Ντ. Tραμπ: Οι επιπτώσεις της διαπραγματευτικής του συμπεριφοράς

Γράφει ο Γιάννης Δημαράκης

Στις 9 Νοεμβρίου θα γνωρίζουμε ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Τα προγνωστικά δε δείχνουν σαφές προβάδισμα για έναν από τους δύο υποψήφιους. Ως εκ τούτου, η εκλογή του Ντ. Τραμπ είναι μια καθόλου αμελητέα πιθανότητα. Το διαπραγματευτικό προφίλ του εκάστοτε Αμερικανού προέδρου είναι καθοριστικό για τον τρόπο που η «χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη» συμπεριφέρεται τόσο στα παγκόσμια θέματα (πχ. κλιματική αλλαγή), όσο και στα περιφερειακά (πχ. Συρία, Β. Κορέα κλπ).

Η διαπραγματευτική συμπεριφορά ενός ηγέτη είναι δηλωτική του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τη συμπεριφορά του ίδιου του κράτους του οποίου ηγείται. Σε αυτό το πλαίσιο και επειδή το διαπραγματευτικό προφίλ του Ντ. Τραμπ είναι ριζικά διαφορετικό από αυτό του Μπ. Ομπάμα, καλό είναι να το εξετάσουμε, καθώς αυτό, σε περίπτωση νίκης των Ρεπουμπλικανών, θα καθορίσει τη διεθνή συμπεριφορά των ΗΠΑ, η οποία θα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Οι δε επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς θα είναι από αξιοσημείωτες, έως και δραματικές τόσο για την Ευρώπη γενικά, όσο και για την Ελλάδα ειδικά.

Υπάρχουν δύο άκρα που ορίζουν το φάσμα στο οποίο εντάσσεται η διαπραγματευτική συμπεριφορά ατόμων και οργανισμών. Αυτά είναι το «Συναινετικό» και το «Ανταγωνιστικό». Κανείς δεν είναι απόλυτα συναινετικός ή ανταγωνιστικός στη συμπεριφορά του, αλλά η συμπεριφορά όλων μας κλίνει πάντα λιγότερο ή περισσότερο προς τη μια ή την άλλη πλευρά.

Ο Ντ. Τραμπ είναι μια περίπτωση ακραία ανταγωνιστικού διαπραγματευτικού προφίλ. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την εξέταση έργων και δηλώσεών του που σχετίζονται με διαπραγματευτικά ζητήματα. Από τη δεκαετία του ’80, με το βιβλίο του «The art of the deal», αποτύπωσε τις βασικές του θέσεις γύρω από τα διαπραγματευτικά πράγματα. Έτσι, μάθαμε για παράδειγμα, ότι πρέπει πάντα να διαπραγματεύεται κανείς από θέση ισχύος. Υπό το πρίσμα αυτής της αρχής, θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τη διαπραγματευτική συμπεριφορά του (δυνητικού) προέδρου Τραμπ στο Συριακό. Φυσικά το διαπραγματευτικό προφίλ του Ντ. Τραμπ δεν ορίζεται αποκλειστικά από ένα βιβλίο που έγραψε πριν από 30 χρόνια. Ορίζεται περισσότερο από τις θέσεις του γύρω από σύγχρονα περιφερειακά ζητήματα. Ένα τέτοιο είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν. Η ιδέα του Τραμπ για τη σχετική διαπραγμάτευση είναι η εξής: «θα θέσουμε τους όρους μας στους Ιρανούς και θα φύγουμε από το τραπέζι των συζητήσεων. Εάν δεν τους δεχτούν εντός μίας εβδομάδας θα διπλασιάσουμε τις διεθνείς κυρώσεις. Αυτό θα το κάνουμε κάθε εβδομάδα μέχρι να υποχωρήσουν».

Στο θέμα των μεταναστευτικών ροών από το Μεξικό στις ΗΠΑ, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι θα χτίσει ένα τεράστιο (σε μήκος) τείχος για να λύσει το πρόβλημα. Επιπλέον, ο πρόεδρος Τραμπ θα υποχρεώσει το Μεξικό να πληρώσει την ανέγερση του τείχους. Όταν ο πρόεδρος του Μεξικό δήλωσε ότι δεν υπάρχει περίπτωση η χώρα του να πληρώσει για ένα τέτοιο έργο, η αντίδραση του Τραμπ ήταν ότι «το τείχος μόλις ψήλωσε κατά τρία μέτρα»(!).

Πέρα από την (αν)αποτελεσματικότητα των απόψεων Τραμπ για τον σχεδιασμό και τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς σε διακρατικό επίπεδο, οι θέσεις του δείχνουν ότι αγνοεί μία θεμελιώδη αρχή: Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών πρέπει να διασφαλίζει ότι ακόμη και η ηττημένη πλευρά θα «σώσει πρόσωπο», δεν θα εξευτελιστεί και θα μπορέσει να πουλήσει στο εσωτερικό της ακροατήριο την όποια συμφωνία, όσο δυσμενής και αν είναι αυτή.

Οι απόψεις του Τραμπ είναι αντίστοιχες για όλα σχεδόν τα θέματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων. Ποιες θα είναι λοιπόν οι επιπτώσεις της δράσης ενός τέτοιου παράγοντα στη διεθνή σκηνή; Πρώτα απ’ όλα οι ΗΠΑ θα κληθούν ν’ αντιμετωπίσουν την αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας, αφού οι τελευταίες δεν θα ενδώσουν σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές. Μένοντας στη σφαίρα των εχθρών των ΗΠΑ, οι ακραίες αντιδράσεις κρατών που δεν ελέγχονται εύκολα και που είναι κοντά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, όπως η Β. Κορέα και το Ιράν, δε μπορούν ν’ αποκλειστούν.

Ο Ντ. Τραμπ είναι μια περίπτωση ακραία ανταγωνιστικού διαπραγματευτικού προφίλ.

Όμως ούτε και η συνεννόηση με φίλους και συμμάχους θα είναι εύκολη, λόγω της τακτικής της επιβολής που δείχνει ότι θα θελήσει ν’ ακολουθήσει ο Τραμπ. Σύνθετοι διπλωματικοί χειρισμοί που σίγουρα θα χρειαστούν σε διάφορα μέτωπα, θα γίνουν πιο δυσχερείς εάν όχι αδύνατοι. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα πολλαπλασιαστούν τα αδιέξοδα και ο αριθμός των ανοικτών πληγών ανά τον πλανήτη. Αυτό σημαίνει ότι οι ένοπλες συγκρούσεις μπορεί να πυκνώσουν τόσο γεωγραφικά, όσο και σε ένταση. Πέρα από την απώλεια ζωών μαχόμενων και αμάχων, η προφανής συνέπεια θα είναι η ένταση των προσφυγικών ροών μακριά από τα θέατρα των συγκρούσεων και ιδιαίτερα προς την ελκυστική Δύση, την Αυστραλία και την Β. Αμερική.

Επιπρόσθετα, είναι πιθανό να υπάρξουν σύμμαχοι της Αμερικής που δεν θα θελήσουν να υποταχθούν ή έστω ν’ ακολουθήσουν τις επιλογές του προέδρου Τραμπ. Αυτό θα δώσει προνομιακό χώρο σε άλλους δυναμικούς «παίκτες» όπως η Ρωσία και η Κίνα να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους. Ενώ λοιπόν το βασικό μότο του Τραμπ είναι «να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά», ίσως αποδειχτεί ότι η εκλογή του θα οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή τη συρρίκνωση της επιρροής της Αμερικής ανά τον κόσμο.

Σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, οι ελπίδες για την αποφυγή των παραπάνω, θα στηριχθούν στο Αμερικανικό πολιτικό σύστημα (κυρίως στο Κογκρέσο) και στο διπλωματικό κατεστημένο. Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι βέβαιο ότι θα θελήσουν να λειάνουν την επιθετική και απόλυτη συμπεριφορά του νέου προέδρου, να διατηρήσουν διεθνείς δεσμούς δεκαετιών που θα πιεστούν και να παραμείνουν πιστοί στον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Όμως η δυναμική ενός νεοεκλεγέντος Αμερικανού προέδρου δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται. Άρα είναι πολύ πιθανό να γίνουμε μάρτυρες και μιας έντονης εσωτερικής θεσμικής σύγκρουσης εντός των ΗΠΑ.

Το διαπραγματευτικό προφίλ του Ντ. Τραμπ, παραπέμπει σε πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, οι οποίες θα είναι ζοφερές. Μακάρι το μέλλον να μη χρειαστεί ν’ αποδείξει ότι η παραπάνω ανάλυση είναι λάθος. Δηλαδή, μακάρι να εκλεγεί η Χ. Κλίντον.

Πηγή