Το Β-59 στη διάρκεια της πορείας και μέχρι να εντοπιστεί πέρασε από τα εξής: οι ντιζελοκίνητοι ψύκτες του μπλόκαραν από το αλάτι, η λαστιχένια οροφή σχίστηκε, οι ηλεκτρικοί συμπιεστές έσπασαν.

Οταν έφτασε στα νερά της Κούβας, αναδύθηκε για να γεμίσει τους συσσωρευτές όταν ένα αμερικανικό αεροπλάνο το εντόπισε και το ανάγκασε να βυθιστεί και πάλι χωρίς να προφτάσει να τους γεμίσει.

Οι Αμερικανοί άρχισαν τότε να ρίχνουν εκρηκτικά βυθού για να το αναγκάσουν να ανέλθει και να ταυτοποιηθεί.

 

Αγνοούσαν, εντούτοις, ότι έφερε πυρηνικές κεφαλές και δεν μπορούσαν να φανταστούν την κατάσταση που βασίλευε στο υποβρύχιο.

Η κατάσταση στο σκάφος ήταν εφιαλτική. Η θερμοκρασία έφτανε στους 45 βαθμούς Κελσίου και στους 60 στο μηχανοστάσιο.

Το επίπεδο του CO2 στην ατμόσφαιρα πλησίαζε σε θανατικά επίπεδα. Οι αξιωματικοί υπηρεσίας λιποθυμούσαν ο ένας μετά τον άλλον.

Αλλά ακόμα κρατούσαν και προσπαθούσαν να διαφύγουν από τα 14 αμερικανικά πολεμικά που τους περιέσφιγγαν.

Κράτησαν ακόμα τέσσερις ώρες όταν ο καπετάνιος, απόλυτα εξαντλημένος και σε κατάσταση αλλοφροσύνης, διατάζει να οπλιστεί η πυρηνική κεφαλή του πυραύλου.

Μη έχοντας επαφή με τη Μόσχα, γυρίζει και φωνάζει στους άλλους: «Μπορεί ο πόλεμος να ξεκίνησε πάνω… Θα τους ανατινάξουμε τώρα! Θα πεθάνουμε, αλλά θα τους βουλιάξουμε όλους… Δεν θα ατιμάσουμε το ναυτικό μας!»

Ο ύπαρχος

Ωστόσο, η απόφαση χρήσης πυρηνικού από το Β-59 προϋπέθετε ομόφωνη απόφαση των τριών ανώτερων αξιωματικών του σκάφους: του καπετάνιου, του πολιτικού αξιωματικού (Ιβάν Μασλένικοφ) και του υπάρχου, που ήταν ο Βασίλι Αρχίποφ.

Κανονικά αρκούσε η σύμπτωση βουλήσεων του καπετάνιου και του πολιτικού κομισάριου.

 

Πράγματι ο πολιτικός αξιωματικός συμφώνησε με τον καπετάνιο να εκτοξεύσουν το πυρηνικό όπλο.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, έπρεπε να συγκατανεύσει και ο ύπαρχος, διότι απλούστατα ο Βασίλι Αρχίποφ ήταν διοικητής του στολίσκου των ρωσικών υποβρυχίων και ισόβαθμος του Σαβίτσκι!

Η έγκρισή του ήταν απαραίτητη. Και ο Βασίλι Αρχίποφ αρνήθηκε πεισματικά να το κάνει και αντιστάθηκε στις πιέσεις.

Είχε, εξάλλου, υπέρ αυτού και τη φήμη που τον ακολουθούσε από τη θαρραλέα στάση του όταν βρισκόταν σε υπηρεσία στο πυρηνικό υποβρύχιο Κ-19.

Για το Κ-19, που γυρίστηκε και κινηματογραφικό έργο αργότερα, έχουμε να πούμε το εξής.

Είχε σημειωθεί το 1961 πυρηνικό ατύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα να εκτεθεί ο ίδιος σε ραδιενέργεια, ενώ βοηθούσε στις επισκευές του αντιδραστήρα.

Η σθεναρή αντίδραση και ο τρόπος του, γαλήνεψαν και ηρέμησαν τον καπετάνιο με αποτέλεσμα το υποβρύχιο να αναδυθεί και μαζί με τα υπόλοιπα να ανακρούσει πρύμνα και να πλεύσει προς τις ρωσικές ακτές.

Την επομένη ημέρα, Κυριακή 28 Οκτωβρίου, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας αναγγέλλει ότι η Σοβιετική Ενωση αποδέχθηκε την προταθείσα λύση και δημοσιοποιεί την επιστολή του Χρουστσόφ που βεβαίωνε ότι οι πύραυλοι θα αποσύρονταν σε αντιστάθμισμα της δήλωσης των ΗΠΑ ότι δεν θα εισέβαλλαν στην Κούβα.

Ετσι τελείωσε η πιο κρίσιμη περίοδος της αντιπαράθεσης.

Οι Σοβιετικοί πολίτες άκουσαν εμβρόντητοι το ραδιοφωνικό μήνυμα του Χρουστσόφ και την άμεση απάντηση του Κένεντι που χαιρέτιζε αυτό το μήνυμα ως σημαντικότατη συμβολή στην ειρήνη.

Δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα για την κρίση που συγκλόνιζε για μια εβδομάδα τον κόσμο!

Η συνειδητοποίηση και από τις δύο πλευρές του κινδύνου που πέρασε η ανθρωπότητα είχε συνέπεια να υπογραφεί σειρά συμφωνιών περιορισμού των πυρηνικών δοκιμών και μια συμφωνία εγκατάστασης μιας «θερμής γραμμής» επικοινωνίας μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Κρεμλίνου.

Υπήρξε όμως και μια αρνητικότατη πλευρά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Το στρατιωτικό κατεστημένο της Μόσχας ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ευρείας κλίμακας κατασκευής πυρηνικών όπλων.

Η κούρσα εξοπλισμών είχε ξεκινήσει και κράτησε σχεδόν 33 χρόνια. Η διάλυση της ΕΣΣΔ επέφερε και το σταμάτημα αυτής της κούρσας.

Σήμερα, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια νέα κούρσα τρισεκατομμυρίων δολαρίων για ανανέωση και τελειοποίηση των φοβερών αυτών μέσων αυτοκαταστροφής, αναγκάζοντας τη Ρωσία και την Κίνα να ακολουθήσουν.

Τα μαθήματα από την κρίση

Ο κίνδυνος παραμένει

…τώρα πια ρωτάμε, αν μπορεί να επιζήσει ο επιστημονικός άνθρωπος. Βέβαια, δεν ρωτάμε αν ο άνθρωπος θα επιζήσει δέκα ή έστω εκατό χρόνια. Αν έχει τύχη και με διάφορα τεχνάσματα, μπορεί να επιζήσει ξεφεύγοντας τους κινδύνους που τον απειλούν. Η καλή τύχη όμως δεν μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον και ο κίνδυνος, αν δεν αντιμετωπισθεί, αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιήσει την απειλή του

Bertrand Russell

Τι θα μπορούσαμε να αντλήσουμε ως συμπέρασμα από τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι ηγέτες Κένεντι και Χρουστσόφ ως προς τη δημιουργία και τη διαχείριση της κρίσης των πυραύλων τον Οκτώβριο του 1962;

Ηταν τυχοδιωκτική η κίνηση του Ρώσου ηγέτη να εγκαταστήσει τους πυραύλους του στην Κούβα, όπως γράφει ο Ανατόλι Ντομπρίνιν στα απομνημονεύματά του;

Ηταν, όπως υποστήριξε ο Noam Chomsky, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να αντιδράσει με αποκλεισμό για να αποδείξει την κυριαρχία των ΗΠΑ, αδιαφορώντας αν αυτό θα κατέληγε σε παγκόσμιο ολοκαύτωμα;

Μία και μοναδική «ανάγνωση» της Ιστορίας δεν υπάρχει, πλην όμως μπορεί κανείς να δικαιολογήσει με βάση τα ανθρώπινα τις κινήσεις των δύο ηγετών.

Ο Αμερικανός είχε σκοπό να ανατρέψει τον Φιντέλ Κάστρο. Το προσπάθησε με την περίφημη επιχείρηση που έμεινε γνωστή ως «ο Κόλπος των Χοίρων».

Δεν έπαψε, ωστόσο, να μηχανεύεται την πτώση του με βάση το σχέδιο mangusta.

Ο Ρώσος, γνωρίζοντας αυτή τη θέση των ΗΠΑ, αντέδρασε υποστηρίζοντας τον σύμμαχό του.

Το θέμα ήταν ότι και οι δύο ηγεσίες βρέθηκαν σε παραζάλη και ο πυρηνικός πόλεμος μπορούσε να αρχίσει από αυτήν ακριβώς την παραζάλη και τη σύγχυση που κυριαρχούσε και στα δύο στρατόπεδα.

Αρκεί κανείς να διαβάσει το «Is That Something the Crew Should Know?» του Don Clawson, πιλότου ενός Β-52, ο οποίος στην κυριολεξία μπορούσε να ξεκινήσει τον πόλεμο πατώντας ένα κουμπί!

Ο πιλότος υποστηρίζει ότι ο κυβερνήτης, ο συγκυβερνήτης και ο αξιωματικός που έλεγχε τα ραντάρ του Β-52 μπορούσαν να εκπέμψουν τη μοιραία διαταγή για βομβαρδισμό της Ρωσίας.

Εφόσον η διαταγή τούς δινόταν (κι αυτό μπορούσαν να το δώσουν οι ίδιοι, αν ήθελαν, καθώς γνώριζαν όλους τους κωδικούς και τη διαδικασία), δεν υπήρχε πιθανότητα ανάκλησης.

Υπήρχαν 60 με 176 αεροπλάνα Β-52 τα οποία πετούσαν γύρω από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της κρίσης, άρα 180 με 528 μέλη πληρωμάτων με αυτή τη δυνατότητα.

Η εντιμότητα και η ψυχική ισορροπία αυτών των πληρωμάτων που γνώριζαν ότι μετέφεραν πυρηνικές βόμβες είναι αυτό που βοήθησε να αποφευχθεί ο Γ΄ παγκόσμιος πόλεμος (βλ. και κινηματογραφικό έργο βασισμένο σ’ αυτές τις αποκαλύψεις: «Flying Safe»).

Αλλά και η κατάσταση που κυριαρχούσε στα ρωσικά υποβρύχια, έξω από τα ύδατα της Κούβας και ιδιαίτερα στο ρωσικό υποβρύχιο Β-59 του οποίου ο κυβερνήτης νόμιζε πως ο Γ΄ παγκόσμιος είχε ξεκινήσει και ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει πυρηνοκέφαλο πύραυλο εναντίον του αμερικανικού στόλου ο οποίος τον καταδίωκε και έριχνε βόμβες βυθού, ήταν δύσκολη.

Πόσες άλλες άραγε κρίσιμες στιγμές υπήρξαν που δεν γνωρίζουμε και που ο ανθρώπινος παράγοντας ενέργησε σωστικά;

Με φρίκη ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι η ανθρώπινη επιθετικότητα στις μέρες μας αυξάνεται αντί να μειώνεται και εκφράζεται μέσα από μια τεχνολογία, η οποία θα γίνεται δυσέλεγκτη όσο περνάν τα χρόνια.

Με αγωνία παρατηρεί τους ηγέτες, ιδιαίτερα της Δύσης, να δρουν ψυχαναγκαστικά, αρνούμενοι να δεχτούν την άνοδο της Ρωσίας και της Κίνας ως ισότιμων δυνάμεων.

Επί πέντε αιώνες η Δύση διαφέντευε την υφήλιο. Σήμερα αυτό δεν ισχύει, προκαλώντας ένα σοκ με απρόβλεπτες, έντονες και σπασμωδικές αντιδράσεις από τη μεριά των ηγετών της.

Και όμως! Σήμερα δεν υπάρχει κανένα σοβαρό φιλειρηνικό κίνημα όπως στη δεκαετία του 1960.

Η ιντελιγκέντσια σιωπά. Οι επιστήμονες σιωπούν ή δεν τους δίνεται η δυνατότητα να μιλήσουν. Το Χόλιγουντ που κάποτε έβγαζε εξαιρετικά έργα σε πνεύμα αντιπολεμικό, δεν κάνει άλλο από να παρουσιάζει τη βία στην ακρότητά της.

Τα ΜΜΕ στη Δύση εκπέμπουν μονολιθικά τις ειδήσεις.

Ο κόσμος είναι χαμένος στα καθημερινά του προβλήματα και οι νέοι, αποχαυνωμένοι από τη χρήση της τεχνολογίας, ακινητούν.

Οταν έληξε η κρίση της Κούβας, ο πρόεδρος Κένεντι είχε πει στον φίλο του και πρεσβευτή John Kenneth Galbraith:

«Κεν, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κακές συμβουλές έλαβα όσο διαρκούσε η κρίση» (!).

Ποιες συμβουλές και ποίων θα ακολουθήσει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ και ποιος ξέρει πώς θα αντιδράσει ο πρόεδρος της Ρωσίας ή της Κίνας σε μια θερμοκέφαλη στάση από μέρους των Δυτικών;

Θα είναι άραγε η συμπεριφορά του εκείνη του Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος στην ουσία υποχώρησε ένα βήμα πριν από τον όλεθρο, σε βάρος του γοήτρου τής τότε ΕΣΣΔ;

Κανείς δεν τον γνωρίζει. Και κανείς δεν γνωρίζει τα τυχαία γεγονότα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν στην αυτοκτονία της ανθρωπότητας, άσχετα από τη θέληση των ηγετών και προέδρων.

Πολλοί, οι περισσότεροι, υποστηρίζουν πως ναι, πόλεμοι θα γίνονται, αλλά πόλεμοι τοπικοί.

Ξεχνούν πως η Ιστορία διδάσκει ότι οι τοπικοί πόλεμοι εξελίσσονται σε γενικούς πολέμους.

Και ο επόμενος γενικός πόλεμος, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, θα είναι ο τελευταίος.

Το μέγιστο μάθημα από την υπόθεση των πυραύλων της Κούβας είναι το ακόλουθο: Ο έλεγχος σε παρόμοιες –με το ζήτημα της Κούβας– καταστάσεις χάνεται εύκολα.

Αν μάλιστα μία από τις υπερδυνάμεις θεωρήσει ότι ταπεινώνεται (όπως σήμερα η Ρωσία με όλες τις εξωφρενικές κυρώσεις και δαιμονοποιήσεις του προέδρου της από τη Δύση), τότε πολύ εύκολα μπορεί να οδηγηθεί ο κόσμος στον όλεθρο ενός πυρηνικού πολέμου που θα είναι όντως ο τελευταίος.

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε να θυμηθούμε σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, τα λόγια του φιλοσόφου και ειρηνιστή Bertrand Russell:

«[…] τώρα πια ρωτάμε, αν μπορεί να επιζήσει ο επιστημονικός άνθρωπος. Βέβαια, δεν ρωτάμε αν ο άνθρωπος θα επιζήσει δέκα ή έστω εκατό χρόνια. Αν έχει τύχη και με διάφορα τεχνάσματα, μπορεί να επιζήσει ξεφεύγοντας τους κινδύνους που τον απειλούν. Η καλή τύχη όμως δεν μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον και ο κίνδυνος, αν δεν αντιμετωπισθεί, αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιήσει την απειλή του».

Για όσους ενδιαφέρονται σε βάθος για το ζήτημα που αναπτύξαμε στα άρθρα μας, προτείνω να προστρέξουν στις αποκαλύψεις του Ρώσου ερευνητή Alexander Mozgovoy και του Αμερικανού αξιωματικού του Ναυτικού Peter Huchthausen καθώς και στις αναμνήσεις του Βλαντιμίρ Ορλόφ.
Επίσης τα πρακτικά της συνάντησης της Αβάνας του 2002, όπου συζητήθηκε εκτενώς το ζήτημα από προσωπικότητες που είχαν λάβει μέρος, όπως ο τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Μακ Ναμάρα και άλλοι.

Τα απομνημονεύματα του Χρουστσόφ και του Ανατόλι Ντομπρίνιν καθώς και του Ρόμπερτ Κένεντι το βιβλίο «Δεκατρείς ημέρες» έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Βασική πηγή αποτελούν και οι συζητήσεις της EXCOM, της συσταθείσας ad hoc Εκτελεστικής Επιτροπής στην οποία προήδρευε ο Κένεντι και που ο ίδιος κρυφά είχε δώσει εντολή να μαγνητοφωνηθούν.

Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται όχι μόνο για την κρίση per se αλλά και την ανάλυση των ηχογραφημένων συζητήσεων παραπέμπουμε στα έργα του ιστορικού Sheldon M. Stern: «Averting the Final Failure: John F. Kennedy and the Secret Cuban Missile Crisis Meetings» (2003), «The Week the World Stood Still: Inside the Secret Cuban Missile Crisis» (2005), «The Cuban Missile Crisis in American Memory: Myths versus Reality» (2012).

Ο Στερν ήταν ο πρώτος ιστορικός που άκουσε και αξιολόγησε αυτές τις μαγνητοφωνήσεις.

 

Πηγή