Σε τι αποσκοπεί η αλλαγή του

Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης

Σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση για τον εκλογικό νόμο πολλαπλασιάζεται το ποσοστό κάθε κόμματος άνω του 3% με το 300 και το ακέραιο μέρος προσδιορίζει τον αριθμό εδρών που δικαιούται στο Κοινοβούλιο. Το άρθρο 2 γράφει: «Αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών υπολείπεται του αριθμού 300, τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα».

Εφαρμόζουμε τη μέθοδο στα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 και το άθροισμα είναι 277 έδρες. Δίνουμε και στα 8 κόμματα από μία έδρα βάσει των υπολοίπων, και φτάνουμε στις 285 έδρες. Εδώ ο νόμος μένει ελλιπής. Θα συνεχιστεί η ίδια διαδικασία, δίνοντας στα κόμματα δεύτερη και τρίτη επιπλέον έδρα; Λόγω του ότι τα κόμματα κάτω από 3% δεν δικαιούνται καμία έδρα, είναι προφανές ότι χρειάζεται να εφαρμοστεί η διάταξη πολλαπλώς, δηλαδή τα κόμματα να έχουν περισσότερες έδρες από όσες αναλογούν σ’ αυτά από την «απλή αναλογική», τις έδρες των κομμάτων με ποσοστό κάτω του 3%. Να μία αδυναμία του νόμου.

Δεύτερη αδυναμία η κατανομή των εδρών ανά περιφέρεια. Δεν θα μπω σε λεπτομέριες λόγω χώρου, αλλά εικάζω ότι η έκφραση «νόμος Κουρουμπλή» θα χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να δικαιολογήσει τις παλινωδίες εδρών ανά περιφέρεια. Θα τρίβουμε τα μάτια μας από τις παραδοξότητες.

Η σημαντικότερη είναι η τρίτη αδυναμία. Ο σχηματισμός κυβερνητικής πλειοψηφίας θα απαιτεί συνεργασία κομμάτων με άθροισμα ποσοστών γύρω στο 48%. Και ασφαλώς εννοώ οριακή πλειοψηφία. Η πλειοψηφία της σημερινής κυβέρνησης θα απαιτούσε συνεργασία κομμάτων με ποσοστό γύρω στο 51%, ενώ οι κυβερνητικοί εταίροι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛΑ έλαβαν αθροιστικά περίπου 39%. Θέλουμε τέτοιο κοινοβούλιο; Κοινοβούλιο ακυβερνησίας; Είμαστε σίγουροι;

Όταν κάποιος αποκτά ένα προνόμιο, δύσκολα αναλαμβάνει ο ίδιος την πρωτοβουλία να το εγκαταλείψει. Έτσι, δεν είναι πιθανό μία κυβέρνηση συνεργασίας πολλών κομμάτων, ευνοημένων από αυτόν τον εκλογικό νόμο, να τον αλλάξει σε άλλον, ευνοϊκότερο για σχηματισμό κυβερνήσεων. Έρχεται για να μείνει. Μόνο μία μακρά περίοδος ακυβερνησίας και των καταστροφικών συνεπειών της, ίσως συνεφέρει στο μέλλον το πολιτικό σύστημα.

Γιατί λοιπόν αυτός ο εκλογικός νόμος; Μήπως επειδή πραγματικά τον «πιστεύουν» οι κυβερνώντες λόγω αρχών; Αλήθεια; Είναι ανήθικο το μπόνους του πρώτου κόμματος; Τότε γιατί δεν προκαλούν εκλογές πάραυτα, ώστε να κυβερνήσουν με μία ηθική βουλή; Επίσης, γιατί η σπουδή να ψηφιστεί από 200 βουλευτές, ώστε να ισχύσει αμέσως; Αν ήταν διόρθωση προς τις πεποιθήσεις τους, θα ήταν ικανοποιητική η απλή ψήφισή του.

Μήπως το κάνουν από στεγνό αμοραλισμό; Δηλαδή με το σκεπτικό: «μετά από εμάς, ας έρθει το χάος»; Δύσκολο να το πιστέψει κανείς.

Μήπως ο λόγος ήταν παρόμοιος με του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989; Τότε, υποχρεώθηκε η χώρα να διεξάγει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις σε περίοδο 9 μηνών για να δώσει μόλις 150 έδρες στο πρώτο κόμμα με ποσοστό 47%; (η συνεργασία με ανεξάρτητο και εκλογική ένσταση αύξησε την πλειοψηφία στους 152). Θυμίζω ότι ο λόγος της εσπευσμένης αλλαγής του εκλογικού νόμου αποσκοπούσε στο να μην προλάβει η Βουλή να παραπέμψει τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς σκανδάλων σε δίκη, ώστε να παραγραφούν τα αδικήματα. Υπάρχει τέτοιος φόβος σήμερα;

Αναρωτιέμαι.