Eπενδύσεις οκτώ εκατομμυρίων ευρώ δρομολογεί η ελληνική επιχείρηση Agrino σε μια προσπάθεια να αναπτύξει νέες αγορές και προϊόντα, εξάγοντας ήδη περίπου τρία από τα δέκα προϊόντα που παράγει.

Η Agrino έχει πετύχει οι εξαγωγές της να αντιπροσωπεύουν το 25% των πωλήσεών της, ενώ ετοιμάζεται να εγκαινιάσει και νέα ανοίγματα σε άλλες αγορές και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Νορβηγία, στο πλαίσιο του προγράμματος του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την Προώθηση του Ρυζιού σε Τρίτες Χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, Νορβηγία). Ταυτόχρονα, έμφαση δίνεται στις όμορες χώρες των Βαλκανίων, καθώς επιδιώκεται η αξιοποίηση των δυνατοτήτων σε logistics που η εταιρεία έχει αναπτύξει στη Βόρειο Ελλάδα.

Η ιστορία της σημερινής επιχείρησης ξεκινά το 1955 στο Αγρίνιο, όταν τα αδέλφια Ευστράτιος, Ευθύμιος και Γεώργιος Πιστιόλας παίρνουν την απόφαση να πραγματοποιήσουν το επιχειρηματικό τους σχέδιο και να ασχοληθούν με το εμπόριο ρυζιού. Εκμεταλλευόμενοι τους μεγάλους ορυζώνες που υπήρχαν στις περιοχές Νεοχωρίου και Κατοχής στον νομό Αιτωλοακαρνανίας ιδρύουν την εταιρεία «Αφοί Κ. Πιστιόλα» με αντικείμενο την εμπορία ρυζιού και οσπρίων και σηματοδοτούν έτσι το ξεκίνημα της ως τώρα επιτυχημένης πορείας της εταιρείας, που σήμερα φέρει την επωνυμία «ΕΥ.ΓΕ. Πιστιόλας Α.Ε.».

Λίγο αργότερα, το 1962, οι ιδρυτές αποφασίζουν να καθετοποιήσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να περάσουν στην παραγωγή. Για τον σκοπό αυτό αγοράζουν τις εγκαταστάσεις της «Ελληνικοί Ορυζόμυλοι», μπαίνοντας έτσι στην παραγωγική διαδικασία, για την οποία πλέον είχαν τον πλήρη έλεγχο. Επτά χρόνια αργότερα, το 1969, προχωρούν στην τυποποίηση του προϊόντος, δίνοντάς του την εμπορική ονομασία Agrino, με σκοπό τα προϊόντα να ξεκινήσουν να αποκτούν τη δική τους ταυτότητα.

Από το 1970 και μετά βελτιώνεται η ποικιλία του διακινούμενου ρυζιού, η οποία παράλληλα εμπλουτίζει το προϊοντικό της χαρτοφυλάκιο με όλες τις λευκές ελληνικές ποικιλίες ρυζιού, καθώς και με το ρύζι parboiled, «αμερικανικού τύπου». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε η πώληση χύμα ρυζιού αρχίζει πλέον να περιορίζεται και την προτίμηση των καταναλωτών να την κερδίζει το τυποποιημένο προϊόν, η εταιρεία Πιστιόλα κατορθώνει να κερδίσει την πρώτη θέση στο καλάθι της ελληνικής οικογένειας.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τόσο η ανάληψη καθηκόντων από τη δεύτερη γενιά, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στις οικονομικές επιστήμες, όσο και το ξεκίνημα των πρώτων εξαγωγών προς τις ελληνικές παροικίες, με έμφαση στη Γερμανία και την Αμερική, έδωσαν ώθηση στην εταιρεία για νέα ξεκινήματα.

Η εταιρεία απασχολεί 80 άτομα με το 85% πωλήσεών της να είναι σε ελληνικά (εγχώριας παραγωγής) προϊόντα. 

Πηγή