Της Αγγελική Σπανού 

Στον τομέα της οικονομικής πολιτικής η κυβέρνηση Σαμαρά ακολουθεί μία εξαιρετικά ριψοκίνδυνη τακτική. 

Περιγράφει μέτρα αναζωογόνησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας με έμφαση στους μικρομεσαίους και στους ελεύθερους επαγγελματίες και διευκόλυνσης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Η πολιτική της όμως δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτήν που καταδίκασε με την ψήφο του ο ελληνικός λαός στις ευρωεκλογές. Προς το παρόν η κυβέρνηση διασώζεται από την έλλειψη αξιόπιστου οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Κανένας όμως δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσει η καλή πολιτική της τύχη.

Αυξήσεις αντί για μειώσεις

Η κυβερνητική ηγεσία επιχειρηματολογεί υπέρ της δραστικής μείωσης της φορολογίας μόλις το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες. Αυτές οι δηλώσεις είναι μικρή παρηγοριά για τους εργαζόμενους, τα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, που καλούνται να καταβάλουν μέσα στο 2014 περισσότερους φόρους σε πολύ δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Ανάλογη είναι και η επικοινωνιακή διαχείριση του ΕΝΦΙΑ. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Χαρδούβελης ανακοινώνει τη μελλοντική μείωσή του, ενώ οργανώνει την αύξηση της φορολογίας των ακινήτων, αποδίδοντας τις πιο εντυπωσιακές υπερβολές σε συνεργάτες του προκατόχου του κ. Στουρνάρα. Ο ενιαίος φόρος είναι υψηλότερος από το «χαράτσι Βενιζέλου», που συνήθιζαν να καταγγέλλουν οι βουλευτές της ΝΔ, και γίνεται πιο σκληρός εξαιτίας της ουσιαστικής κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων. Η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, που αποτελούσε σημαντικό τμήμα της βάσης της ΝΔ, αντιλαμβάνεται τον εμπαιγμό, εφόσον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες φορολογικές υποχρεώσεις.

Η απόδειξη της υπερφορολόγησης στην οποία καταφεύγει η κυβέρνηση βρίσκεται στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων με ρυθμό 1 δισ. ευρώ το μήνα. Το οικονομικό επιτελείο δεν προβληματίζεται από την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, εφόσον αυξήθηκαν τα έσοδα από την τακτοποίηση προηγούμενων οφειλών κατά 2 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2014. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αδυνατούν, σε πολλές περιπτώσεις, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, κάνουν όμως ό,τι μπορούν για να κλείσουν τις φορολογικές «τρύπες» προκειμένου να αποφύγουν τις επιβαρύνσεις από τα τοκογλυφικά επιτόκια που τους έχουν επιβληθεί στο όνομα της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών.

Επικοινωνιακές οι ρυθμίσεις

Μπορεί τα τοκογλυφικά επιτόκια να δημιουργούν φοβερές επιβαρύνσεις σε όσους δεν μπορούν να ανταποκριθούν έγκαιρα στις φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, αυτό δεν εμποδίζει όμως την κυβέρνηση να «διαρρέει» ότι επίκειται νέα ευνοϊκή ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών με δυνατότητα εξόφλησής τους σε 100 δόσεις. Υποτίθεται ότι η «καλή» κυβέρνηση θέλει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση αλλά εμποδίζεται από την «κακή» τρόικα.

Ανύπαρκτες είναι και οι ρυθμίσεις που ανακοινώνονται κατά καιρούς ακόμη και στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο. Ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς είχε δηλώσει ότι θα ίσχυε από τον Ιούλιο το νέο σύστημα απόδοσης ΦΠΑ που θα στηρίζεται στο αξίωμα «καταβάλλω τον ΦΠΑ στο Δημόσιο μόνο όταν τον πληρωθώ» για επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω των 500.000 ευρώ. Ο Ιούλιος πέρασε, το νέο σύστημα δεν εφαρμόζεται, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης «διαρρέει» στον Τύπο τις κινήσεις που περιορίζουν δραστικά τη μελλοντική εφαρμογή του και το Δημόσιο διεκδικεί ολοένα πιο επιθετικά τον ΦΠΑ που δεν έχει καταβληθεί ή που δεν έχει καταβάλει το ίδιο.

Στη σφαίρα της επικοινωνίας και της πολιτικής φαντασίας είναι και οι νομοθετικές ρυθμίσεις που διαφημίζονται, σύμφωνα με τις οποίες θα σταματήσει η ποινική δίωξη και φυλάκιση των οφειλετών του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. που έχει ποινικοποιήσει τη χρεοκοπία, η οποία μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται στην ουσιαστική χρεοκοπία του Δημοσίου και στα αναγκαστικά μέτρα των μνημονίων. Η ποινική δίωξη των οφειλετών και η στέρηση της ελευθερίας τους έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από τη Δικαιοσύνη, χωρίς αυτό να επηρεάζει την κυβερνητική πολιτική.

Η συνέχιση της ποινικής δίωξης των οφειλετών του Δημοσίου συνδυάζεται με την απαλλαγή από αστικές και ποινικές ευθύνες όλων όσοι συνέβαλαν στη χρεοκοπία της χώρας. Διοικητές και μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ΔΕΚΟ, υπεύθυνοι σημαντικών κρατικών υπηρεσιών, συνεταιριστές, αυτοδιοικητικοί παράγοντες και διαχειριστές δημοτικών επιχειρήσεων έχουν όλοι απαλλαγεί με νομοθετικές ρυθμίσεις από τις αστικές και ποινικές ευθύνες τους για τη μεγάλη οικονομική ζημιά που προκάλεσαν, ενώ όσοι καλούνται να καλύψουν το λογαριασμό της ιδιοτελούς κακοδιαχείρισης διώκονται με κάθε τρόπο. Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των κατασχέσεων τραπεζικών λογαριασμών των οφειλετών, ενώ η κυβέρνηση «δίνει μάχη» με την τρόικα για το αν τελικά οι πλειστηριασμοί ακινήτων των οφειλετών θα πραγματοποιούνται στα 2/3 της αντικειμενικής τους αξίας, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή ακόμη πιο χαμηλά, όπως λέγεται ότι επιδιώκει η τρόικα. Το ερώτημα είναι πόσοι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με βάση την αντικειμενική αξία των ακινήτων τους αλλά θα πρέπει να τα αποχωριστούν με τίμημα 30%-60% κατώτερο της αντικειμενικής αξίας εάν δεν μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες.

Χωρίς ρύθμιση τα «κόκκινα» δάνεια

Οι ρυθμίσεις που ανακοινώνονται για τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία έχουν σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, δεν συμβάλλουν στην επανεκκίνηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και στην ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Απλώς διαιωνίζουν μία απαράδεκτη κατάσταση, με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Στουρνάρα να χρειάζεται χρόνο για να ενημερωθεί για ένα θέμα που γνώριζε και ως υπουργός Οικονομικών, τις τράπεζες να επιδιώκουν να περάσουν τα stress tests προτού εξηγήσουν πώς ακριβώς θα διαχειριστούν το θέμα των «κόκκινων» δανείων, την κυβέρνηση να θέλει να αποφύγει μια νέα ανακεφαλαιοποίησή τους και να χρησιμοποιήσει τα σχετικά ποσά για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του Δημοσίου και τους νέους μετόχους των τραπεζών να επιδιώκουν εύκολες και γρήγορες υπεραξίες ανεξάρτητα από τις ανάγκες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.

Η έλλειψη ρευστότητας οδηγεί τους κυβερνητικούς αρμόδιους σε προπαγανδιστικές υπερβολές. Μετά το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο, στο οποίο η γερμανική πλευρά θα συμμετείχε με το… τεράστιο ποσό των 100 εκατ. ευρώ με στόχο τη στήριξη τομέων που δεν καλύπτονται επαρκώς από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είχαμε και την ανακοίνωση της μελλοντικής ίδρυσης μιας κρατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, η οποία θα έχει στόχο τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και θα στηρίζεται στη μετεξέλιξη του ευρισκόμενου σε πλήρες αδιέξοδο ΕΤΕΑΝ, σε γαλλικά πρότυπα. Έχει συμπληρωθεί μία τετραετία με τον εκάστοτε υπουργό Ανάπτυξης να ανακοινώνει νέες μεθόδους χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να γίνεται τίποτα ουσιαστικό.

Τελευταία επινόηση της κυβέρνησης είναι η επιδότηση των επιτοκίων δανεισμού των ιδιωτικών επιχειρήσεων με κεφάλαια του ΕΣΠΑ. Αντί να οργανώσουν την καλύτερη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με περισσότερο και φθηνότερο χρήμα για τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, επιδιώκουν την επιδότηση του τραπεζικού συστήματος μέσω της επιδότησης των επιτοκίων δανεισμού από το ΕΣΠΑ.

Οι ψηφοφόροι έστειλαν ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση στις ευρωεκλογές για ουσιαστική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται. Προς το παρόν οι κυβερνητικοί παράγοντες περιγράφουν τις αλλαγές που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον, ενώ εντατικοποιούν την εφαρμογή της ίδιας ακριβώς οικονομικής πολιτικής.

ΠΗΓΗ: Free Sunday