Του Γιώργου Ρακκά

Πριν τον Γενάρη, τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απαντούσαν στην άποψη που τους έλεγε ότι «οι εκλογές είναι πολύ νωρίς, και έχετε προετοιμαστεί πολύ λίγο», με το επιχείρημα πως «ο κόσμος δεν αντέχει άλλο μνημόνιο». Εν τέλει, βγήκαν (μαζί με τους ΑΝΕΛ), διαπραγματεύτηκαν και πέτυχαν… παράταση του μνημονίου, ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, καθώς και επιβολή… επιτήρησης στις επόμενες μεταρρυθμίσεις. Εν ολίγοις, μια δυναμική διαπραγμάτευση, με σχεδόν στατικό αποτέλεσμα.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης αποτελεί και μέτρο για να κατανοήσουμε τη διάκριση μεταξύ μιας πραγματικής αλλαγής που θα μπορούσε να συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια «αντιμνημονιακού αγώνα», και της αλλαγής που εν τέλει έγινε στις 25/01/2015.

Από την άλλη, ελάχιστοι πιστεύουν στην προοπτική της ρήξης: Ούτε η κυβέρνηση, αφού κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός των οριζόντων της –ιδεολογικά, πολιτικά, προγραμματικά, από άποψη υποκειμενικών, οργανωτικών δυνατοτήτων, αλλά και λόγω της «ταξικής σύνθεσης» που την χαρακτηρίζει· ούτε και ο ελληνικός λαός (αν και καταφανέστατα θα επιθυμούσε να ρίξει τέτοια «κλωτσιά», και να αναποδογυρίσει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων), ο οποίος αντιλαμβάνεται, έστω και διαισθητικά, ότι δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο σήμερα: Διότι, αν συμβεί, θα κοστίσει πολύ περισσότερο στον ίδιο απ’ ό,τι στους αντιπάλους του.

Άρα, στην πραγματικότητα, το «win-win», που επικαλέστηκε το δίδυμο Τσίπρα-Βαρουφάκη ως κύριο επιχείρημα, για να πείσει τη γερμανική Ε.Ε. ότι θα μπορούσε να εγκαταλείψει το μνημόνιο δίκην ενός νέου συμβιβασμού, λειτούργησε ως «lose-lose» για την παρούσα κυβέρνηση, τη χώρα μας και τον ελληνικό λαό.

Για να μπορέσουμε αυτή τη στιγμή να συζητήσουμε πού βρισκόμαστε και πού μπορούμε να πάμε, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε τη συζήτηση από το γενικό χάος των θέσεων που σήμερα τίθενται αντιπολιτευτικά ως προς τα πεπραγμένα αυτής της κυβέρνησης. Και τα οποία παραμένουν πεισματικά εγκλωβισμένα μεταξύ της Σκύλλας ενός 3ου μνημονίου, επιλογή που φανατικά υποστηρίζουν κόμματα και παρατάξεις που έχουν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα και δρουν ανοιχτά εντός της χώρας μας ως φερέφωνα της γερμανικής πολιτικής, και της Χάρυβδης μιας απόλυτης ρήξης, η οποία, μετά και αυτήν την τετράμηνη τεχνητή παράταση, είναι βέβαιο πως θα συντελεστεί όχι προς αιφνιδιασμό του αντιπάλου αλλά ως ένα δικό του πιθανό «σχέδιο Β» – ευκταίο, μάλιστα, από τον σκληρό πυρήνα της Γερμανικής Ε.Ε.

Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην πολιτική, κάθε ολοκληρωμένη «γραμμή» που διεκδικεί αξιώσεις υλοποίησης πρέπει να διαθέτει απαντήσεις σε τρία διακριτά, μα αλληλοσυνδεόμενα, επίπεδα.

1. Θέση
Πρώτον, γενική θέση ή πού θέλουμε να πάμε. Στην προκειμένη περίπτωση, το δέον έχει ξεκαθαρίσει αρκετά και μπορεί να περιγραφεί αποτελεσματικά: Η Ελλάδα πρέπει να πετύχει κούρεμα ενός μεγάλου μέρους του χρέους, το οποίο δεν είναι βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του την εγκλωβίζει σε θανάσιμες πολιτικές λιτότητας. Η ελάφρυνση του χρέους θα της δώσει τις απαραίτητες ανάσες, ώστε να καταφέρει να στήσει ξανά τα πόδια του το κράτος και τους μηχανισμούς του – που σήμερα είναι θανάσιμα τοξικοί, μπλοκάροντας την υλοποίηση οποιαδήποτε εθνικής πολιτικής.

Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκτήσει ξανά τη δυνατότητα να μεταβάλει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα –που σήμερα είναι αποικιακού χαρακτήρα και έχει χαρακτήρα «συσσώρευσης δια της εθνικής καταστροφής». Και όλα αυτά, επιτυγχάνοντας τη διατήρηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στριμωγμένη μεταξύ τριών μεγάλων, συνεργαζόμενων γεωπολιτικών παικτών (Γερμανική Ευρώπη, ΗΠΑ-Ισραήλ και συνεργάτες, νεο-οθωμανική Τουρκία).

Οι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική: κι αυτό γιατί, ουσιαστικά, για την ελληνική κρίση, φέρουν ανάλογο μερίδιο ευθύνης με εκείνην που έφεραν οι ιδιωτικοί χρηματοπιστωτικοί παίκτες κατά την αμερικάνικη κρίση του 2007-2008: Το ελληνικό κράτος είναι η δικιά μας Enron, η δική μας Freddie Mac & Fannie May –και αυτό είναι που καθιστά την «ελληνική κάθαρση» ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, καθώς αυτή με διάφορους τρόπους εμπλέκει όλη την κοινωνία και όχι μόνο το 1% του μαφιόζικου χρηματοπιστωτικού κυκλώματος.

Συν τοις άλλοις, ο ξένος παράγοντας στη χώρα μας δεν επιθυμεί να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς η γενικευμένη ανημποριά που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική, κράτος, θεσμούς και πολιτικό σύστημα, είναι η κερκόπορτα μέσω της οποίας αναδύεται ως «ρυθμιστής» των εξελίξεων στη χώρα μας: Με το χρέος ελέγχει το κράτος, το οποίο με την σειρά του δένει χειροπόδαρα την κοινωνία.

Το κράτος στην Ελλάδα αποτελεί το κύριο πολιτικό εργαλείο για την επίτευξη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών τομών, ενώ, από την άλλη, το εγχείρημα της ανόρθωσής του αποτελεί πραγματικά τον «τετραγωνισμό του κύκλου» του ελληνικού προβλήματος. Γιατί, εξαιτίας ακριβώς του κεντρικού του ρόλου, συμπυκνώνει μέσα του όλες τις πτυχές της παθογένειάς μας. Κεντρικά κρατικά εργαλεία, όπως το φορολογικό σύστημα και η ίδια η διοίκηση, δεν λειτουργούν και η ανοικοδόμησή τους απαιτεί βαθιές απαντήσεις σε ζητήματα κεντρικά που ταλανίζουν τη χώρα μας.

Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ανάκαμψη της φορολογίας δίχως αντιμετώπιση της χρεοκοπίας των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, ραχοκοκκαλιάς και πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας – μια και το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας είναι παγκοσμιοποιημένο, και λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τον ελληνικό χώρο. Άρα υφίσταται η αναγκαιότητα κάποιου είδους σεισάχθειας, που για να συντελεστεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης θα πρέπει να συνδυαστεί με την κάθαρση των ελάχιστων παραγόντων που λειτουργούσαν εν είδει εθνικής ολιγαρχίας, των βαρόνων της διαπλοκής.

Και για να γίνει εφικτή μια τέτοια πολιτική λύση, θα πρέπει να απελευθερωθούμε από την διελκυστίνδα του χρέους. Δηλαδή, μια αντίστροφη διαδικασία από αυτήν στην οποία εξαναγκάζεται σήμερα η κυβέρνηση, όπου η ‘πάταξη’ της φοροδιαφυγής εξαρτάται με την πορεία του εξωτερικού προγράμματος. Πράγμα που εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως των προθέσεων για ένα προοδευτικότερο φορολογικό σύστημα, θα πλήξει λόγω της ελληνικής ιδιαιτερότητας και πάλι τη μικρή και τη μεσαία ιδιοκτησία. Από την άλλη, δεν είναι εφικτή η εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης δίχως αποκέντρωση και άρση του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού κ.ο.κ.

Όλα αυτά, και πάρα πολλά άλλα, ζητήματα παραγωγικής ανασυγκρότησης, παιδείας, πολιτιστικής αναγέννησης, είναι ζητήματα που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία και στο τεστ «μεταρρυθμίσεων» της νέας κυβέρνησης. Και δεν έχουμε μπει καν στην διαδικασία να τα συζητήσουμε σοβαρά! Απαιτούν χρόνο και πολιτικό βάθος, ένα πολιτικό πρόγραμμα που να στηρίζεται αποφασιστικά στην ανασύνταξη του εσωτερικού πεδίου, σε ορίζοντα δεκαετίας.

Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να υπάρξουν στρατηγικές και τακτικές νίκες ή υποχωρήσεις. Όχι όμως, μια κίνηση όπου η έκβαση του συνόλου των ελληνικών αιτημάτων να παίζεται εφ’ όλης της ύλης σε μια πρώτη διαπραγμάτευση, η οποία μάλιστα διεξάγεται στη χειρότερη δυνατή στιγμή με τους χειρότερους δυνατούς όρους.

2. Στρατηγική
Δεύτερον, η στρατηγική ή αλλιώς πώς θα φτάσουμε εκεί που θέλουμε να πάμε. Και εδώ το πράγμα έχει ξεκαθαριστεί αρκετά. Κυρίως, ότι η χώρα μας δεν θα μπορέσει ποτέ να πετύχει κούρεμα του χρέους και, συνακόλουθα, άρση της επιτήρησης από τη γερμανική Ε.Ε., αν δεν απαγκιστρωθεί από τη μονόδρομη πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική εξάρτηση από το σύστημά της.

Στην χώρα μας, η ανωριμότητα και η απελπιστική καθυστέρηση που χαρακτήρισε την δημόσια συζήτηση, εγκλώβισε αυτό το ζήτημα στην αντιπαράθεση ευρώ-δραχμής. Προφανώς, αυτό είναι το «τέλος» και όχι η «αρχή» της συζήτησης.

«Η κίνηση μέσα στα τείχη είναι σημαντική», όπως έλεγε ο Μ. Κατσαρός. Στο προκείμενο, το ζήτημα είναι εάν η χώρα μας θα μπορούσε να αναπτύξει δίκτυα και σχέσεις οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής συνεργασίας έξω από την Ε.Ε., ενώ είναι μέσα σε αυτήν, προκειμένου να βελτιώσει τη θέση της, και αυτό ισχύει είτε επιθυμεί να μεταβάλει την θέση της διαπραγματευόμενη σθεναρά και με αξιοπρέπεια, είτε επιθυμεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη.

Το εάν η χώρα μας μπορούσε ήδη, και ενώ βρίσκεται σε πρόγραμμα, να χτίζει μεθοδικά τα «αντίβαρα» και τις ανασχετικές συνθήκες έναντι αυτών που το επέβαλαν, δεν είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται από τη βούληση των δανειστών μας, αλλά πρωτίστως από το εσωτερικό πολιτικό σύστημα.

Το εάν, θα μπορούσαμε να θέσουμε τις βάσεις για στενότερη οικονομική συνεργασία με τη Σερβία ή τη Βουλγαρία, ώστε να εγκαινιάσουμε μια προοπτική αυτοδύναμης περιφερειακής οικονομικής ενσωμάτωσης με τάσεις «καθετοποίησης» (καθώς μιλάμε για ισότιμες και αρκετά συμπληρωματικές οικονομίες), δεν είναι ζήτημα που αφορά στο μνημόνιο. Είναι ζήτημα που σχετίζεται με τον ευρωκεντρισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, από το κοινοβούλιο μέχρι τους… αντιεξουσιαστές –καθώς και του γεγονός ότι η αντιπολίτευση στον ευρωκεντρισμό στηρίχτηκε αποκελιστικά πάνω στο φετίχ της δραχμής.

Το αυτό ισχύει για το γεγονός, ότι η σχέση με τη Ρωσία έχει παραμείνει σε επίπεδο φιλικού διπλωματικού χτυπήματος στην πλάτη. Ή για το ότι, το ζήτημα εκμετάλλευσης των αντισυσπειρώσεων στην Ευρώπη δεν καλλιεργήθηκε συστηματικά. Αλλά αφέθηκε να αντιμετωπιστεί τη στιγμή της σύγκρουσης με τα γνωστά αποτελέσματα.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, ένα είναι βέβαιο, στρατηγικά. Ότι η Ευρωζώνη, και η Ε.Ε., δεν θα παραμείνει με τη σημερινή της μορφή για πολύ καιρό ακόμα, κυρίως λόγω των ίδιων των αντισυσπειρώσεων που σταδιακά γεννιούνται εντός του σκληρού της πυρήνα – στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Μεγάλη Βρετανία.

Εάν λοιπόν, δεν επιθυμούμε να καταντήσουμε σαν την… Ισπανία του Ραχόι, όταν άλλοι θα επιλέγουν να συγκρουστούν με τη γερμανική Ευρώπη, θα πρέπει ήδη από τώρα να υιοθετήσουμε μια τροχιά προσεκτικής απομάκρυνσης, πράγμα που σημαίνει, ότι πρέπει σταδιακά να καταρτίσουμε μια πορεία εντός, εκτός και επί τα αυτά της Ε.Ε.

3. Τακτική
Τρίτον, η τακτική, δηλαδή πώς θα κερδίσουμε χρόνο και χώρο για να υλοποιήσουμε τη στρατηγική μας. Εδώ, το κεντρικό ζήτημα είναι ο χρόνος. Και, κυρίως, το πώς θα μπλοκάρουμε τη βούληση της γερμανικής Ευρώπης να μας δέσει ταχύτατα χειροπόδαρα σε ένα τρίτο μνημόνιο, ή να μας πετάξει έξω από την ευρωζώνη, προτού αρχίσει ο αντίστροφος χρόνος γιγάντωσης των αντισυσπειρώσεων εντός του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. Δηλαδή, το Φθινόπωρο του 2015, όταν θα ξεκινήσει μια μακρά περίοδος αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, στις οποίες αναμένονται διαδοχικές ήττες των κομμάτων και των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ταυτίσει την μοίρα τους με την Γερμανική Ευρώπη.

Κυρίως, η Ελλάδα, ως ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας, δεν θα έπρεπε να ηγηθεί, πρόωρα, της ευρωπαϊκής ανταρσίας εναντίον της Γερμανίας, καθώς είναι η χώρα που διαθέτει τις λιγότερες υποκειμενικές και αντικειμενικές δυνατότητες να πετύχει μια πρώτη υποχώρηση της τελευταίας. Γι’ αυτό εξ άλλου και η Γερμανική Ευρώπη επιθυμεί διαπραγματευτικό διασυρμό της χώρας –για να παραδειγματίσει και τους υπόλοιπους.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να παίξει «κατενάτσιο» εντός των θεσμών της Ε.Ε., μέχρι τη στιγμή που αυτή θα κλονιζόταν από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αλλαγή, και τότε να συμπράξει με την ομάδα της αμφισβήτησης.

Αυτός ήταν ο μοναδικός δρόμος ώστε να ενεργοποιηθεί και η περίφημη συμμαχία συμφέροντος του ευρωπαϊκού νότου, και όχι να «εκβιαστεί» από τις εξελίξεις μιας πρόωρης σύγκρουσης, που εκ των πραγμάτων αφήνει εντελώς εκτεθειμένες για την δική τους εθελοδουλία, διεφθαρμένες και λαϊκά απονομιμοποιημένες ηγεσίες της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας.

Βεβαίως, και το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι οι δυνάμεις που συναπαρτίζουν αυτήν την κυβέρνηση, σύρθηκαν πρόωρα σε μια λογική κατάκτησης της εξουσίας, μάλιστα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές ενδοευρωπαϊκό κλίμα –ας μην επαναλάβουμε επιχειρήματα τα οποία είναι πλέον κοινός τόπος. Ωστόσο, ενός κακού μύρια έπονται, τα σφάλματα πολλαπλασιάστηκαν αφότου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής διαπραγμάτευσης.

Το φιάσκο της διαπραγμάτευσης
Η σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη γερμανική Ευρώπη έγινε από μια θέση διεκδίκησης ενός συνολικού εκδημοκρατισμού της Ε.Ε. –θέση ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού κύκλου μιας «νέας σοσιαλδημοκρατίας» (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος και διάφοροι κεντροαριστεροί της Ευρώπης). Στόχος, η μετεξέλιξη της Ε.Ε. σ’ ένα είδος «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Τα πρώτα βήματα αυτής της μετάβασης, το «ευρω-ομόλογο» που υποστηρίζει ο Γ. Βαρουφάκης από το 2010, η ομαδοποίηση του χρέους, η κοινοτική ποσοτική χαλάρωση, η μεταβίβαση ουσιαστικών δημοκρατικών λειτουργιών στο ευρωκοινοβούλιο, η ανάκαμψη του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους κ.ο.κ .

Το ζήτημα είναι ότι και αυτή η θέση κυμαίνεται ακόμα στο πεδίο της ιδεολογικής πρότασης και, αν συντελεστεί ποτέ, θα αφορά κυρίως τις χώρες του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. και όχι τη δική μας.

H Γερμανία «αντέχει» στη γραμμή της λιτότητας γιατί έχει διαμορφώσει ένα συμπαγές μπλοκ: Είναι από τη μία οι δορυφορικές στη γερμανική οικονομία χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που παράγουν γι’ αυτήν, και από την άλλη κομμάτια των υπολοίπων ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων, ιδιαίτερα της γαλλικής, που έχουν επενδύσει στη γερμανική οικονομία. Αυτό είναι ακλόνητο μπλοκ, γιατί θεμελιώνεται πάνω στο συμφέρον.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει μόνον μια επίκληση στη λογική και στην «κοινότητα της μοίρας των ευρωπαϊκών λαών». Κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, διότι, όπως είπαμε, η Ευρωζώνη θα δοκιμάσει σύντομα συνταρακτικούς κλυδωνισμούς – και όχι από εμάς.

Δεύτερον, η άποψη αυτή είναι εξαιρετικά προβληματική για την συγκεκριμένη διαπραγμάτευση και τους εκβιασμού που αντιμετωπίζει η δική μας χώρα. Διότι κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, συνέδεσε μια ενδεχόμενη υποχώρηση της Γερμανίας στο ελληνικό ζήτημα με μια αλλαγή σε όλη την Ευρώπη –όπως εξ άλλου δεν κουράζονταν να τονίζουν οι Τσίπρας – Βαρουφάκης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, είναι σαν να έλεγαν στη Γερμανία ότι η υποχώρησή της έναντι της Ελλάδας θα σηματοδοτούσε μια συνολικότερη υποχώρηση σε επίπεδο Ε.Ε. που λίγο ως πολύ συνεπαγόταν το… τέλος της Γερμανικής Ευρώπης.

Γι’ αυτό και οι Γερμανοί μετατόπισαν την συζήτηση από τις μικρές σε κόστος οικονομικές αλλαγές που απαιτούσε η ελληνική πλευρά, προς ένα ολικό «Όχι» απέναντι στους Έλληνες, για πολιτικούς λόγους. Που ακριβώς έχει να κάνει με την αξιοπιστία της πολιτικής που επιβάλει τα τελευταία χρόνια στην Ε.Ε.

Και αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή η ελληνική θέση αποτελούσε κατά… 90% τακτικισμό, δοσμένου του γεγονός ότι ο Γ. Βαρουφάκης κατά τα ‘καυτά’ Eurogroup δεν κατέθεσε καμία συγκεκριμένη πρόταση και επέμενε σε θεωρητικολογίες, ενώ από την άλλη ζητούσε την «βαθιά μεταρρύθμιση όλης της Ευρώπης», αντιλαμβανόμαστε γιατί το ελληνικό μέτωπο κατέρρευσε τόσο γρήγορα και επανήλθε σε μια συμφωνία παράτασης του προηγούμενου προγράμματος.

Απέναντι σε αυτό το «στρατήγημα», οι Γερμανοί αντέταξαν μια τετράμηνη παράταση του μνημονίου, που θα λειτουργεί με τον εντελώς αντίθετο τρόπο, από αυτόν που επιδίωκε η κυβέρνηση. Δεν θα πρόκειται για «γέφυρα» αλλά για «εντατική»: Χρηματοδότηση κατόπιν αξιολόγησης, επιτήρηση, χρησιμοποίηση της παράτασης για την εφαρμογή απόλυτων πιέσεων προς υπογραφή ενός τρίτου προγράμματος, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν τα «ανθρωπιστικά μέτρα» ως ελάχιστο πρόσχημα εξανθρωπισμού του μνημονίου: Ό,τι δηλαδή κάνει και η… γερμανική πρόνοια, με τους απόκληρους και τους αποκλεισμένους του «γερμανικού θαύματος».

Τέλος, η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε τη δυνατότητα άσκησης μιας πολυκεντρικής εξωτερικής πολιτικής, από πλευράς της χώρας μας, ως «τακτική απειλή» και όχι ως στοιχείο μιας νέας μακρόπνοης στρατηγικής. Έτσι, ‘έκαψαν’ προς το παρόν αυτό το χαρτί, μιας και αυτές οι «τρίτες χώρες» βλέποντας την αναδίπλωση της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα, αντιλήφθηκαν για άλλη μια φορά πως η Ελλάδα τις προσεγγίζει για να μπλοφάρει.

Το ίδιο συνέβη και με το κούρεμα του χρέους: η εργαλειοποίησή του στην παρούσα διαπραγμάτευση υποβιβάζει αυτό που θα έπρεπε να είναι θέση αρχής της χώρας μας έναντι της γερμανικής Ε.Ε. Η προώθηση αυτού του αιτήματος θα έπρεπε να γίνει συστηματικά και μεθοδικά, από κοινού με άλλες χώρες –και, σε αυτό το επίπεδο, η νέα κυβέρνηση δυστυχώς επέλεξε πρώτα να κατέβει στη μάχη μόνη της κι έπειτα να αναζητήσει συμμάχους για να συγκροτήσει το μέτωπό της.

Το δίδαγμα της διαπραγμάτευσης
Αν η κοινωνία μας μπορεί να κερδίσει κάτι από την τελευταία διαπραγμάτευση και να το αξιοποιήσει στο πλαίσιο μιας σοβαρής και συστηματικής δημόσιας συζήτησης –πράγμα που δυστυχώς παραμένει ακόμα το ζητούμενο εντός της χώρας– αυτό είναι τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την έκβασή της.

Η νέα κυβέρνηση αποπειράθηκε να συγκρουστεί για πρώτη φορά με την γερμανική Ε.Ε. υιοθετώντας ένα διαπραγματευτικό μείγμα 80%-90% τακτικής και 10% στρατηγικής: Δοθέντος του γεγονότος ότι ελλείψει σοβαρής στρατηγικής, οποιαδήποτε τακτική υποπίπτει σε έωλο τακτικισμό, τότε δεν είναι και τόσο παράδοξο για το πώς οδηγηθήκαμε σε μια συμφωνία που παλινορθώνει το μνημόνιο με μια νέα οργουελιανή γλώσσα.

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται ότι η αποκατάσταση της χώρας μας είναι το ζητούμενο ενός παρατεταμένου αγώνα, ο οποίος απαιτεί σύλληψη «στρατηγικού βάθους» από την πλευρά του ελληνικού λαού και των δυνάμεων που θα αναλάβουν να τον εκπροσωπήσουν. Η άποψη αυτή, παρότι επαληθεύεται διαρκώς από τα γεγονότα, παρέμενε και παραμένει μειοψηφική ακόμα και εντός του λεγόμενου αντιμνημονιακού κινήματος.

Ως προς αυτό υπάρχει ευθεία συνέχεια μεταξύ του κλίματος και των προσδοκιών που καλλιέργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων το 2011, και εκείνου που καλλιέργησαν προεκλογικά οι δυνάμεις που συναπαρτίζουν τη νέα κυβέρνηση.

Και στις δύο περιπτώσεις, προτάχθηκε η λογική της άμεσης αποκατάστασης στην πρότερη εποχή ψεύτικης ευημερίας της ύστερης μεταπολίτευσης. Ωστόσο, το «μνημόνιο» στην Ελλάδα αποτελεί προϊόν μιας γενικευμένης κατάρρευσης του πρότερου ελληνικού μοντέλου, η οποία αποδυνάμωσε την χώρα και επέτρεψε στους ξένους δανειστές να ανακτήσουν τον έλεγχό της. Επομένως, εκείνο που απουσίαζε τόσο από την κοινωνική εκδοχή αμφισβήτησης του μνημονίου, όσο και από την πολιτική του εκδοχή ήταν να εγκαινιάσουν μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για το περιεχόμενο και τη διαδικασία της πολυπόθητης αλλαγής. Αυτή η ανάγκη καταβαραθρώθηκε από το ιδεολόγημα του «εδώ και τώρα ή καταστροφή». Όμως, σε καμία κοινωνία δεν λογίζεται δημοκρατική διαδικασία δίχως να υπάρξει δημόσια συζήτηση που να θέσει το περιεχόμενο της ζητούμενης απόφασης: Ειδάλλως ερίζεις «για ένα πουκάμισο αδειανό».

Έτσι, παρά το ότι δεν υπάρχει ευθεία αντιπροσώπευση μεταξύ των αντιμνημονιακών διαθέσεων του ελληνικού λαού, που αγγίζουν ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξεως του 80%, και των κυριότερων αντιμνημονιακών δυνάμεων που σήμερα κατέχουν την εξουσία, είναι σαφές πως αμφότεροι έπεσαν θύματα της απρονοησίας τους: Η οποία εξηγείται, αν εισάγουμε στην συζήτηση τον πρότερο βίο κοινωνίας, και αυτών των πολιτικών δυνάμεων στην ύστερη μεταπολίτευση.

Από εδώ και πέρα, τι;

Με το να σέρνει τη νέα κυβέρνηση στο κάδρο της «αποικίας χρέους», η γερμανική Ευρώπη πετυχαίνει να υπονομεύσει τη διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο στη βάση της οποίας γεννήθηκε η σφοδρότερη κοινωνική αντιπολίτευση στη γερμανική πολιτική εντός της Ε.Ε..

Γι’ αυτό σήμερα, η συντριπτική αποδοχή που απολαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με την προηγούμενη πενταετία, γίνεται μέσω μιας διεύρυνσης προς τα «δεξιά» –επιλογή Παυλόπουλου, φλέρτ με τον Καραμανλισμό κ.ο.κ.

Από την άλλη, πληθαίνουν οι φωνές από τα «αριστερά» –Γλέζος ή Λαπαβίτσας για παράδειγμα–, ωστόσο η θέση τους στερείται αντιπροτάγματος: Γιατί, προφανώς, η θέση άμεσης ρήξης, που υπαγορεύεται από το θυμικό και την αίσθηση της τσαλαπατημένης αξιοπρέπειας, δεν αποτελεί επί της ουσίας βιώσιμη αντιστασιακή τοποθέτηση.

Πέραν όλων αυτών, εξ άλλου, υπάρχει και ο βραχνάς της πραγματικής διακυβέρνησης. Και ως προς αυτό θα πρέπει να ξέρουμε ότι, παρά τις «κωλοτούμπες», τα σφάλματα και τις υποχωρήσεις, η διαπραγμάτευση υπήρξε η «ηρωϊκή» στιγμή της κυβέρνησης. Η οποία θα παραταθεί μόνο στον βαθμό που θα προσπαθήσει να παίξει τα ρέστα της χτυπώντας τα ΜΜΕ και τους βαρώνους της διαπλοκής.

Από εκεί και πέρα, περιμένει αυτή την κυβέρνηση το… χάος της διακυβέρνησης, με ανυπαρξία υλοποιήσιμων θέσεων και προγράμματος για την πλειοψηφία των κρισιμότερων εσωτερικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζονται: εξυγίανση του κράτους, παραγωγική ανασυγκρότηση, ταμεία, ανοικοδόμηση του φορολογικού συστήματος.

Όσο για τα υπόλοιπα, κύρια για το μεταναστευτικό, τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, το δημογραφικό, τις πολιτισμικές συγκρούσεις για την εθνική ταυτότητα –οι ιθύνοντες νόες της νέας κυβέρνησης φιλοδοξούν να συνεχίσουν, ουσιαστικά, στην στρατηγική του… Κώστα Σημίτη, και των εκσυγχρονιστών, δηλαδή αυτή μιας «αριστεράς» που λειτουργεί ως ο πολιτισμικός σύμμαχος της δικτατορίας των αγορών.

Σε αυτά, ακριβώς, τα ζητήματα ανοίγεται ένας προνομιακός χώρος για τις δυνάμεις που επιθυμούν να αποσπάσουν το λαϊκό αίτημα από τα χέρια των τυχοδιωκτικών και τακτικιστικών δυνάμεων. Διότι θα επιτρέψουν μια ταχεία πολιτικοποίηση, νέες ζυμώσεις, συνθέσεις, δηλαδή ιδεολογική, πολιτική, και οργανωτική εμβάθυνση ενός αυθεντικά αντιστασιακού μετώπου. Όλα αυτά βέβαια, υπό την προϋπόθεση που η κυβέρνηση επιτύχει τον εξ ίσου γρήγορο μετασχηματισμό της σε… μια δημοκρατικότερη πολιτική έκφραση του… μνημονίου.

Σε διαφορετική περίπτωση, η πολιτικοποίηση θα είναι άμεση, βίαιη, θα συντελεστεί μέσα στον πάταγο της εξόδου της χώρας από το ευρώ.

Η κρίση είναι ταυτόχρονα και ευκαιρία. Δυστυχώς, όμως η πρώτη περίοδος αυτής της κρίσης, η πενταετία 2010-2015 αποδεικνύεται μια περίοδος χαμένων ευκαιριών ώστε να καταστούν πράξη οι αντιστασιακοί πόθοι του ελληνικού λαού.