γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Η υπογραφή του 3ου Μνημονίου έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια την υφέρπουσα εσωκομματική αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ.

 Όσο οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η εν λόγω αντίθεση μπορούσε να επικαλύπτεται. Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε με βαριά καρδιά τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, η παραμονή της Αριστερής Πλατφόρμας κατέστη αδύνατη.

Το 3ο Μνημόνιο προκάλεσε μία μεγάλων διαστάσεων διάσπαση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ασήμαντη στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, όπως αποδείχθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Η συμφωνία με τους δανειστές, όμως, όπως είναι γνωστόν, δεν είχε πρόβλημα να περάσει από τη Βουλή. Την υπερψήφισαν και τρία κόμματα της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι).

Το σαρωτικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είχε ερμηνευθεί από την εσωκομματική αριστερή αντιπολίτευση ως πολιτική αφετηρία για να διεκδικήσει η Αθήνα μία συμφωνία χωρίς επώδυνα μέτρα λιτότητας. Επειδή, βεβαίως, είχαν επίγνωση πως οι δανειστές ούτε καν θα συζητούσαν σ’ αυτή τη βάση, θεωρούσαν πως υποχρεωτικά ο πρωθυπουργός θα προσανατολιζόταν σε κινήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα άνοιγαν τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωζώνη.

Εκτός ατζέντας το Grexit

Ο Τσίπρας, όμως, είχε αποκλείσει την επιλογή της ρήξης και του Grexit. Για να διευκολύνει, μάλιστα, την επίτευξη συμφωνίας μετά το ηχηρό ΟΧΙ απομάκρυνε και τυπικά τον Γιάνη Βαρουφάκη από το υπουργείο Οικονομικών και ζήτησε από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών να συμφωνήσουν σε μία ανακοίνωση, η οποία αποτύπωνε την εθνική θέση. Με αυτά πήγε στις Βρυξέλλες.

Το ηχηρό ΟΧΙ δεν ήταν πολιτικός κόλαφος μόνο για τις εγχώριες άρχουσες ελίτ και για το παλαιό πολιτικό κατεστημένο. Ήταν κόλαφος και για το σύνολο σχεδόν των Ευρωπαίων ιθυνόντων, οι οποίοι, επίσης, είχαν ασκήσει ωμούς εκβιασμούς για να πριμοδοτήσουν το ΝΑΙ.

Μη θέλοντας, βεβαίως, να δείξει ότι υπό το βάρος του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλάζει στάση, το ευρωιερατείο δρομολόγησε μία τελική διαδικασία, θέτοντας το δίλημμα: ή συμφωνία ή Grexit. Ο Τσίπρας συνειδητοποίησε πως δεν είχε άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και αποδέχθηκε τον δρόμο που του άνοιξε ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ολάντ.

Στα μνημονιακά «παπούτσια»

Η κυβέρνηση Τσίπρα πρότεινε ένα δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο σε ορισμένα θέματα ήταν βαρύτερο από την πρόταση Γιούνκερ, την οποία είχε απορρίψει με 61,3% ο ελληνικός λαός. Επίσης πρόβαλε τα θετικά του υπό σύναψη 3ου Μνημονίου, επαναλαμβάνοντας κατά εντυπωσιακό τρόπο την επιχειρηματολογία των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.

Το μόνο βάσιμο επιχείρημα του πρωθυπουργού ήταν ότι επιδίωξε, δίπλα σ’ αυτό το πακέτο, να υπάρχει μία δέσμευση του ευρωιερατείου για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ήταν ξεκάθαρο, ωστόσο, πως το ζήτημα της αναδιάρθρωσης είχε ανοίξει, επειδή δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το πώς και το πότε, όμως, έγινε αντικείμενο δύσκολων διαπραγματεύσεων. Η αναφορά στη συμφωνία για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έστω κι αν αυτό δεν ομολογήθηκε.

Την αναδιάρθρωση δεν την έθετε και την θέτει στο τραπέζι μόνο το ΔΝΤ. Ήταν και η Ουάσιγκτον, αλλά και στελέχη του ευρωιερατείου. Το καταδεικνύουν οι σχετικές δηλώσεις. Ακόμα και ο Σόιμπλε υποχρεώθηκε να ομολογήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική της αναδιάρθρωσης με τη μορφή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και ενδεχομένως της μείωσης των επιτοκίων.

Η συζήτηση αυτή έδωσε μία δυνατότητα στον Τσίπρα να πουλήσει πολιτικά στην ελληνική κοινωνία αυτή την τόσο επώδυνη συμφωνία. Ο κύριος λόγος, όμως, που ο πρωθυπουργός εξασφάλισε μία κάποια συναίνεση όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στην κοινωνία, ήταν η διάχυτη πεποίθηση πως η οικονομία είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού και πως χωρίς συμφωνία θα κατέρρεε.

Ο φόβος της κατάρρευσης

Ο Τσίπρας δεν είχε άδικο που ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως απόρριψη των εκβιαστικών πιέσεων κι όχι ως παρότρυνση για ρήξη. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή στην κοινωνία κυριαρχούσε η επιθυμία για συμφωνία. Έστω και με ένα νέο επώδυνο Μνημόνιο, η πλειονότητα επιζητούσε τη σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και τη σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα.

Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, η ψήφιση ενός νέου επώδυνου Μνημονίου απαιτούσε προσωπική ιδεολογικοπολιτική υπέρβαση. Εκείνη τη φορά, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όλοι είχαν συνείδηση πως στη σύνοδο κορυφής της 12ης Ιουλίου 2015 παιζόταν η τελευταία πράξη του δράματος.

Το Παρίσι είχε ανοικτά ταχθεί εναντίον του Grexit, έχοντας επ’ αυτού εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ρώμης, της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και της Ουάσιγκτον. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ο πρόεδρος Ολάντ δεν είχε περιθώρια να υπαναχωρήσει, χωρίς το γόητρο της Γαλλίας να υποστεί καίριο πλήγμα με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τις λεπτές ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες. Ήδη άλλωστε, δεχόταν έντονες κριτικές ότι άγεται και φέρεται από τη Μέρκελ.

Η καγκελάριος δεν είχε την πολυτέλεια να διακινδυνεύσει μία ανοικτή αντιπαράθεση με το Παρίσι, ειδικά όταν και η ίδια φοβόταν το Grexit. Η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, άλλωστε, δεν μπορεί να επιβιώσει, χωρίς τη γαλλική σύμπραξη. Από την άλλη πλευρά, το κλίμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών ήταν εναντίον ενός νέου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας και ο Σόιμπλε είχε φροντίσει όλο το προηγούμενο διάστημα να τροφοδοτήσει αυτό το κλίμα ποικιλοτρόπως. Παρόμοιο κλίμα είχαν καλλιεργήσει και οι κυβερνήσεις-δορυφόροι του Βερολίνου στο εσωτερικό των χωρών τους.

Ο νέος κύκλος εξοντωτικής λιτότητας

Όπως αναμενόταν, για να αποσυρθεί το σενάριο του Grexit από το τραπέζι, η Μέρκελ ζήτησε πρόσθετα επώδυνα μέτρα από την Αθήνα, αδιαφορώντας εάν κατ’ αυτό τον τρόπο θα βύθιζε την Ελλάδα σ’ ένα νέο κύκλο εξοντωτικής λιτότητας. Οι αριθμοί ήταν εφιαλτικοί.

Το ελληνικό ΑΕΠ είχε αθροιστικά μειωθεί πάνω από 26%, Η ανεργία κυμαινόταν στο 27% της ανεργίας και σχεδόν 60% για τους νέους. Κι αυτό παρόλο ότι περίπου 250.000 κάτοχοι μάστερ και διδακτορικών είχαν μεταναστεύσει. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει ξεπεράσει τις 350.000. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φορολογουμένων προς το δημόσιο αυξάνονταν με ρυθμό σχεδόν ένα δισ μηνιαίως. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως τείνει να εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού.

Το συμπέρασμα που προέκυπτε από τότε ήταν πως ούτε το 3ο Μνημόνιο είχε τις προϋποθέσεις να θέσει την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης ευρωπαϊκού και όχι τριτοκοσμικού τύπου. Τα δύο χρόνια που έχουν περάσει από την ψήφιση του 3ουΜνημονίου επιβεβαιώνουν αυτό που μπορούσαν να δουν εξαρχής όσοι ήθελαν να δουν την πραγματικότητα και όχι να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους ή να βολευθούν στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων.