Στις περισσότερες χώρες η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής νομοθετικής ρύθμισης, σε αντίθεση π.χ. με το παράνομο εμπόριο όπλων ή ναρκωτικών ουσιών. Οι ίδιες οι διωκτικές αρχές μάλιστα, δεν διαθέτουν συχνά καν επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό, για τη δίωξη εγκλημάτων σχετικών με την παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων.

 

Υπάρχουν κάποια επίσημα στοιχεία, αν και ασαφή, αναφορικά με την παράνομη διακίνηση αρχαιολογικών θησαυρών ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με την Interpol, την UNESCO αλλά και το Γραφείο του ΟΗΕ για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), τα έσοδα από το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων ανέρχονται σε έξι με οκτώ δις δολάρια.

Το ποσό αυτό εκτιμάται ότι είναι 40 φορές μεγαλύτερο από τα έσοδα της αντίστοιχης νόμιμης αγοράς. Tα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, εστιάζεται ως επί το πλείστον σε περιοχές της Μέσης Ανατολής, όπου μαίνονται πόλεμοι και εμφύλιες συρράξεις. Σύμφωνα με στοιχεία ειδικής έκθεσης του ΟΗΕ που συντάχθηκε για λογαριασμό του Συμβουλίου Ασφαλείας στις δραστηριότητες αυτές, εμπλέκεται έντονα και το τρομοκρατικό δίκτυο Ισλαμικό Κράτος (IS).

Το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων αποτελεί μία από τις πηγές χρηματοδότησης του IS, το οποίο επιδίδεται σε συστηματικές λεηλασίες αρχαιολογικών χώρων, για τις οποίες συχνά χρησιμοποιούνται ακόμη και μπουλντόζες. Για τους αρχαιολόγους αυτές οι πρακτικές αποτελούν τραγωδία.

«Μπορεί κάποιος να δει τις περιοχές που πλήττονται από δορυφορικές φωτογραφίες. Οι περιοχές αυτές μετά τις παράνομες ανασκαφές θυμίζουν σεληνιακό τοπίο», αναφέρει o αρχαιολόγος Νιλ Μπρόντι από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. «Ξέρουμε από τους κατοίκους των περιοχών τι πραγματικά συμβαίνει: δεν πρόκειται μόνο για απλούς λάκκους, αλλά για ανασκαφές σε μεγάλο βάθος, που μπορούν να συγκριθούν με τούνελ. Κάποιοι από αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους έχουν σοβαρά επιβαρυνθεί», αναφέρει ο Μπρόντι. Ο σκωτσέζος αρχαιολόγος ωστόσο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει σε πραγματικά μεγέθη την καταστροφή.

Για δύο λόγους: πρώτον διότι σε ένα μεγάλο μέρος των αρχαιοτήτων που διακινούνται στην αγορά, δεν είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή τους και δεύτερον επειδή πολλοί από τους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, δεν εμφανίζονται καν σε πρώτη φάση σε δημοπρασίες και ιδιωτικές συλλογές. «Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν στηθεί μεγάλες συλλογές ειδικά με αρχαιότητες από το Ιράκ –και αυτά τα αντικείμενα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην ανοιχτή αγορά», λέει ο Μπρόντι.

Πηγή:premium.paratiritis.gr