By Dana Allin, International Institute for Strategic Studies

Η συνάντηση την Παρασκευή μεταξύ του Donald Trump και του Vladimir Putin ήταν ασυνήθιστη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τέτοια συνάντηση στην ιστορία των αμερικανό-ρωσικών σχέσεων. Ο λόγος είναι απλός. Ο Putin κατάφερε τελικά να σφίξει το χέρι του ανθρώπου τον οποίο βοήθησε ενεργά να γίνει πρόεδρος.

Όταν γράφουμε ότι “βοήθησε ενεργά” να εγκατασταθεί ο Trump στο Λευκό Οίκο, δεν σημαίνει ότι αυτή η υποστήριξη ήταν καθοριστική. Ούτε αυτό είναι απαραιτήτως η πιο σημαντική πτυχή στις για τώρα έντονες σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και των διατλαντικών συμμάχων της. Ωστόσο η απόφαση του τι είναι σημαντικό, είναι ακριβώς αυτό που είναι τρομερά δύσκολο στο άτακτο πολιτικό σύμπαν ενός Αμερικανού προέδρου ο οποίος προφανώς σκοπεύει να υπονομεύσει τις έννοιες της πραγματικότητας και της αλήθειας.

Το ότι Ρώσοι, κατ’ εντολήν του Putin, εργάστηκαν ενεργά για την εκλογή του Trump, ήταν ασφαλώς μια κρίση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Είναι μία κρίση που πρέπει να πάρουμε λιγότερο ή περισσότερο στα σοβαρά, από τη στιγμή που οι Αμερικανοί κατάσκοποι προστατεύουν τις πηγές τους. Αλλά δεν είναι στα αλήθεια ένα άλμα πίστης, δεδομένου ότι οι εναλλακτικές αφηγήσεις είναι αυτοί οι ισχυρισμοί του Τrump για την εναλλακτική πραγματικότητα και το μάλλον αυθαίρετο trolling του Putin. Η κρίση, σε κάθε περίπτωση, είναι αυτό που προκάλεσε τον Trump στην παραμονή της προεδρίας του να συγκρίνει τους αξιωματούχους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με τους Ναζί.

Αυτό το προεδρικό tweet, σχεδόν ξεχασμένο στη θύελλα των αχαλίνωτων tweets που έχουν ακολουθήσει, πιστοποιεί την επιτυχία, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο, της ρωσικής εμπλοκής. Εάν κάποιος υποθέσει έναν ανταγωνισμό μηδενικού ποσού μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας -και αυτή είναι μια νοοτροπία που φαίνεται να κυριαρχεί τώρα στη Μόσχα- τότε το να έχουμε έναν Αμερικανό πρόεδρο να συγκρίνει τις μυστικές του υπηρεσίες με τους Ναζί, να απαιτεί από το γραμματέα Τύπου του να ισχυριστεί άλλα μεγέθη για το πλήθος που παραβρέθηκε στην τελετή ορκωμοσίας του το οποίο καθένας με γυμνό μάτι θα μπορούσε να δει ότι ήταν ψευδή, το να προκαλεί την Καγκελάριο της Γερμανίας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χώρα της δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στις ΗΠΑ, και να υπονομεύει τις ΗΠΑ και να τις γελοιοποιεί, φαίνεται όντως σα μια νίκη της Ρωσίας.

Στον πιο παραδοσιακό χώρο της διπλωματίας των μεγάλων δυνάμεων, η κατάταξη είναι αναμφισβήτητα πιο μεικτή. Ο πρόεδρος Trump επιβεβαίωσε -στην αρχική του στάση στη Βαρσοβία- την αμερικανική δέσμευση στο Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ και κάλεσε τη Ρωσία να σταματήσει να αποσταθεροποιεί την Ουκρανία. Υπάρχει ένας τεράστιος μηχανισμός της αμερικανικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας που παραμένει δεσμευμένος στη συμμαχία και η προφανής αμφιθυμία του προέδρου για τη δέσμευσή αυτή δεν σημαίνει ότι θα τελειώσει. Την ίδια στιγμή ωστόσο ο Trump πήγε στη συνάντησή του με τον Putin, χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο ή ατζέντα. Αυτό είναι στην κατάθεση του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας MacMaster, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ τόνισε: “είναι οτιδήποτε για το οποίο θέλει να μιλήσει ο πρόεδρος”. Αυτό είναι κάπως αηδιαστικό: πιο ικανοί πρόεδροι από τον Donald Trump έχουν αισθανθεί την ανάγκη να προετοιμαστούν για τις συναντήσεις με τον Ρώσο ομόλογό τους.

Επίσης, ήταν στη Βαρσοβία που ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσέφερε στήριξη στις αυταρχικές τάσεις της πολωνικής κυβέρνησης μαζί με τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές στο δικό του Λευκό Οίκο. Ενώθηκε με τον Πολωνό πρωθυπουργό επιτιθέμενοι στην ίδια την έννοια ενός επικριτικού, ανεξάρτητου Τύπου. Και δήλωσε ότι “το θεμελιώδες ερώτημα της εποχής μας είναι εάν η Δύση έχει τη θέληση να επιβιώσει”. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Peter Binary έγραψε σωστά ότι αυτό ήταν “η πιο συγκλονιστική πρόταση από όλη την ομιλία του Trump -ίσως η πιο σοκαριστική πρόταση από οποιαδήποτε προεδρική ομιλία δόθηκε σε ξένο έδαφος στην ζωή μου…”. Στο πλαίσιο αυτό ήταν σαφές ότι το Trump δεν μιλούσε για την απειλή της τρομοκρατίας, ένα σοβαρό πρόβλημα αλλά μετά βίας μια απειλή για την “επιβίωση” της Δύσης. Αντιθέτως, αναφερόταν στα όνειρα μιας εξτρεμιστικής Δεηιάς, η οποία βλέπει μια υπαρξιακή απειλή στη ρύπανση από μια πολυπολιτισμική και πολυφυλετική μετανάστευση.

Επομένως, έχουμε μια κυβέρνηση που επισήμως δεσμεύεται στις αμυντικές της υποχρεώσεις για την διατλαντική συμμαχία, αλλά επίσης ενεργά εχθρική -τουλαχιστον σε ό,τι αφορά τον πρόεδρο- στις φιλελεύθερες αξίες που θα πρέπει να κρατάνε τη συμμαχία ενωμένη. Ποιο είναι πιο σημαντικό;

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ