Όταν ένας κύκλος τελειώνει, κάποιος άλλος αρχίζει.

Από τον Άρη Τερζόπουλο

Η ώρα πρέπει να ήταν δύο παρά… ή δύο και… δεν θυμάμαι. Το ίδιο κάνει. Ανέβηκα τα σκαλιά, προχώρησα στο στενό διάδρομο, έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα την πόρτα. Ο Τζάακ ήταν όπως πάντα εκεί και με χαιρέτησε μ’ ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα. «Νιααααρ». Ο Τζάακ είναι πάντα εκεί. Έχει μάθει τον ήχο του αυτοκινήτου, τον ακούει ακόμη και όταν κοιμάται μέσα και πετάγεται πάντα ως την πόρτα. Ξυπνάω, φεύγω, έρχομαι, πάω στην κουζίνα, ή από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ο Τζάακ είναι πάντα εκεί με το «νιαααρ». Επίσης κάνει εκείνο τον ήχο που κάνουν οι θηλυκές γάτες όταν θέλουν να ζευγαρώσουν. Κανείς δεν είναι τέλειος. Κατά τ’ άλλα όμως είναι τελείως απόμακρος. Δεν θέλει πολλά πολλά. Θυμίζουν κάπως τις γυναίκες οι γάτες. Οι γυναίκες επιλέγουν, δεν επιλέγουν οι άντρες.

Η άλλη, η Μίνι, είναι λίγο Ραν Ταν Πλαν. Παρ’ όλο που μ’ έχει δει τόσες φορές να μπαίνω στο σπίτι, αισθάνεται πάντα το ίδιο έκπληκτη. Κοιτάζει δεξιά-αριστερά, σε κατάσταση πανικού. Καμιά φορά σηκώνεται και στα πίσω πόδια, για να ελέγχει καλύτερα την περίμετρο. Στην προηγούμενη ζωή, ίσως να ήταν πεζοναύτης. Ανήκει σε μια περίεργη ράτσα, που ονομάζονται Κάλικο, ή κάτι τέτοιο, αυτές με το άσπρο τρίχωμα και το μαύρο και καφέ πάτσγουορκ εδώ κι εκεί, οι οποίες, όπως μου έχουν πει, γεννάνε μόνο θηλυκά. Η Μίνι, όπως και όλα τα θηλυκά πλάσματα, έχει το προνόμιο να μπορεί να κάνει παιδιά. Αλλά πάντα θα χρειάζεται κάποιον Τζάακ, για να την γονιμοποιήσει. Το συμπλήρωμα που φτιάχνει τη ζωή. Εδώ κι ένα χρόνο περίπου ζω με τον Τζάακ. Λίγο αργότερα προστέθηκε κι η Μίνι. Εδώ και οκτώ χρόνια ζω μόνος. Είναι η πρώτη φορά που κατάφερα να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου.

Πήγα και κάθισα στο γραφείο που είναι και το κομπιούτερ. Άναψα ένα τσιγάρο και πάτησα ένα κουμπί για ν’ ανάψει ο υπολογιστής. Το ωχρό φως από την οθόνη, φώτισε το κατά τ’ άλλα σκοτεινό σπίτι. Τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και σκέφτηκα για μία ακόμη φορά ότι θα ήταν καλό να κόψω το τσιγάρο. Ή έστω να το ελαττώσω. Τα περισσότερα τσιγάρα της ημέρας είναι χαζά. Μόνο μερικές φορές αργά το βράδυ λένε κάτι. Ή όταν γράφω. Έκανα δυο κλικ και το homepage του Klik ανέβηκε στην οθόνη. Έκανα scrolldown για να δω ακόμη μια φορά τα ορθογώνια παράθυρα με τα θέματα να ανοίγουν. Μια λεπτομέρεια είναι, αλλά κάτι κάνει. Από τότε που ετοιμάστηκε η πλατφόρμα του Klik, μόνο εμείς που δουλεύουμε, μπορούσαμε να την βλέπουμε και ν’ ανεβάζουμε θέματα. Ακόμη μου είναι δύσκολο να συνηθίσω να το λέω site. Συνήθως το λέω περιοδικό. Αλλά δεν είναι περιοδικό. Είναι site πια.

Θέματα, κόσμος δημοσιογράφοι, φωτογράφοι… Πώς βρέθηκα πάλι εδώ; Να γράφω, να διαβάζω, να συζητάω με συνεργάτες, να διαλέγουμε, ν’ αποφασίζουμε. Ωραία είναι. Πολύ όμορφα όλα αυτά… Αλλά πώς βρέθηκα πάλι εδώ; Γύρω στους 15 μόλις μήνες πριν, αν κανείς μου έλεγε, ότι τώρα, 15 μήνες μετά, το Klik θα ξαναεμφανιζόταν, δεν θα το θεωρούσα καθόλου πιθανό. Δεν είχα κανένα λόγο να κάνω κάτι τέτοιο. Η ζωή μου είχε βρει έναν πολύ βολικό ρυθμό. Είχα ξεκινήσει από καιρό να γράφω ένα βιβλίο, ζωγράφιζα πού και πού, είχα αρκετό χρόνο και για την υπόλοιπη ζωή μου. Και μετά η εποχή έμοιαζε μετέωρη. Δεν θα είχα και τίποτα να πω. Και μετά κάτι έγινε. Από την αρχή του χρόνου πέρσι. Δεν είχε σχέση με μένα, αλλά με την εποχή. Από την αρχή της περσινής χρονιάς είχα έντονη την αίσθηση, ενός κύκλου που είχε κλείσει οριστικά. Και συγχρόνως κάτι με παρακινούσε συνέχεια να πηγαίνω προς το κέντρο της Αθήνας. Σε όλο τον κύκλο γύρω από την Ακρόπολη. Στο Μοναστηράκι, στο Γκάζι, στην Πλάκα, στα Πετράλωνα. Εκεί δεν μπορούσα να διαισθανθώ αυτόν τον καινούργιο κύκλο που είχε ξεκινήσει, αλλά και να τον δω. Και μετά δεν ξέρω πως, το ένα έφερε το άλλο. Ήταν ο Νίκος, ο Θοδωρής, ο Τάκης, η Τζίνα; Όλα μαζί. Όλα έδειχναν ότι το Κλικ ήθελε να ζήσει και πάλι. Όσο δούλευα στα περιοδικά, είχα πάντα την αίσθηση, ότι μερικά από αυτά, δεν ήταν απλώς ένα έντυπο, μια επιχείρηση, αλλά κάτι που είχε ζωή. Κάτι ζωντανό, κάτι σαν οντότητα. Με την Γυναίκα και το Κλικ, είχα πάντα την εντύπωση μιας εσωτερικής συνομιλίας. Πιθανόν να έχω και μεγάλη φαντασία. Και αυτή τη φορά ήξερα πως το Κλικ που έλεγε, πως ήθελε να ξαναϋπάρξει. Σε κάτι τέτοια, σπάνια κάνω λάθος σ’ αυτό που ακούω. Αλλά επειδή ξέρω και τον εαυτό μου και επειδή ήξερα πως θα αντιδρούσα σε κάτι τέτοιο, φρόντισα να δεσμευτώ, να εμπλέξω τον εαυτό μου σε αυτό, με τέτοιο τρόπο που να μην μπορώ να κάνω πίσω. Κι έτσι έκανα. Και όπως το περίμενα, ο εαυτός μου αντέδρασε. Οι άλλοι μπορούν να μας προκαλέσουν προβλήματα. Αλλά ο εαυτός μας μπορεί να μας προκαλέσει προβλήματα ιδιαίτερου τύπου. Στις 16 Αυγούστου το περασμένο καλοκαίρι, σε μια εκδρομή μόνος μου στην Βόρειο Ελλάδα, βρέθηκα στο νοσοκομείο στην Καβάλα, με οξεία σκωληκοειδίτιδα. Δεν χρειαζόταν να ψάξω για τον ένοχο. Τον ήξερα. Τους επόμενους μήνες, μια έφευγε το δόντι, μια έφευγε το χέρι, μια το πόδι. Κοντά στον Δεκέμβριο, φαίνεται πως το πήρα απόφαση, γιατί ηρέμησα. Και μετά συνέβη κάτι άλλο. Ανακάλυψα, την καταπληκτικές δυνατότητες, αλλά και την δημιουργική γοητεία, μιας ηλεκτρονικής έκδοσης. Το Κλικ ήταν το πρώτο περιοδικό που μπήκε στο ίντερνετ και παρέμεινε, από το 1995, σε μια εποχή που το ίντερνετ ήταν ακόμη λίγο πολύ άγνωστο ως μέσο ενημέρωσης στην Ελλάδα. Ήταν και οι τεχνικές δυνατότητες που έπασχαν. Για να «κατέβει» μια φωτογραφία χρειαζόταν, δεν ξέρω κι εγώ πόσην ώρα. Και επίσης προσωπικά δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να ασχοληθώ με αυτό το μέσο. Όλα έχουν την ώρα τους. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει ούτε πιο νωρίς ούτε πιο αργά από την ώρα του.

Ήμασταν κι εμείς όλοι που δεν ήμασταν τόσο «ηλεκτρονικοί». Τα τελευταία δυο χρόνια, έχει συμβεί μια μεγάλη μεταστροφή. Η ταχεία εξάπλωση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, που έχουν γίνει πια τρόπος ζωής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου, η μεγάλη διάδοση της χρήσης των tablets, άλλαξαν το συνολικό δεδομένο της εποχής. Βρισκόμαστε πια στην εποχή του Homo Electronicus. Και είναι η πρώτη φορά που έχω στα χέρια μου ένα τόσο γοητευτικό παιχνιδάκι. Που είναι συγχρόνως και εφημερίδα και όσα περιοδικά θέλεις μαζί και ραδιόφωνο και τηλεόραση. Μια θαυμαστή δυνατότητα, μέσα στην οποία είμαι έτοιμος να κάνω μια ωραία βουτιά. Very charming.

Είκοσι οκτώ χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 1987, όταν μαζί με τον Πέτρο, τον Φώτη, την Ερσίλια και τα άλλα παιδιά, ξεκινούσαμε το Κλικ, στο μυαλό μας είχαμε αυτό που ερχόταν. Και αυτό που ερχόταν, ήταν μια νέα εποχή. Γι αυτό και το σλόγκαν του Κλικ τότε ήταν «το περιοδικό μιας νέας εποχής». Το Κλικ τότε περιέγραψε με ακρίβεια αυτό που ερχόταν και πολλές φορές το καθοδήγησε, που είχε σαν κύριο γνώρισμα την είσοδο μεγάλων μαζών στο κοινωνικό παιχνίδι, που θα δημιουργούσαν πράγματι μια νέα εποχή και νέα ήθη σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι παρά την λάμψη που εξέπεμψε αυτή η νέα εποχή για κάποιο διάστημα, το τέλος της δεν ήταν και τόσο καλό.

Στην σημερινή εποχή, το ηλεκτρονικό Klik έχει να περιγράψει κάτι άλλο. Τα πρόσωπα και τα πράγματα αυτού του καινούργιου κύκλου που έχει ανοίξει σε όλα τα επίπεδα. Κάποια πράγματα περνάνε πια στον κύκλο του παρελθόντος και κάποια άλλα διαμορφώνουν τον κύκλο του μέλλοντος. Ο καινούργιος αυτός κύκλος όμως έχει ένα βασικό ζητούμενο: Το Τέλος του Παραμυθιού. Αυτό που χαρακτήριζε σχεδόν όλες τις παλιότερες εποχές ήταν η δύναμη κάποιων μύθων. Πολιτικοί μύθοι, κοινωνικοί μύθοι, προσωπικοί μύθοι, ερωτικοί μύθοι. Κάτω από το φως αυτής της τόσο έντονης επικοινωνίας, όσοι μύθοι ακόμη υπάρχουν, δεν θα μπορέσουν να αντέξουν για πολύ. Θα δείξει.

  *******

Δέκα χρόνια πριν, την Άνοιξη του 2005, το Κλικ και ό,τι άλλο υπήρχε γύρω μου, κατέρρεε και μαζί του κατέρρεα κι εγώ. Ήταν μια προσωπικά τραυματική περίοδος, που την εισέπραξα με δόσεις. Ήμουν ήδη 59 ετών, πλησίαζα τα εξήντα και ό,τι είχε υπάρξει και χαρακτήριζε τη ζωή μου γκρεμιζόταν οδυνηρά. Καθώς κάθε μέρα βυθιζόμουν ακόμη περισσότερο, είχα πολύ έντονη την επίγνωση ότι ήταν πια πολύ αργά για οτιδήποτε. Είχα ζήσει και άλλες καταστροφές νεότερος, όχι τόσο μεγάλες, αλλά τότε ήμουν νεότερος. Στα 60 τι σχέδια να κάνεις για το μέλλον; Αλλά δεν τέλειωσε εκεί. Μερικά χρόνια αργότερα, κλεισμένος σ’ ένα σπίτι μόνος, βίωσα την συνολική εμπειρία της απώλειας. Ό,τι είχε υπάρξει στη ζωή μου, οικογένεια, επιχειρήσεις, περιοδικά, σπίτια, αυτοκίνητα, είχε χαθεί. Πολύ χρήσιμη εμπειρία, αλλά και πολύ δύσκολη. Ξύπνησα ξαφνικά και ολοκληρωτικά. Όταν οι πληγές έγιναν ουλές. Δεν είμαι πια εγώ που ήμουν. Είμαι κάτι άλλο και κάποιος άλλος. Και αυτό το διαπιστώνω, όταν σε παρόμοια ερεθίσματα με το παρελθόν, η αντίδραση είναι τώρα διαφορετική. Είμαι 69 ετών, άρα πλησιάζω τα 70, αλλά αυτό δεν με απασχολεί, όπως δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα ποτέ. Ό,τι έκανα στα είκοσι μου, το ίδιο πάνω κάτω κάνω και τώρα. Λίγο καλύτερα μόνο σε γενικές γραμμές. Αυτό που υποψιαζόμουν πάντα, μου έχει πια επαληθευτεί. Δεν επιλέγω την ζωή μου. Είναι προεπιλεγμένη. Απλώς παίζω το ρόλο μου, που θα με πάει, εκεί που γράφει το σενάριο, το οποίο ήταν γραμμένο εξαρχής.

Γι αυτό και αν τώρα ζεις στο σκοτάδι και αν νομίζεις ότι όλα έχουν χαθεί, ότι δεν υπάρχει διέξοδος, ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ότι όλα έχουν τελειώσει για σένα, άκουσέ με. Τίποτα δεν έχει χαθεί. Είναι όλα εκεί. Καινούργια και διαφορετικά. Όλα είναι μόνο ένα κλικ μακριά.

Υ.Γ.:  Ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα παιδιά που συνεργάζονται στο Klik σ’ αυτόν τον καινούργιο κύκλο του. Είναι η δική τους σειρά. Και ξεχωριστά τον Γιώργο Χάλα, τον Βίκτωρα Σιμώση και συνολικά την Smiling Hippo, γιατί χωρίς τις ιδέες και την δουλειά τους, το Klik δεν θα ήταν έτσι.