Ο οικονομικός χρόνος τελειώνει και η κυβέρνηση πρέπει να καθοδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική, λένε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας  «Nαυτεμπορική» έγκριτοι ακαδημαϊκοί που καλύπτουν όλο το φάσμα των τάσεων, αναφορικά με το ενδεδειγμένο σχέδιο λύσης για την εκτόνωση της ελληνικής κρίσης.

Στην πλειονότητά τους δεν προβλέπουν τελική συμφωνία σήμερα, τονίζουν ότι το μέλλον μας είναι εντός του ευρώ και συγκλίνουν σε γενικές γραμμές στην άποψη ότι η μόνη λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων απαιτεί γενναίες δράσεις και από τις δύο πλευρές.

Αδυνατίζουν οι δύο σημαντικοί πυλώνες της οικονομίας

Του Παναγιώτη Ε. Πετράκη
Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Είμαστε σε μια περίοδο, όπου ο οικονομικός χρόνος φαίνεται να είναι περισσότερο πυκνός και πιεστικός από τον πολιτικό. Ενώ δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση αισθάνεται ότι διατηρεί την πολιτική εμπιστοσύνη μιας σημαντικής μερίδας πολιτών στον τρόπο που χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις, οι εξελίξεις στην οικονομία υποδηλώνουν ότι ο τρόπος αυτός θα πρέπει να διορθωθεί άμεσα.

 

Αυτό συμβαίνει διότι μια επίσης σημαντική μερίδα πολιτών διαχειρίζεται με έναν ιδιόμορφο τρόπο τη στάση της απέναντι στο τραπεζικό σύστημα, αυξάνοντας τα υπερήμερα δάνεια, τις αναλήψεις μετρητών, καθυστερώντας τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Ως αποτέλεσμα, δύο σημαντικοί πυλώνες της οικονομίας -τραπεζικό και φορολογικό σύστημα- αδυνατίζουν.

Ας μη συζητήσουμε για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, εδώ και στο εξωτερικό. Ολα αυτά έχουν αξιόλογες βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υφεσιακές επιδράσεις στην οικονομία.

Η πολιτική ηγεσία οφείλει να υπερβεί τον αντικατοπτρισμό των προθέσεων (δημοσκοπήσεις) και να καθοδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική.

Μια λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, που θα περιελάμβανε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και μια παρέμβαση στο ζήτημα του χρέους, απαιτεί γενναίες θετικές κινήσεις και από τις δύο πλευρές. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για το μέλλον.

Μήπως οι προτάσεις μας δείχνουν απροθυμία;

Του Νικόλαου Απέργη
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς

Eπειτα από πέντε μήνες διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους «θεσμούς», έφτασε η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων: θα συμφωνήσουμε ή θα επιλέξουμε τη ρήξη και το κλείσιμο ενός έντονου κύκλου;

 

Αφού η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι λεπτομέρειες αποτρέπουν τη συμφωνία, τότε γιατί οι θεσμοί φαίνονται αδιάλλακτοι και απαιτούν μόνον μεταρρυθμίσεις; Μήπως γιατί οι προτάσεις μας δείχνουν την απροθυμία να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία, ώστε να αποκτήσει την ανταγωνιστική ικανότητα που λείπει;

Ιδιωτικοποιήσεις σε ορίζοντα 10 ετών δεν πείθουν κανένα να δώσει χρήματα, όταν σε 10 έτη οι πολιτικοί αυτοί μπορεί να είναι εκτός πολιτικού συστήματος. Η απροθυμία να διορθώσουμε το ασφαλιστικό σύστημα δεν αποτελεί κίνητρο συμφωνίας. Η απροθυμία μείωσης της σπατάλης των δημοσίων δαπανών (θα καταργήσει κάποιος τις ΜΚΟ;) χωρίς να μειωθούν μισθοί και συντάξεις οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

Η λειτουργία της οικονομίας σε άλλο νόμισμα και χωρίς εισροές κεφαλαίου θα δυσκολέψει για εκτεταμένο χρονικό διάστημα. Ακόμα και στην περίπτωση οικονομιών με συνεπή παραγωγή (βλέπε Αργεντινή), η περίοδος προσαρμογής εκτείνεται πέρα των 10 ετών. Φαντασθείτε στην ελληνική περίπτωση που κάποιοι στο παρελθόν είχαν τη φαεινή ιδέα μετάλλαξης της οικονομίας σε κέντρο υπηρεσιών.

Εάν επικρατήσει η λογική, πιστεύω ότι θα προλάβουμε το γκρέμισμα. Αλλιώς, θα διαπιστώσουμε πάλι την κακή μας μοίρα!

Επίπονη αλλά υποσχόμενη η σύγκρουση με τη Ε.Ε.

Του Σταύρου Μαυρουδέα
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Τους τελευταίους μήνες, όλη η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί το θρίλερ των διαπραγματεύσεων της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την Ε.Ε. Στόχος της πρώτης είναι ουσιαστικά η απάλυνση του μνημονίου, καθώς έχει ήδη αποδεχθεί περισσότερο από το 85% του, με μετριασμό της λιτότητας (χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, όχι περικοπές σε συντάξεις, ηπιότερη φορολόγηση κ.λπ.), διευκόλυνση της εξυπηρέτησης του χρέους και αναπτυξιακή βοήθεια. Αυτός ο στόχος σε καμία περίπτωση δεν ανατρέπει τις μέχρι τώρα καταστροφικές επιπτώσεις του μνημονίου ούτε εξασφαλίζει μία άλλη προοπτική για τον λαό και τη χώρα.

 

Η άτεγκτη στάση των δανειστών δείχνει ότι ακόμη και αυτές οι διακοσμητικές τροποποιήσεις δεν είναι εφικτές. Απαιτούν άμεσα νέα, βίαια και υφεσιακά μέτρα, που η προηγούμενη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αποδεχθεί με το μέιλ Χαρδούβελη, παραχωρώντας μόνον ψίχουλα. Σε αυτό συνεπικουρούνται από το εγχώριο μπλοκ των εχόντων και κατεχόντων, που όπως δείχνουν και πρόσφατες μελέτες (π.χ. Γιαννίτσης και Ζωγραφάκης) όχι μόνο δεν έχασε, αλλά κέρδισε από την κρίση. Για τη μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος. Ακόμη και ένα ηπιότερο μνημόνιο σημαίνει μία μακροχρόνια φτωχοποίηση και την περαιτέρω υποβάθμιση της χώρας σε υπηρέτη των ηγεμόνων της Ε.Ε. Ο μόνος δρόμος για μία φιλολαϊκή πορεία της χώρας περνά μέσα από την επίπονη, αλλά υποσχόμενη σύγκρουση και ρήξη με την Ε.Ε.

Καθιστάται προβληματική κάθε απόπειρα εφαρμογής των συμφωνηθέντων

Του Στυλιανού Περράκη 
PhD, FRSC, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Concordia του Μόντρεαλ

Η γνώμη μου είναι ότι δεν θα υπάρξει συμφωνία τη Δευτέρα (22 Ιουνίου) γιατί το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα απ’ την υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να γεφυρωθεί εύκολα. Ακόμα κι αν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεχτούν τις κυβερνητικές προτάσεις, θα επιμείνουν στην εφαρμογή αυτών που έχουν ήδη συμφωνηθεί, καθώς επίσης και στην επιτήρηση της εφαρμογής της νέας συμφωνίας, για να ανοίξουν τη χρηματοδοτική στρόφιγγα. Και έτσι πρέπει να κάνουν.

 

Οχι μόνον γιατί έχουν καεί απ’ τους προκατόχους του κ. Τσίπρα, που ακύρωναν στην πράξη μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχαν ήδη συμφωνήσει, αλλά και γιατί στην τωρινή περίπτωση είναι τέτοια η κακοφωνία που βγαίνει μέσα απ’ τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να καθίσταται προβληματική κάθε απόπειρα εφαρμογής των συμφωνηθέντων.

Ελπίζω βέβαια να δεχτεί ο κ. Τσίπρας αυτούς τους όρους, αλλά δεν είμαι αισιόδοξος γιατί μια τέτοια αποδοχή θα σημάνει σχεδόν σίγουρη διάσπαση του κόμματος και νέες εκλογές ή συμμαχία με άλλες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στη Βουλή. Μια τέτοια συμμαχία θα ήταν κατά τη γνώμη μου το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε.

Αν βέβαια η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διαλέξει τη ρήξη, τότε η Ελλάδα μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά από νομικής και πολιτικής απόψεως. Το χειρότερο τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια έξοδος απ’ το ευρώ, για την οποίαν μας προετοιμάζουν οι μαρξιστές οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ.

Το γεγονός ότι τέτοιοι ιδεολογικοί δεινόσαυροι, των οποίων οι γνώσεις για την οικονομία της αγοράς είναι από ελλιπείς έως ανύπαρκτες, αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα που δεν τους αξίζει, είναι χαρακτηριστικό της παραπληροφόρησης που κυριαρχεί στην Ελλάδα της κρίσης. Ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα γιατί από τους Ελληνες που τη διοικούν δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει.