Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Αττίλας 1 – 20 Ιουλίου 1974

Γράφει ο Σάββας Ιακωβίδης

Δεδομένου ότι το παραπάνω γεγονός έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μη, από στρατευμένους επιστήμονες ή περισσότερο ανεξάρτητους, με αποτέλεσμα εκατοντάδες μονογραφίες, συλλογικά έργα, διατριβές καθώς και αναρίθμητα άρθρα στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, το άρθρο που ακολουθεί ασφαλώς και δεν καλύπτει ούτε στο ελάχιστο το πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο που προηγήθηκε της εισβολής πόσο μάλλον τις επιδιώξεις των εμπλεκομένων, είτε ως κρατικές οντότητες είτε ως φυσικά πρόσωπα που κατείχαν καίριες θέσεις σε κυβερνήσεις, υπουργεία, πρεσβείες και στρατιωτικά επιτελεία.

Μετά το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου του 1974, από Ελλαδίτες αξιωματικούς της ΕΛ. ΔΥ.Κ. και τμήματος της εθνοφρουράς που, ως αποδείχθηκε, ελέγχονταν από το καθεστώς Ιωαννίδη, κίνηση που επισήμως τουλάχιστον, αποσκοπούσε στη δολοφονία του ηγέτη της Κύπρου, ανοιγόταν ο δρόμος για τη δρομολογηθείσα προ πολλού τουρκική εισβολή στο βόρειο τμήμα της μεγαλονήσου. Η Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη της καθεστηκυίας τάξης στο νησί, μαζί με την Ελλάδα και τη Μ. Βρετανία, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, νομιμοποιούταν να επέμβει ακόμη και στρατιωτικά και σύμφωνα με το άρθρο 3 της συνθήκης. Τελικά η επέμβαση έγινε το καλοκαίρι του 1974, ενώ σχέδια επέμβασης από πλευράς Τουρκίας υπήρχαν, ψάχνοντας μονάχα την αφορμή για την υλοποίησή τους, τον Ιούνιο του 1964, μετά τα επεισόδια στα χωριά Μανσούρα και Κόκκινα και τη διατύπωση των ‘13 σημείων’, ως τροποποιήσεις επί άρθρων των συμφωνιών του 1959, αλλά και το Νοέμβριο του 1967, όταν στην περιώνυμε ‘κρίση του 1967’ μπρος στο ενδεχόμενο τουρκικής επέμβασης, ο Γ. Παπαδόπουλος απέσυρε την ελληνική μεραρχία που είχε αποστείλει στο νησί η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, την άνοιξη του 1964.

Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου του 1974, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν στρατηγικά σημεία του νησιού, ενώ τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη άφηναν τους πρώτους αλεξιπτωτιστές κατά μήκος του όρους Πενταδάκτυλος και τουρκικά μεταγωγικά πλοία με τη συνοδεία αντιτορπιλικών αποβίβασαν σε πρώτη φάση 6.000 στρατιώτες και κάποια άρματα μάχης στην Κερύνεια, στο βόρειο τμήμα του νησιού, δημιουργώντας έτσι τον πρώτο θύλακα-προγεφύρωμα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπουλέντ Ετσεβίτ υποστήριξε ότι η τουρκική αποστολή αποσκοπούσε στη αποκατάσταση της ειρήνης, που διασαλεύθηκε από το ελληνικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.

Η ελληνική πλευρά, τόσο η εν Ελλάδι πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία όσο και ο διορισθείς από το καθεστώς Ιωαννίδη, δοτός πρόεδρος Σαμψών, αιφνιδιάστηκαν αρχικά καθώς δε ανέμεναν τουρκική εισβολή, ίσως και λόγω των αμερικανικών διαβεβαιώσεων ότι κάτι τέτοιο δε θα γίνει. Στην Ελλάδα η αναμενόμενη επιστράτευση ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, το καθεστώς Ιωαννίδη κατέρρεε ραγδαία και οι όποιες σκέψεις για περιορισμένη έστω αεροναυτική βοήθεια περιορίζονταν, κυρίως για λόγους απόστασης, προβληματικού ανεφοδιασμού και γεωφυσικού πλεονεκτήματος του εχθρού. Άλλωστε το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας ήταν ιδιαίτερα ορατό. Βέβαια από την άλλη πλευρά, ο στρατός κάθε κράτους υπάρχει για αυτόν ακριβώς τον λόγο, να υπερασπίζεται τη εδαφική ακεραιότητα του έθνους, περιλαμβανομένης εν προκειμένω  της ομοεθνούς μεγαλονήσου. Οι ευθύνες των αρχηγών των κλάδων και του Γ.Ε.Σ. είναι αντικείμενο έρευνας και έτσι αρκετές ερμηνείες μπορούν να δοθούν, ιδίως στον τομέα επίρριψης ευθυνών.

Οι ηρωικοί μαχητές της ΕΛ.ΔΥΚ. και η αποδεκατισμένη εθνοφρουρά επιδόθηκαν σε έναν άνισο αγώνα υπεράσπισης της πατρώας γης, δεδομένης της αριθμητικής και κυρίως της ποιοτικής, σε πολεμικό εξοπλισμό, υπεροπλίας των τουρκικών δυνάμεων εισβολής. Τα ηνία στη διπλωματική σκακιέρα κρατούσε η αμερικανική πλευρά ως ουδέτερος παρατηρητής και επιδιαιτητής ανάμεσα σε 2 συμμάχους κατά τα άλλα χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, με προεξάρχοντα τον πανεπιστημιακό διεθνολόγο, θιασώτη της σχολής του ρεαλισμού, υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α., Χένρυ Κίσσινγκερ. Ο Κίσσινγκερ, που δεν επιθυμούσε την απώλεια ενός χρήσιμου συμμάχου όπως η Τουρκία για την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, εργάσθηκε παντοιοτρόπως για την ικανοποίηση κάθε τουρκικού αιτήματος, που στην προκειμένη σήμαινε τη συναίνεση αλλά και τη διπλωματική υποστήριξη στην εκχώρηση αλλότριας εδαφικής κυριαρχίας , του 37% της Κύπρου.

Οι συνέπειες της εισβολής, η οποία μετά από μια πρόσκαιρη και ωφέλιμη για την Τουρκία εκεχειρία συνεχίστηκε ως ‘Αττίλας 2’ μέχρι τα μέσα Αυγούστου, σήμανε, πλην της εδαφικής απώλειας, την εκπαραθύρωση από τις πατρογονικές τους εστίες περίπου 180.000 Ελληνοκυπρίων, αλλά και αρκετών χιλιάδων Τουρκοκυπρίων από του τουρκοκυπριακούς θύλακες του νότιου τμήματος του νησιού. Ο αριθμός των απωλειών, τόσο αμάχου πληθυσμού όσο και των μαχητών της εθνοφρουράς και της ΕΛ.ΔΥ.Κ., συμπεριλαμβανομένων των αγνοουμένων, μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί, δεδομένου ότι μαζικοί τάφοι με λείψανα εκτελεσθέντων αιχμαλώτων του 1974 έχουν ανακαλυφθεί καθώς και συνεχίζουν να βρίσκονται μέχρι σήμερα στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Βιβλιογραφία: Σωτήρης Ριζάς, Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των συνταγματαρχών και το Κυπριακό ζήτημα, 1967-1974, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2001.

Brendan O’ Malley-Ian Craig, Η συνωμοσία της Κύπρου. ΗΠΑ, κατασκοπία   και η τουρκική εισβολή, εκδ. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2002.

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική. 1945-1981, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2004.

Πηγή