Κι όσο με πονάς, τόσο πιο δυνατά θέλω να σου φωνάξω…

Της Αλέκας Γράβαρη-Πρέκα

Αχ! Ελλάδα! Ελλάδα που σε κουβαλάω στο κύτταρό μου βασανιστικά «εις την ξένην», (κι ίσως γιατί μου έλειπες την έκανα πιο δική από δική μου). 
Αχ! Ελλάδα! Ελλάδα του Zυλιέν που το κατάμαυρο δέρμα του το φώτισε ο ήλιος σου – από τα βάθη της Αφρικής μέσα σε τέσσερα χρόνια πρώτος των πρώτων στα ελληνικά ΤΕΙ. Τα παιδιά τα δικά σου ο ήλιος σου τα μαυρίζει στη Μύκονο – Ψαρού κατά προτίμηση, δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι!

Αχ! Ελλάδα! Χώρα της απόλυτης σύγχυσης. Αριστεροί στα δεξιά των δεξιών, δεξιοί στ’ αριστερά των αριστερών και στη μέση ο μπούσουλας που τον ψάχνουν κεντρώοι, τάχα μου ανένταχτοι κι άλλοι που καραδοκούν την ευκαιρία τους. Αχ! Ελλάδα! 
Χώρα όπου το…άρωμα της σαπίλας από σκάνδαλα δισεκατομμυρίων σκαρφαλώνει μεσούρανα σαν άλλος «καπνός αναθρώσκων» που λαχταρούσε να δει ο Οδυσσέας. 
«Δίκη» και «Νέμεσις», είδωλα δικαίου της εποχής εκείνης, ετελεύτησαν από τις αναθυμιάσεις.

Αχ! Ελλάδα! Χώρα ταλαιπωρημένη, μεταπωλημένη -λες και δεν έφταναν τα τετρακόσια χρόνια τουρκεμένη- σε Φράγκους, Αγγλογάλλους, εσχάτως δε και σε Άραβες, Κινέζους, Ρώσους, να ’ναι καλά η μίζα κι εμείς καλύτερα.

Αχ! Ελλάδα! Χώρα όπου πωλούνται φιλότιμο, ιδεολογία, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες, υγεία σε φακελάρα (πάει πια το φακελάκι), δόξα καλλιτεχνική της μιας ώρας και της μιας δεκάρας, τηλεοπτική ξεφτίλα χαζοχαρούμενη, κουτσομπολίστικη, ψευτοκουλτουρέ.

Αχ! Ελλάδα! Χώρα με τόση ομορφιά που πληγώνει τα μάτια, με τέτοια φύση που όσους την τίμησαν με ιδρώτα κι αγάπη τους χρύσωσε με αξιοπρέπεια και περηφάνια. Μα θέλει κόπο, θέλει τρόπο, θέλει χρόνο, θέλει κράτος να στηρίζει. Ποιος αδειάζει τώρα! Βουρ, έξυπνε, δώσε παραλία και ποτά μπόμπες κι άσ’ τους τρελούς να χορεύουν. 
Σε νοιάζει σε ποια γλώσσα μεθάνε; Ελληνικά; Ποιος τα θυμάται! 
Παγκόσμιοι πολίτες, τι να την κάνουν τη γλώσσα τη λαλέουσα, τι να τον κάνουν τον Σοφοκλή, τον Ευρυπίδη, την Αντιγόνη που δίδαξε τι είναι χρέος, τι ιδανικά κι αρχές κι αξίες που στήριξαν τον πλανήτη! Αυτά είναι για κάτι γραφικούς αφελείς. Για τους ξύπνιους κάρφωμα, ρουφιανιά, λάδωμα και ζωή πασαλίδικη.

Δεν ξέρω αν σ’ το είπανε, Ελλάδα μου, αλλά είσαι σε κώμα. Πεθαίνεις. Ξύπνα αν θέλεις να ζήσεις κι εσύ και τα φιλότιμα παιδιά σου – γιατί απ’ αυτά κι αν έχεις, μα τα τρώει η μαρμάγκα.
Εσύ, «μητέρα μεγαλόψυχη» μπορείς «να συνεγείρεις τα παιδιά σου με λογισμό και μ’ όνειρο», όπως το θέλει ο ποιητής. 
Ξύπνα! Με αναπνευστήρες, δανεική ζωή, δανεικά χρήματα, φώναξε πως εσύ δάνεισες πολιτισμό και δεν τον αλλάζεις μ’ όλα τα κάλπικα που σε κάνανε, Ελλάδα μου, κουρελού τρύπια που μπάζει από παντού. 
Ξύπνα. Φώναξε πως παρ’ όλες τις προσπάθειες κάποιων, δεν πέθανες ακόμα. Πέτα τη μάσκα που σου φόρεσαν για να σε δυναστεύουν. Βουλιάζεις στην ανυποληψία, Ελλάδα μου, και ξέρεις γιατί πονάει πιο πολύ που αυτό που ζεις δεν σου αξίζει; 
Γιατί σε κατάντησαν έτσι τα παιδιά σου, που τους έδωσες ό,τι ακριβό για να ζήσουν ζωή ανθρώπινη μ’ ό,τι περικλείει ο όρος. Ότι προτίμησαν τα σκουπίδια, δικό τους πρόβλημα, όχι δικό σου.

Αχ! Ελλάδα! Με πονάς! 
Κι όσο με πονάς, τόσο πιο δυνατά θέλω να σου φωνάξω «Ελλάδα, σ’ αγαπώ!».

Πηγή “Η Σημερινή”