Ο συνασπισμός που θα διαμορφωθεί θα καθορίσει την κατεύθυνση που θα πάρουν οι μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ εκτιμά η αμερικανική εταιρία αναλύσεων

Η Γερμανία μπαίνει στις τελευταίες εβδομάδας μιας αρκετά ήρεμης προεκλογικής περιόδου. Υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες για νίκη των εθνικιστών ή των ευρωσκεπτικιστών και οι δημοσκοπήσεις παραμένουν σταθερές. Παρόλο που το διάστημα πριν τις εκλογές της 24ης  Σεπτεμβρίου ήταν σχετικά ήσυχο, θα μπορούσαν να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το μεγάλο ερώτημα – τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τα άλλα μέλη της ΕΕ – είναι τι μορφή θα έχει η τελική κατανομή των εδρών στη Bundestag. Η απάντηση θα καθορίσει όχι μόνο τον πιθανό συνδυασμό των κομμάτων που θα σχηματίσουν τον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά και θα διαμορφώσει την κατεύθυνση που θα πάρουν οι χρειαζούμενες μεταρρυθμίσεις για το ευρωπαϊκό μπλοκ.

Τι διακυβεύεται για την Ευρώπη

Στη Γερμανία, αντίθετα με τις πρόσφατες γαλλικές και ολλανδικές εκλογές, υπάρχει μικρός κίνδυνος η κυβέρνηση να συμπεριλάβει δυνάμεις εθνικιστών ή ευρωσκεπτικιστικών. Το AfD(Εναλλακτική για την Γερμανία) πιθανότατα θα κερδίσει λίγες έδρες στη Bundestag, τα άλλα κόμματα ωστόσο θα αρνηθούν να συνεργαστούν μαζί του. Στο μεταξύ, η Αριστερά θα προσπαθήσει να βρει εταίρους, αν και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει μέλος μιας ευρείας κεντροαριστεράς συμμαχίας. Αλλά, καθώς οι γερμανικές εκλογές δεν αποτελούν απειλή για τη σταθερότητα της ευρωζώνης, σε αντίθεση με τις γαλλικές ή τις ολλανδικές εκλογές, η σύνθεση της επόμενης Γερμανικής κυβέρνησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο να καθορίσει το μέλλον της ΕΕ.

Στην τελευταία δεκαετία, ο συνδυασμός οικονομικών κρίσεων με το ισχυρό εθνικιστικό αίσθημα έκανε αδύνατη τη θεσμική μεταρρύθμιση της ΕΕ. Τώρα που τα περισσότερα κράτη μέλη αναπτύσσονται ξανά και καθώς η προεκλογική περίοδος του 2017 φτάνει στο τέλος της, το πολιτικό περιβάλλον γίνεται πιο ευνοϊκό στις μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, το περσινό δημοψήφισμα για το Brexitέπεισε τα περισσότερα μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ότι, μετά από κλυδωνισμούς ετών οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για την αναζωογόνηση της Ένωσης.

Ως η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, η Γερμανία θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Συνεπώς, η ιδεολογική σύνθεση της γερμανικής κυβέρνησης θα αποτελέσει ένα καίριας σημασίας κομμάτι του παζλ της μεταρρύθμισης. Τις τελευταίες εβδομάδες, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία υπέβαλαν η καθεμία τις προτάσεις της, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων για την αύξηση των επενδύσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και της εισαγωγής μέτρων για την κατανομή των κινδύνων στην ευρωζώνη. Ιταλία και Ισπανία έχουν προτείνει ακόμη την έκδοση χρέους που υποστηρίζεται από κοινού από όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Στο μεταξύ, η Γαλλία δήλωσε ότι θα καθυστερήσει τις επιπλέον προτάσεις για την ευρωζώνη, μέχρι μετά τις γερμανικές εκλογές, έτσι ώστε Παρίσι και Βερολίνο να μπορέσουν να συζητήσουν μαζί τα σχέδια.

Όποιος θα έχει τον έλεγχο του γερμανικού κοινοβουλίου θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις και τους τελικούς συμβιβασμούς μεταξύ του βόρειου και του νότιου μπλοκ της ευρωζώνης. Αν οι εκλογές καταλήξουν σε ένα κεντροδεξιό συνασπισμό υπό την ηγεσία του CDU(Χριστιανοδγημοκρατική Ένωση), η κυβέρνηση πιθανώς θα είναι επιφυλακτική ως προς τα σχέδια που παρουσίασε η Νότια Ευρώπη. Από την άλλη, ένας κεντροαριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του SPD(Σοσιαλημιοκρατικό Κόμμα), θα ήταν πιο ανοιχτός. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το ποιος θα είναι υπεύθυνος, η Γερμανία και άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης θα είναι απρόθυμες να μοιραστούν τον κίνδυνο με τους νότιους ομολόγους τους. Παρόλο που το Βερολίνο δεν αντιτίθεται εντελώς στις προτάσεις της Νότιας Ευρώπης, σχεδόν σίγουρα θα ζητήσει αυστηρότερο έλεγχο των δημοσιονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη – μια παραχώρηση για την οποία οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα αντισταθούν.

Η σύνθεση του επόμενου συνασπισμού στο Βερολίνο θα επηρεάσει επίσης τις συζητήσεις για διάφορα άλλα ευρωπαϊκά ζητήματα της ΕΕ. Για παράδειγμα, η Γερμανία υπολείπεται του νατοϊκού στόχου ότι τα μέλη δαπανούν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, με το CDUνα είναι πιο πρόθυμο από το SPDνα αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Αναφορικά με το Brexit, τα περισσότερα γερμανικά κόμματα ευθυγραμμίζονται σε λίγα θέματα: είναι υπέρ της επίτευξης συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο, συμφωνώντας ότι η μελλοντική σχέση της Ένωσης με το Λονδίνο πρέπει να περιλαμβάνει λιγότερα οφέλη από ό, τι θα περιλάμβανε η συμμετοχή στην ΕΕ. Ωστόσο, το Λονδίνο θα προτιμούσε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του CDU, δεδομένου του ιστορικού του Schulzως πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ισχυρής υπεράσπισής του για την Ένωση και τα θεσμικά της όργανα.

Και δεν είναι μόνο τα δύο μεγάλα κόμματα που θα επηρεάσουν τα ζητήματα της Ένωσης. Ανάλογα με τις θέσεις που θα δοθούν στο Υπουργικό Συμβούλιο, οι «μικροί» εταίροι του συνασπισμού θα μπορούσαν επίσης να διαμορφώσουν κάποιες από τις αποφάσεις του Βερολίνου. Το FDP(Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα), για παράδειγμα, πιθανώς θα αντισταθεί στις κινήσεις προστατευτισμού που προτείνει η Γαλλία, ενώ η Αριστερά θα πιέσει για μεγάλες κυβερνητικές δαπάνες και υψηλότερους φόρους για τις επιχειρήσεις. Οι δυνατότητες των εν λόγω κομμάτων στην διαμόρφωση της πολιτικής θα είναι φυσικά περιορισμένες, δεν πρέπει ωστόσο να αγνοηθούν εντελώς.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει ένα μέλλον με προκλήσεις

Πέρα από τις μεγαλύτερες ανησυχίες της ΕΕ, η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης ορισμένες μακροπρόθεσμες εσωτερικές προκλήσεις. Και ενώ η συζήτηση για τα ζητήματα αυτά έχει μέχρι στιγμής απουσιάσει σε μεγάλο βαθμό από την προεκλογική εκστρατεία μέχρι στιγμής, η χώρα στο τέλος θα τα λάβει υπόψη της.

Τα τελευταία χρόνια, η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς με την ανεργία να βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ. Ωστόσο, ως μέλος της ευρωζώνης, η Γερμανία θα μπορούσε να ζημιωθεί από τις εξελίξεις σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα διάσωσης που βοήθησε την Ελλάδα να σταθεροποιήσει την οικονομία της λήγει στα μέσα του 2018 και η Αθήνα πιθανότατα θα ζητήσει βοήθεια για τη μείωση του χρέους της. Η ιδέα είναι αμφιλεγόμενη στη Γερμανία και το FDPέχει προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ως αντάλλαγμα για την ελάφρυνση χρέους. Οι ιταλικές εκλογές στις αρχές του 2018 παρουσιάζουν περαιτέρω προκλήσεις. Υπάρχει πιθανότητα από τις ιταλικές εκλογές να προκύψει μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση, η οποία δημιουργήσει εμπόδια στις μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης.

Η σταθερότητα της Γερμανίας θα μπορούσε να πάρει την ευθύνη για ζητήματα που ελέγχει, καθώς η οικονομία της που βασίζεται στις εξαγωγές της χώρας, αντιμετωπίζει πίεση από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θέλουν το Βερολίνο να αυξήσει τις εγχώριες δαπάνες για την τόνωση των εισαγωγών και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επανειλημμένα επικρίνει το τεράστιο γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα. Μια πιο προστατευτική στάση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον βασικό εμπορικό εταίρο της Γερμανίας εκτός ευρωζώνης, θα μπορούσε να βλάψει τις γερμανικές εξαγωγές. Επιπλέον, η κυρίαρχη βιομηχανία της Γερμανίας – ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας – ενδέχεται να χρειαστεί να αναπροσαρμόσει το επιχειρηματικό του μοντέλο, καθώς αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από τις νέες τεχνολογίες και τους ξένους κατασκευαστές οχημάτων, παράλληλα με τα επακόλουθα του σκανδάλου για τις παραποιήσεις μετρήσεων στις εκπομπές αερίου.

Τέλος, η Γερμανία αντιμετωπίζει δύο πολύπλοκες δημογραφικές προκλήσεις. Η πρώτη είναι ότι η κοινωνία της γίνεται όλο και πιο διαφορετική,  λόγω της μετανάστευσης από ευρωπαϊκές άλλες χώρες και πιο συγκεκριμένα από την πρόσφατη εισροή αιτούντων άσυλο από τη Μέση Ανατολή. Αυτή η έξαρση της μετανάστευσης με τη σειρά της έχει οδηγήσει στην εμφάνιση εθνικιστικών και άλλων που αντίκεινται στην μετανάστευση ομάδων, που, παρά το γεγονός ότι δεν είναι τόσο ισχυρές όσο σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία, προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία. Η δεύτερη πρόκληση είναι τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας και το υψηλό προσδόκιμο ζωής. Η δημογραφική γήρανση και ενδεχομένως η μείωση του γερμανικού πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες θα ασκήσουν επιπλέον πίεση στα γερμανικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης, προκαλώντας ενδεχομένως έλλειψη εργατικού δυναμικού.

Τα πιεστικά ζητήματα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου θα αφορούν κυρίως τη σύνθεση του κυβερνώντος συνασπισμού και τον τρόπο με τον οποίο ο συνασπισμός θα αντιμετωπίσει τις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ. Ωστόσο, τα επισφαλή οικονομικά και δημογραφικά ζητήματα δεν θα εξαφανιστούν και ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα είναι επικεφαλής στη χώρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα πρέπει τελικά να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις.

*Tο παρόν αποτελεί μέρος ανάλυσης για τις Γερμανικές εκλογές

** Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής