Όταν αποδειχθήκαμε κατώτεροι των περιστάσεων
Η κοινωνική κρίση ως απότοκο της επικοινωνιακής μας ανεπάρκειας
Της Μάγδας Χατζηστρατή

Παλιότερα οι άνθρωποι θεωρούσαν τις λέξεις πολύτιμες, γιατί ήταν ποτισμένες από τον ψυχισμό μας, γι’ αυτό και διατείνονταν ότι όσο προσεκτικοί χρειάζεται να είμαστε προκειμένου να προστατεύουμε τα μέλη του σώματός μας, έτσι έλεγαν ότι πρέπει να προσέχουμε και με τις λέξεις, γιατί είναι κομμάτι μας, προέκτασή μας.

Όλοι μας συνδεόμαστε από την πρώτη στιγμή με τον εαυτό μας και τους άλλους με λέξεις σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, εξ ου και το «εν αρχή ην ο λόγος». Με τη γλώσσα δομείται ο εγκέφαλος και εκφράζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα μας. Με το λόγο μαθαίνουμε πώς να ακούμε τις λέξεις του άλλου, να τον συναισθανόμαστε, να συμφωνούμε ή διαφωνούμε και έτσι κινείται και συγκινείται ο κόσμος.

Η μητρική σχέση ορίζεται από λέξεις. Ο έρωτας γεννιέται από λέξεις και αναζωπυρώνεται με αυτές. Η φιλία θεμελιώνεται στις λέξεις. Ωστόσο, οι άνθρωποι πια αποξενώνονται και αυτή είναι η αρχή του νήματος της κρίσης.

Η «ξύλινη» γραφή, ξεφεύγοντας αποκλειστικά από το δημοσιογραφικό και πολιτικό φάσμα, με την τυποποιημένη της μορφή, φορώντας αυτό το ανέκφραστο προσωπείο, παρεισφρέει πλέον στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τραβά το στέρεο τουβλάκι της βάσης του επικοινωνιακού οικοδομήματος, καταρρίπτοντας τους κόσμους που έως τότε μόχθησε να χτίσει, ενώ συνάμα ορθώνει το τείχος της ασυγκινησίας και της αβεβαιότητας. Οι γονείς πια δεν καταφέρνουν με τα λόγια τους να σπείρουν κάτι στις καρδιές των παιδιών τους. Οι φιλίες πνίγονται στα λιμνάζοντα νερά της συμβατικότητας και οι ερωτικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, αντί να τους ενώνουν περισσότερο, τους φέρνουν τον έναν αντιμέτωπο στον άλλο, βυθίζοντάς τους στη σιωπή και στην απομόνωση.

Όταν ψάχνουμε να βρούμε την ολοκλήρωση μέσα από τις λέξεις, εκείνα τα παρηγορητικά λόγια που άλλοτε περπατούσαν μέσα μας σκεπάζοντας την ψυχή μας με ένα πέπλο γαλήνης, τα βρίσκουμε πια λιγοστά και ανεπαρκή. Η κρίση απομύζησε όλη τους τη δύναμη, γιατί αμελούμε να χρησιμοποιούμε εκείνες τις λέξεις που αντικατοπτρίζουν απόλυτα τον ψυχισμό μας και βοηθούν τα κύτταρά μας να «ρουφήξουν» τα συναισθήματά της απώλειας, της ματαίωσης ή της αποτυχίας και τις γκρίζες «αποχρώσεις» τους στον ύψιστο βαθμό, ώστε να μπορέσουμε σταδιακά να τις αξιοποιήσουμε με δημιουργικό τρόπο.

Αν μπορούσα να παρομοιάσω με μια εικόνα την κρίση των λέξεων, θα ήταν με ένα στρατόπεδο επικοινωνιακής μάχης, όπου οι λέξεις εκσφενδονίζονται από δω κι από κει χωρίς σκοπό και στόχο.

Αναρωτηθήκαμε ποτέ τι λέξεις οι ίδιοι αρθρώνουμε στη ζωή μας; Αν ανακαλέσουμε στη θύμησή μας, τι λέξεις χρησιμοποιήσαμε άραγε για να αγκαλιάσουμε τις σχέσεις της ζωή μας; Σκεφτήκαμε πώς θα ήταν αν ό,τι δύσκολο δεν τολμούμε να πούμε και ό,τι καλό δεν χαρίζουμε στους άλλους το εξωτερικεύαμε, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα;

Ναι, ίσως τότε οι λέξεις να διατηρούσαν τη δύναμη και την ισχύ τους και να μην είχαν αποδειχθεί κατώτερες των περιστάσεων. Ίσως έτσι οι άνθρωποι έπαυαν να νιώθουν ότι εξαντλήθηκε κάθε εφεδρεία του λογικού. Ίσως έτσι σφράγιζαν τις εισόδους στην παράνοια, τη μοναξιά, την κατάθλιψη που παραμονεύουν, τρίβοντας επιδεικτικά τα χέρια τους που θα τους ανοίγαμε διάπλατα τις πύλες του εαυτού μας και τους ετοιμάζαμε ζεστή γωνιά για να θρονιάσουν.