Tου Νίκου Κωνσταντάρα, Καθημερινή

Η 28η Οκτωβρίου του 1940 είναι το μέτρο της εθνικής ομοψυχίας, η ημερομηνία για την οποία όλοι οι Ελληνες μπορούν να είναι υπερήφανοι επειδή έθεσαν στην άκρη τις πολλές διαφορές τους και πολέμησαν με αυτοθυσία και επιτυχία εναντίον ενός πολύ ισχυρότερου εχθρού. Μετά 70 χρόνια, στην εποχή, πλέον, του Μνημονίου, λίγες μέρες πριν από τις τοπικές εκλογές, σάλπισαν πάλι τα μηνύματα της αντίστασης και του απελευθερωτικού αγώνα. Το ’40, όμως, ο εχθρός ήταν φανερός και ο πόλεμος αναπόφευκτος. Οσο κι αν η Ελλάδα προσπάθησε να μην απαντήσει στην πρόκληση του τορπιλισμού της «Ελλης» δύο μήνες νωρίτερα, το ιταλικό τελεσίγραφο για την άνευ όρων συνθηκολόγηση δεν επέτρεπε σε κανέναν Ελληνα (είτε πολιτικό είτε πολίτη) να επιλέξει την αποφυγή πολέμου.

Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η ομοψυχία. Σήμερα δεν συμφωνούμε στο πιο βασικό στοιχείο της κρίσης: ποιος είναι ο εχθρός. Για τους ασυμβίβαστους και εθνικά υπερήφανους –είτε της Νέας Δημοκρατίας είτε της Αριστεράς– ο εχθρός είναι η νέα «ξενοκρατία», η τρόικα, η οποία επιβάλλει τη δημοσιονομική σκλαβιά στους Ελληνες για χάρη ξένων τραπεζών. Για άλλους –ανάμεσά τους το «επίσημο» ΠΑΣΟΚ και ο ακροδεξιός ΛΑΟΣ– ο εχθρός είναι ο κίνδυνος της χρεοκοπίας της χώρας και η φτώχεια και ταραχή που θα ακολουθούσαν.

Η κυβέρνηση καλείται να εφαρμόσει μια πολιτική που δεν μπορεί παρά να πονέσει κι έτσι βρίσκεται σε θέση άμυνας, φοβούμενη το κόστος που θα πληρώσει σε πολιτικό επίπεδο στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής. Η Νέα Δημοκρατία πόνταρε στη «ζαριά» της αντιμνημονιακής εκστρατείας, με το επιχείρημα ότι ο λαός έχει ανάγκη από μια εναλλακτική λύση αντί για το δάνειο των 110 δισ. ευρώ από την Ε. Ε. και το ΔΝΤ. Οταν το δεύτερο κόμμα –και δη κεντροδεξιό– επενδύει σε «εναλλακτική λύση» φυσικό είναι να μην υπάρχει ομοψυχία γύρω από την ανάγκη για οδυνηρότατες θυσίες για τη σωτηρία της χώρας. Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, δεν έχουν κανένα λόγο να μετακινηθούν από το κάστρο της αέναης καταγγελίας της πραγματικότητας και να εγκαταλείψουν έναν λαϊκισμό ο οποίος είναι ανέξοδος όσο και αδιέξοδος.

Το ΠΑΣΟΚ, όμως, ίσως φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη διφορούμενη στάση των Ελλήνων. Ενώ γνώριζαν το αδιέξοδο της οικονομίας πολύ πριν από τις περσινές εκλογές, ο Γιώργος Παπανδρέου και το επιτελείο του προτίμησαν να υποκριθούν ότι θα τηρούσαν τις προεκλογικές υποσχέσεις (οι οποίες είχαν δοθεί με το επιχείρημα «Λεφτά υπάρχουν») πριν πάρουν μέτρα για τη διάσωση της οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια άνευ προηγουμένου επίθεση των αγορών, η οποία οδήγησε το κόστος του δανεισμού σε σημείο που αν δεν επενέβαιναν η Ε. Ε. και το ΔΝΤ θα αδυνατούσαμε να δανειστούμε πια και θα αναγκαζόμασταν να κατεβάσουμε τα ρολά. Επειδή, όμως, η χώρα δεν είναι μαγαζί του οποίου οι απολυμένοι εργαζόμενοι σηκώνονται και πάνε ήσυχα στα σπίτια τους, αλλά είναι το ίδιο το σπίτι τους, θα ακολουθούσε χάος.

Η κυβέρνηση δεν είχε καμία επιλογή εκτός από το να ζητήσει βοήθεια και να δεχθεί τους όρους των δανειστών. Φάνηκε ανέτοιμη για το μέγεθος της κρίσης. Το ’40 ο Μεταξάς, παρόλο που δεν ήθελε τον πόλεμο, προετοίμαζε τη χώρα για κάθε ενδεχόμενο, και αυτό επέτρεψε στον λαό να πιστέψει στη νίκη, να την επιδιώξει και να τη γευθεί. Το ΠΑΣΟΚ, αντιθέτως, έδειξε ότι σερνόταν σε μάχη που δεν ήθελε, χωρίς εφόδια, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς πίστη, χωρίς παζάρια. Εκανε το σχέδιο σωτηρίας (το οποίο σχεδιάστηκε από τους συνεταίρους μας, ας μην το ξεχνάμε) να μοιάζει με συνθηκολόγηση.

Στις πρώτες μέρες μετά τις περσινές εκλογές, όταν φάνηκε το μέγεθος της κρίσης, υπήρξε ένα ξαφνικό ρεύμα αυτοκριτικής στη χώρα. Ηταν σαν να γνωρίζαμε επιτέλους ότι είχαμε χτίσει πάνω σε σαθρά θεμέλια και είχε έρθει η ώρα της επανόρθωσης. Με τον καιρό, όμως, και με τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης να μοιάζουν με τρύπες στον κουβά, που η κυβέρνηση προσπαθεί να γεμίσει με περικοπές και θυσίες των πολιτών, είναι φυσικό να δυσφορεί ο κόσμος. Το γεγονός ότι δυσπιστεί, όμως, οφείλεται στην επιπολαιότητα των πολιτικών μας. Οι πολίτες δεν τολμούν να πιστέψουν στη νίκη, όχι μόνο επειδή δεν τους την τάζει κανείς, αλλά, βλέποντας τους πολιτικούς να συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να αλλάξουν συμπεριφορά και να συνεργαστούν, πείθονται ότι κάθε θυσία θα πάει χαμένη. Ετσι, είναι εύκολο να γνωρίζουμε σε τι λέμε «όχι» και δύσκολο να τολμάμε να πιστέψουμε.