Τι επισημαίνει η αμερικανική εταιρεία αναλύσεων

Τα τελευταία χρόνια, η ενεργός εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας στη Συρία έχει μειώσει τις φιλοδοξίες και τις επιδιώξεις της Τουρκίας στη χώρα, με την υπομονή της τελευταίας να εξαντλείται. Ο πρωταρχικός στόχος της Τουρκίας στη Συρία είναι να διασφαλίσει ότι οι δύο περιοχές που ελέγχονται από τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας των Κούρδων της Συρίας (YPG) παραμένουν απομονωμένες η μία από την άλλη. Η Τουρκία σταμάτησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν τον παραπάνω στόχο, προκειμένου να αποφύγει μια απευθείας σύγκρουση με τις αμερικανικές και τις ρωσικές δυνάμεις που είχαν ενσωματωθεί στο YPG, αλλά τώρα αυξάνονται οι ενδείξεις ότι σχεδιάζει στρατιωτική επίθεση εναντίον του YPG, γεγονός που αναμφισβήτητα θα βλάψει τις σχέσεις της και με τη Ρωσία και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Τουρκία ήλπιζε ότι θα περίμενε να τελειώσει η αμερικανική παρουσία στη Συρία και (στη συνέχεια) θα έπαιρνε την έγκριση της Ρωσίας για στρατιωτική επίθεση εναντίον του YPG. Ως αντάλλαγμα, έχει επιδείξει προθυμία να συμβιβαστεί ως προς την επιθυμία της να διώξει τον Σύριο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ και να συνεργαστεί με τη Ρωσία για μια διπλωματική λύση στον συριακό εμφύλιο πόλεμο μέσω ειρηνευτικών συνομιλιών, όπως πχ η διαδικασία της Αστάνα. Τώρα, όμως, μετά από αρκετά χρόνια αναμονής και εν μέσω αναζωπύρωσης των συγκρούσεων στο πεδίο της μάχης που έφερε τις δυνάμεις που στηρίζονται από τη Ρωσία αντιμέτωπες με τους αντάρτες που στηρίζονται από την Τουρκία, η Άγκυρα φαίνεται ότι εγκαταλείπει το εν λόγω σχέδιο.

Πόλεμοςμεφίλους

Τώρα που το Ισλαμικό Κράτος έχει υποβαθμιστεί ως μια συμβατική μαχητική δύναμη στη Συρία, το επίκεντρο του πολέμου μεταφέρεται προς τα δυτικά, όπου οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις που στηρίζονται από τη Ρωσία και το Ιράν προσπαθούν να εξαλείψουν και τις τελευταίες ομάδες ανταρτών, τις οποίες εξακολουθεί να στηρίζει η Τουρκία την ίδια ώρα που συμμετέχει στις διπλωματικές συνομιλίες.

Τους τελευταίους μήνες, οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, στηριζόμενες από τη Ρωσία και το Ιράν, έχουν προχωρήσει σε μια σειρά διαδυνδεδεμένων επιθέσεων προκειμένου να διώξουν τους αντάρτες από περιοχές-κλειδιά στις βορειοδυτικές επαρχίες του Χαλεπίου, της Χαμά και της Ιντλίμπ. Οι δυνάμεις των ανταρτών, συμπεριλαμβανομένων αρκετών ομάδων βαριά οπλισμένων και στηριζόμενων από την Τουρκία, ήρθαν αντιμέτωπες με την τελευταία επίθεση, επικεφαλής της οποίας ήταν οι ειδικές δυνάμεις του συριακού στρατού, προκειμένου να καταλάβουν -με μια άγρια αντεπίθεση- το αεροδρόμιο του Abu al-Duhur που κρατείτο από τους αντάρτες.

Η επίθεση και η αντεπίθεση κλιμάκωσαν την ένταση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Αλλωστε, το Ιντλίμπ, σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίστηκαν από τη Ρωσία, τη Τουρκία και το Ιράν κατά τις συνομιλίες στην Αστάνα του Καζακστάν, υποτίθεται πως θα αποτελούσε μέρος μιας ζώνης αποκλιμάκωσης. Η Τουρκία συχνά κατηγορεί την συριακή κυβέρνηση ότι παραβιάζει τη συμφωνία για αποκλιμάκωση, ζητώντας από την Ρωσία να κάνει περισσότερα για να εμποδίσει περαιτέρω επιθέσεις από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις. Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι οι επιχειρήσεις στο Ιντλίμπ έχουν στόχο τις τρομοκρατικές ομάδες και είναι απαραίτητες, κατηγορώντας την ίδια στιγμή την Τουρκία για επίθεση με droneκατά της αεροπορικής της βάσης στην Λατάκια.

Για να αντιμετωπίσει την επιδείνωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, στις 11 Ιανουαρίου ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατόπιν αυτής, ο κ. Πούτιν ανακοίνωσε πως η Τουρκία δεν ευθύνεται για την επίθεση με drone και πως η επίθεση αυτή ήταν «στημένη» προκειμένου να ενοχοποιηθεί η Τουρκία και να υπονομεύσει τη σχέση της με τη Ρωσία. Παρά το γεγονός ότι οι δυο ηγέτες είναι αμετακίνητοι στη θέση τους να βάλουν στην άκρη της διαφορές τους και να συνεργαστούν, ο πόλεμος στη Συρία θα φθείρει τη σχέση τους. Όσο οι αντάρτες που στηρίζονται από την Τουρκία εμπλέκονται σε άγριες μάχες με τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις (που στηρίζονται από τη Ρωσία), είναι σαφές πως Ρωσία και Τουρκία εμπλέκονται σε έναν κανονικό πόλεμο «δι’ αντιπροσώπων».

Πόλεμος με εχθρούς

Ένας σημαντικός λόγος που η Τουρκία συμφώνησε με τη διαδικασία της Αστάνα ήταν για να φτάσει σε συμφωνία με τη Ρωσία για άσκηση μεγαλύτερης πίεσης στο YPG, με την Ρωσία ωστόσο να μην συμβιβάζεται στο θέμα αυτό. Αντί να επιτρέψει στην Τουρκία να εξαπολύσει στρατιωτική επίθεση εναντίον του YPG, η Ρωσία διατηρεί δυνάμεις σε θέσεις που μπλοκάρουν την τουρκική πρόσβαση σε κουρδικές θέσεις στην Αφρίν, ζητώντας το πολιτικό κόμμα που εκπροσωπεί το YPG, το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) να συμμετέχει στις μελλοντικές ειρηνευτικές συνομιλίες στο Σότσι της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο θεωρεί ότι το YPGπρέπει να δεχθεί την όποια ειρηνευτική συμφωνία για τη Συρία, δεδομένου ότι αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα στη σύγκρουση και έχει την στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Τουρκία, από την πλευρά της, είναι το ίδιο ανυποχώρητη στο θέμα αυτό, με τον εκνευρισμό της να αυξάνεται όλο και περισσότερο από την ενίσχυση του YPGστα σύνορα με τη Συρία. Μάλιστα, έχει χάσει τόσο πολύ την υπομονή της που μπορεί να κινηθεί εναντίον του YPGχωρίς την συγκατάθεση της Ρωσίας.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, αυξήθηκαν τα τουρκικά πυρά εναντίον των θέσεων του YPGστην Αφρίν, ενώ υπήρξαν αναφορές για ενδείξεις κινήσεων τουρκικών δυνάμεων από άλλα σημεία των συνόρων προς την Αφρίν. Στο μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανακοινώσει πως θα βοηθήσουν στην εκπαίδευση και την εδραίωση μιας Συριακής Συνοριακής Δύναμης 30.000 μαχητών, η οποία θα περιλαμβάνει πολλά μέλη του YPG. Η Τουρκία έχει εξοργιστεί με την προοπτική συνεργασίας Ηνωμένων Πολιτειών και YPG, ακόμα και μετά την συμβατική ήττα του Ισλαμικού Κράτους και δεν θα την αποδεχθεί χωρίς αντίδραση.

Καθώς η Τουρκία προετοιμάζεται για επίθεση, αυξάνεται η ανησυχία ότι ένα λάθος τουρκικό χτύπημα θα μπορούσε να επιφέρει ρωσικές ή αμερικανικές ανθρώπινες απώλειες και να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση της σύγκρουσης. Αυτός ο κίνδυνος και η εικασία πως η αμερικανική στήριξη στο YPG ήταν προσωρινή, έχουν αποτρέψει την Τουρκία από το να εξαπολύσει κανονικό πόλεμο εναντίον του YPG.

Τώρα, όμως, καθώς οι ΗΠΑ ενισχύουν τη στήριξή τους στο YPG και υπάρχει σύσφιξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων, η Τουρκία φαίνεται ολοένα και πιο πρόθυμη να αναλάβει το ρίσκο μιας επίθεσης.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής στις 21/1/18