Μικρό ιστορικό Αφιέρωμα 

Γεννήθηκε στη σημερινή Πρώτη, (πρώην Κιούπκιοϊ) του σημερινού νομού Σερρών στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία, έξι χρόνια πριν την απελευθέρωση από την επική προέλαση του ελληνικού στρατού. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής (1880 – 1932), δάσκαλος και μετέπειτα καπνοκαλλιεργητής, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα[1], ενώ μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου (1888- 1940). Είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1917), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929).

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, συνέχισε τη δευτεροβάθμια στο διτάξιο Γυμνάσιο Νέας Ζίχνης και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών. Την εποχή εκείνη μεγάλη ευεργεσία στην οικογένεια του Γ. Καραμανλή πρόσφερε ο τότε καθηγητής και βουλευτής Σερρών Αθανάσιος Αργυρός, ο οποίος μετά τις σαρωτικές σε βάρος του Βενιζέλου εκλογές του 1920 περιελήφθη στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη. Τότε ο Α. Αργυρός ανέλαβε την επιμόρφωση του πρωτότοκου Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα (1923), όπου και τον εισήγαγε οικότροφο στο Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως (στο Παγκράτι) προκειμένου στη συνέχεια να σπουδάσει δικηγόρος. Τελικά ο Κ. Καραμανλής φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ΄ όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929. Υπηρέτησε στρατιωτική θητεία μόλις 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας. Αρχικά ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία του στις Σέρρες και το 1932 αποφάσισε να πολιτευτεί. Εισήλθε στην πολιτική με το Λαϊκό Κόμμα, δίπλα στον Α. Αργυρό, με το οποίο εκλέχθηκε αμέσως βουλευτής Σερρών, πρώτη φορά το 1935, σε ηλικία 28 ετών. Επανεξελέγη βουλευτής τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1936, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, η εφημερίδα Ελευθερία τον κατηγόρησε ότι, σε εκείνες τις δεύτερες εκλογές, κέρδισε την έδρα παραπλανώντας τους ψηφοφόρους του ως τότε προστάτη του, Α. Αργυρού, ο οποίος έμεινε έτσι εκτός Βουλής, αλλά και στη συνέχεια εκτός πολιτικής.[2][3]. Τον Αύγουστο του 1936 ο Ι. Μεταξάς κηρύσσει δικτατορία. Την εποχή αυτή ο Κ. Καραμανλής δικηγορεί και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Αυστρία και Γερμανία για να φροντίσει την βαρυκοΐα του, που άρχισε να τον βασανίζει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 επικαλείται το πρόβλημα της βαρυκοΐας του και δεν στέλνεται στο μέτωπο. Το 1941 γράφεται στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Στη διάρκεια της κατοχής συμμετέχει στην Αθήνα σε μια ομάδα νέων επιστημόνων, μεταξύ των οποίων και οι Ξ. ΖολώταςΚ. Τσάτσος, Αγγ. Αγγελόπουλος, Γρ. Κασιμάτης, που συζητούν για το μέλλον της χώρας, χωρίς να εμπλακούν σε κάποια αντιστασιακή δραστηριότητα.[4]

 

 

Στις εκλογές του 1946 επανεκλέγεται Βουλευτής Σερρών. Μεταβαίνει στις ΗΠΑ , όπου εκεί ακολουθεί νέα αγωγή αποκατάστασης της ακοής του και συμμετέχει σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Από το Νοέμβριο του 1946 έως τον Ιανουάριο του 1950 διατελεί Υπουργός Εργασίας, Μεταφορών και Κοινωνικής Πρόνοιας, στις Κυβερνήσεις διαδοχικά των Τσαλδάρη και Μάξιμου.Ως Υπουργός Εργασίας έρχεται αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φροντίζει για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών[5] . Παράλληλα, προωθεί την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνοεί την καθιέρωση ενιαίου φορέα[6] .

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Υπουργός Μεταφορών (1948)

Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκαθιστά εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις [7].Παράλληλα, έρχεται σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες (πάνω από τετρακόσιες) που είχαν το μονοπώλιο της ηλεκτροδότησης και προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες [8], ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Ο Καραμανλής προωθεί νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενισχύει το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείπεται από τα μεγάλα κόμματα και κοστίζει στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς του Τσαλδάρη και Σοφούλη [9].

Μεγάλη δημοσιότητα αποκτά λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Δημιουργεί το Πρόγραμμα «Πρόνοια- Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορηγεί στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου [10], παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση[11] . Εντός ενός έτους επαναπατρίζονται 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό. Από αρκετούς, θεωρείται πως αυτό το αποτελεσματικό πρόγραμμα αποκατάστασης, «ο οικονομικός Γράμμος» όπως αποκλήθηκε, είχε ως συνέπεια και τον πολιτικό προσεταιρισμό του προσφυγικού στοιχείου, το οποίο διαφορετικά μπορεί να είχε στραφεί προς το κομμουνιστικό στρατόπεδο, ενώ έπαιξε ρόλο στην έκβαση του εμφυλίου[12] .

Στις εκλογές του 1950 το Λαϊκό Κόμμα ηττάται, αλλά συμμετείχε στην βραχύβια κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου ο Καραμανλής γίνεται για λίγο Υπουργός Εθνικής Αμύνης. Τον Ιούλιο του 1951 νυμφεύεται την Αμαλία Κανελλοπούλου (μετέπειτα Μεγαπάνου), ανιψιά του πολιτικού και διανοητή, Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Κατόπιν διάφορων εσωκομματικών κινήσεων, προσχωρεί στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» υπό το Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος κερδίζει τις εκλογές του 1952.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καραμανλής ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ελληνικής πολιτικής αναλαμβάνοντας τελικά το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση τουΕλληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952). Λόγω της απρόσμενα υψηλής του απόδοσης στο Υπουργείο, αλλά και επειδή είχε την εύνοια του Αμερικανικού παράγοντα (ενώ φημολογούνταν ότι είχε και ερωτική σχέση με τη Βασίλισσα Φρειδερίκη)[13], όταν πέθανε ο Παπάγος και επρόκειτο να βρεθεί ο αντικαταστάτης του, ο βασιλιάς Παύλος πρότεινε αμέσως τον Καραμανλή για πρωθυπουργό. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμηχανία και αντιδράσεις τόσο σε στελέχη του "Συναγερμού", όσο και στην αντιπολίτευση. Εκφράστηκαν υπόνοιες ότι η κίνηση αυτή προδίκαζε το γρήγορο "κλείσιμο" του Κυπριακού ζητήματος. Για να το κάνει αυτό, ο βασιλιάς παρέκαμψε το Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, δύο έμπειρους πολιτικούς του Συναγερμού, οι οποίοι είχαν ευρέως θεωρηθεί ως οι πιθανότεροι αντικαταστάτες του Παπάγου. Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός στα μέσα του 1955 αμέσως μετά τον θάνατο του Παπάγου σχηματίζοντας την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1955 και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1956. Σε αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%). Το εκλογικό αυτό σύστημα προέβλεπε πλειοψηφικό και ενισχυμένη αναλογική στις περιφέρειες που ήταν πρώτο κόμμα η ΕΡΕ και απλή αναλογική στις υπόλοιπες, εξασφαλίζοντας έτσι στην ΕΡΕ τον μέγιστο αριθμό εδρών. Ο τρόπος με τον οποίο επικράτησε στις εκλογές έγινε αντικείμενο διεθνούς κριτικής ως εκλογικό πραξικόπημα και ξεκάθαρη νοθεία της λαϊκής βούλησης και ήδη από το 1956 ο πρωθυπουργός πια Καραμανλής έδειχνε τάσεις αυταρχισμού.[14]. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας ξεκίνησε τις δυσμενείς μεταθέσεις δημοκρατικών αξιωματικών και επέβαλλε στην ηγεσία του στρατεύματος ανθρώπους που συνδέονταν με την ακροδεξιά και αντιδημοκρατική οργάνωση ΙΔΕΑ.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο αρχηγός του ΙΔΕΑ, Αντιστράτηγος Σόλων Γκίκας, ήταν στενός φίλος, βουλευτής και Υπουργός του Καραμανλή.[15] Εξασφάλισε επίσης την πλειοψηφία στις εκλογές του 1958 και του 1961. Οι τελευταίες έμειναν στην Ιστορία ως εκλογές «βίας και νοθείας» μολονότι αυτές δε διεξήχθησαν από την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Κ. Δόβα, το σχηματισμό της οποίας το Κέντρο χαιρέτησε ως δική του νίκη, επειδή είχε λανθασμένα πιστέψει ότι θα διεξάγονταν επί ίσοις όροις.[16] Σε αυτές τις εκλογές σημειώθηκε όργιο παρενοχλήσεων και ξυλοδαρμών με στόχο αριστερούς και κεντρώους πολίτες[εκκρεμεί παραπομπή], ενώ πρωτοφανής ήταν και η νοθεία, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα των 218 χωροφυλάκων που ψήφισαν παράνομα στο νεοκλασικό της Ρηγίλλης[17]. Όλες αυτές οι ενέργειες προβλέπονταν από το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ, στο οποίο το γενικό πρόσταγμα είχαν ο Αρχηγός της ΚΥΠ Αλέξανδρος Νάτσινας και ο Διευθυντής Στρατιωτικού Γραφείου και στενός φίλος του Καραμανλή Βέρρος[εκκρεμεί παραπομπή]. Το σχέδιο είχε μελετήσει και εγκρίνει προσωπικά ο ίδιος ο Καραμανλής[18] και οι μετέπειτα προσπάθειες του να αρνηθεί τις ευθύνες του προκάλεσαν τη χλεύη των πολιτών.[19] Παρά ταύτα, ο τότε αρχηγός της ΕΚ και βασικός αντίπαλος του Καραμανλή Γεώργιος Παπανδρέου κήρυξε με αφορμή αυτές τις εκλογές τον «ανένδοτο αγώνα» για την «υπεράσπισιν και αποκατάστασιν της δημοκρατίας», ο οποίος κατόρθωσε να συσπειρώσει τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου παρά τη συνεχή τρομοκράτηση από τα Σώματα Ασφαλείας.[15] Το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία. Αυτή του η απόφαση έγινε αντικείμενο δριμείας κριτικής και θεωρήθηκε ντροπιαστική και υποχωρητική από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης[20]. Σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του αυτής, το Υπουργικό Συμβούλιο και η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ ήταν γεμάτα με πρώην συνεργάτες των Γερμανών επί Κατοχής και μεταξικούς πολιτικούς, όπως ο Δημήτριος (Τάκος) Μακρής, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ενώ η ΚΥΠ υπό το στρατηγό Αλέξανδρο Νάτσινα χαρακτηριζόταν ως υπερκυβέρνηση του τόπου.[19][21] Η πρώτη πρωθυπουργία του Καραμανλή χαρακτηρίστηκε επίσης από προσπάθεια ποδηγέτησης και καταστολής του φοιτητικού κινήματος, που ζητούσε αύξηση των δαπανών για την Παιδεία: ο Καραμανλής απάντησε δημιουργώντας την ΕΡΕΝ, και ανέχτηκε τη δράση της παρακρατικής ΕΚΟΦ.[εκκρεμεί παραπομπή] Επίσης, δέχτηκε κριτική για τη συνεχή αυτο-προβολή που επιδίωκε, και για το γεγονός ότ ο Νόμος 4000/1958 ήταν δική του έμπνευση.[22]

Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί[23]. Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα , ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις -με τη συμμετοχή ιδίως των Ε. ΑβέρωφΓ. Πεσμαζόγλου και Ξ. Ζολώτα– υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε : α)κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών β) κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών γ) σταδιακή υιοθέτηση σταδιακά, του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ δ) αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. ε) εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική στ) οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών [24]. Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι –όχι χωρίς δυσχέρειες- μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Θεωρείται πως αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979.

 

Η πρώτη πρωθυπουργία του χαρακτηρίστηκε από οικονομική πρόοδο των ανώτατων και ανώτερων οικονομικά στρωμάτων της χώρας, χωρίς να σημειωθεί όμως σημαντική άνοδος των εισοδημάτων για τις λαϊκές τάξεις[22] κάνοντας τον Γεώργιο Παπανδρέου να δηλώσει σκωπτικά «όταν οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν»[25] αλλά και από το ανώμαλο πολιτικό κλίμα της εποχής: η Δικαιοσύνη της εποχής δε δίστασε να φυλακίσει και να εξορίσει τον Μανώλη Γλέζο, που καταδικάστηκε με βάση το νόμο περί κατασκοπείας του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά[26]. Ο Καραμανλής το 1959 ανήγγειλε ένα πενταετές σχέδιο (19601964) για την ελληνική οικονομία εστιασμένο στη βελτίωση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, την επένδυση σε υποδομές και την προώθηση του τουρισμού. Οι μεταρρυθμίσεις του στην οικονομία απέδωσαν σε σχέση με το εισόδημα των ανώτερων οικονομικά τάξεων. Κατά το 1955-1963 η Ελλάδα γνώρισε πολύ ισχυρή άνοδο της οικονομίας. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν, παρά τη σημαντική αύξηση πληθυσμού κατά περίπου 7%, ανέβηκε περίπου 62% ή περίπου 6,2% ετησίως. Όλη αυτή την περίοδο η Ελλάδα συνέκλινε ταχύτατα με τον ανεπτυγμένο κόσμο της εποχής, δηλαδή την ΕΟΚ, την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ. Επίσης, ο Καραμανλής απέρριψε πολλές επωφελείς εμπορικές συμφωνίες που πρότειναν στην Ελλάδα οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, με βάση το ιδεολόγημα του κομμουνιστικού κινδύνου στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμη και φιλο-καραμανλικοί ιστορικοί θεωρούν άστοχους τους χειρισμούς Καραμανλή σε αυτό το θέμα.[27]

Ίσως η πιο δραματική αποτυχία της πρώτης πρωθυπουργίας Καραμανλή ήταν η πολύ μεγάλη άνοδος που σημείωσε ο σημαντικότερος οικονομικός δείκτης, αυτός της ανεργίας. Καθ'όλη την περίοδο 1955-1963 η ανεργία (που το 1961 είχε φτάσει στο 24%, δηλαδή 864.000 σε σύνολο εργατικού δυναμικού 3.640.000 ατόμων)[28] ανάγκαζε τους Έλληνες να μεταναστεύουν μαζικά στη Γερμανία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά για να ζήσουν αξοπρεπώς.[28]

 

 

Τον Ιούλιο του 1963 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία μετά από διαφωνία με τον βασιλιά Παύλο, πυροδοτούμενη κατά τα φαινόμενα από την έντονη αντιπάθεια της βασίλισσαςΦρειδερίκης προς το πρόσωπό του, στην πραγματικότητα όμως λόγω της πρόθεσής του να αναθεωρήσει[33] προς το δημοκρατικότερο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο είχε προωθηθεί μόνο από τις κυβερνήσεις του Κέντρου και ήταν ασφυκτικό για την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και ιδιαιτέρως γενναιόδωρο προς το Βασιλιά[34], και πέρασε τέσσερις μήνες στο εξωτερικό. Από τον Μάιο η χώρα ήταν σε αναταραχή, μετά τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη από παρακρατικούς, μετά από εκδήλωση για την ειρήνη στηΘεσσαλονίκη. Το Νοέμβριο, η Ε.Ρ.Ε. υπό την ηγεσία του έχασε τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αποχώρησε εκ νέου από την Ελλάδα. Τότε είχε ευρέως διαδοθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Καραμανλής χρησιμοποίησε κατά την αναχώρησή του από τη χώρα το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Για το γεγονός αυτό ο ίδιος παρατηρεί σε σημείωμά του τα εξής: «Χαρακτηριστικόν της απρεπείας, με την οποίαν οι αντίπαλοί μου αντιμετώπισαν την αποχώρησίν μου εκ της πολιτικής, είναι το γεγονός ότι επεχείρησαν να προσδώσουν μυστήριον εις τας προφυλάξεις που έλαβα διά την αθόρυβον αναχώρησίν μου. Και την ενεφάνισαν ως μυθιστορηματικήν φυγήν και μάλιστα υπό ψευδώνυμον, ενώ εγνώριζαν ότι η θεώρησις των διαβατηρίων μου είχε ζητηθεί να γίνη από το υπουργείο Εξωτερικών και τα εισιτήρια εξεδόθησαν επ' ονόματι εμού και της συζύγου μου».[35]

Στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. τον διαδέχθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί που κάλεσαν τον Καραμανλή να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν τα ίδια τα στελέχη της Χούντας των Συνταγματαρχών, όπως ο Ναύαρχος Αραπάκης και ο Στρατηγός Γκιζίκης, με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ.[36]

 

 

Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της Χούντας των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με το αεριωθούμενο αεροπλάνο τηςγαλλικής προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεσή του ο γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος. Έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η πιο βολική λύση για τις τότε (συντηρητικές) στρατιωτικές και οικονομικές ελίτ.[37] Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα. Νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε., αλλά δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν αρχικά επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις.

Εντούτοις, τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ήταν ο πρωθυπουργός σε σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ειδικότερα στη δίκη των δικτατόρων (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με πρωτοβουλία του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση "όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια"), στην οργάνωση των ελεύθερων κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δημοψήφισμα του 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τη σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975 και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.).

Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980. Στον οικονομικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις. Στον τομέα των εξωτερικών, ο Καραμανλής προχώρησε σε άνοιγμα πρός τις χώρες του Ανατολικού μπλόκ και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες επισκεπτόμενος μια σειρά κρατών. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος τουΝΑΤΟ (1974-1980).

Το 1980 παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός όμως λόγος της παραίτησής του ήταν η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου.[36] Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.

Η δεύτερη πρωθυπουργία του αντιμετωπίστηκε από ορισμένους αντιπάλους του ως το ίδιο αμφιλεγόμενη με την πρώτη: έγινε στόχος σφοδρής κριτικής από όλα τα κόμματα για την πολιτική του στην Κύπρο που θεωρήθηκε εξοργιστικά υποχωρητική[38] και σε αυτό δε βοήθησαν και οι δικές του δηλώσεις περί του ότι η Κύπρος είναι μακριά. Επίσης, κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε με σκανδαλώδη τρόπο τα κρατικά ΜΜΕ (ΕΡΤ) για την αυτο-προβολή του.[39] Άλλες αστοχίες της περιόδου 1974-1980 ήταν η γενικευμένη διαρροή θεμάτων των πανελληνίων εξετάσεων, με τον Καραμανλή να μην αποδέχεται την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Βαρβιτσιώτη[40] οι καταστρεπτικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα το 1977 με 5,000 στρέμματα δάσους να καίγονται και η αδυναμία (κατ'άλλους, αδιαφορία) του Καραμανλή και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, απόστρατου Στρατηγού Αναστάσιου Μπάλκου, να διώξουν χουντικούς αξιωματικούς από την Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή.[41] Τέλος, έγινε στόχος κριτικής και σάτιρας για την μεγάλη και πολυτελή κατοικία του (το ανάκτορο της Πολιτείας) στην περιοχή της Πολιτείας, όπου έζησε το διάστημα 1980-1998.[42]

 

 

Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τονΧρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την περίφημη φράση: "η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο". Το 1990επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.

Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 8 έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών. Τα αρχεία του φυλάσσονται στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής». Σήμερα, ο Καραμανλής παραμένει δημοφιλής σε πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού: το 2007, στη μεγάλη έρευνα της κεντροδεξιάς Καθημερινής για το πώς αποτιμούσαν οι 'Ελληνες τη Μεταπολίτευση μετά 33 χρόνια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι κυβερνήσεις του κατέκτησαν τη δεύτερη θέση: ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι κυβερνήσεις 1981-1989 κρίθηκαν ως οι καλύτερες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.[43].

Ο ανιψιός του, Κώστας Καραμανλής, υπήρξε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από το 1997 ως το 2009, και πρωθυπουργός την περίοδο 20042009.

Παραπομπές

 

ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ