Του Στρατή Μαζίδη

Γεμάτη αίμα, δάκρυα και ιδρώτα η ιστορία του λαού μας. Εκεί που χρόνια άνθιζε σαν ένα όμορφος ευωδιαστός κήπος, ξεριζωνόταν με τον πλέον βιαιότερο τρόπο.

Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τη γενοκτονία όχι μόνο του Πόντου αλλά ολόκληρου του Μικρασιατικού Ελληνισμού από το 1914;

Τον ξεριζωμό του 1922;

Τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το 1955 με τη νύχτα των Κρυστάλλων;

Την τραγική απώλεια της Κύπρου που ξεκίνησε από τη Ζυριχή και ολοκληρώθηκε το 1974;

Ή ακόμη και το γεγονός πως όταν μοιραζόταν ο κόσμος στα τέλη του Β'ΠΠ, εμείς αντί να διεκδικήσουμε αυτό που δικαιούμασταν, σφάξαμε ο ένας τον πατέρα του αλλουνού για να διαλέξουμε σε ποιο σύστημα, τα οποία απέτυχαν με διαφορά 20 ετών το καθένα, θα υποταχθούμε;

Ωραίοι αλλά και μοιραίοι ως Ελληνες. Ικανοί για το καλύτερο αλλά και το χειρότερο.

Δυστυχώς ως λαός δε διδαχθήκαμε τίποτε από την ιστορία μας. Μόνο κάτι σελίδες που έπρεπε να παπαγαλίσουμε στο σχολείο. Άλλο όμως το παραδίδω την ύλη και άλλο το διδάσκω. Κοιτάμε την πέτσα μας αλλά δεν μπορούμε να διακρίνουμε από τι στην ευχή είναι φτιαγμένη.

Το 1920 ήμασταν διχασμένοι μεταξύ μας και το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Τη μεγάλη στιγμή του Ελληνισμού τα κάναμε κυριολεκτικά θάλασσα και καταλήξαμε μέσα σε αυτή.

Το 1955 ήμασταν ανίκανοι να προβλέψουμε, να προλάβουμε και κατόπιν να αντιδράσουμε.

Το 1974 απλά κοιτούσαμε απαθείς και ουδέποτε ενδιαφερθήκαμε για το τι απέγιναν 1619 άνθρωποι, πολλοί εκ των οποίων ζούσαν το μαρτύριό τους σε τουρκικές φυλακές.

Το αίμα των πατέρων και των παπούδων μας δεν πέρασε τελικά μέσα μας. Γίναμε άνθρωποι της τρυφής, της ξάπλας και της κονόμας. Παρτάκηδες. Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω!

Ποια Θράκη; Ποια Σκόπια; Ποια Κύπρος; Ποιο Αιγαίο; Ποιες παραβιάσεις; Ποιοι λαθρομετανάστες; Ποια ανεργία; Ποιοι απατεώνες πολιτικοί; Ποιοι ολιγάρχες μάγκες με τα λεφτά μας; Ποιοι δημαγωγοί; Ποιοι ξεπουλημένοι; Ποιο κράτος μπουρδέλο; Ποια αναξιοκρατία; Στα παλιά μας τα παπούτσια. Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν.

Τους βλέπαμε 40 χρόνια και είτε δεν αντιδρούσαμε είτε όσοι αντιδρούσαμε, δεν καταφέραμε να πείσουμε και να αφυπνίσουμε τόσους όσους χρειαζόταν. Δε θέλαμε να πάμε μπροστά. Μόνο να περάσουμε καλά. Κι ας ήταν με ξένο χρήμα. Κι ας ήταν δομημένο πάνω στη σαπίλα. Ακόμη και σήμερα, σε αυτούς, τους δολοφόνους των ονείρων μας, εξακολουθούμε να αναζητούμε τη διέξοδο.

Όμως πλέον τα λουριά έσφιξαν. Αυτοί που μας τα πέρασαν αθόρυβα και τα κρατούσαν λάσκα, κοντεύουν να μας πνίξουν.

Και τώρα φτωχοί, δίχως άλλα δανεικά, άδειοι από ιδανικά, δεχόμαστε τους εμπτυσμούς του καθενός.

Ετοιμαζόμαστε να ξαναζήσουμε την ιστορία μας.

Αυτή τη φορά ίσως πάρουμε το μάθημά μας…