Η απειλή μίας «προσωρινής εξόδου» της Ελλάδας από το ευρώ, την οποία πρότεινε η γερμανική κυβέρνηση, κλόνισε τα θεμέλια της Ευρωζώνης πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι διεφάνη, επισημαίνεται σε άρθρο στους New York Times με τίτλο «Πώς η Ελληνική Συμφωνία Θα Μπορούσε να Καταστρέψει το Ευρώ».

 

Επίσης υπονόμευσε ό,τι είχε απομείνει από τη γαλλο-γερμανική συνεργασία στον τομέα της οικονομίας, κατέστησε το κοινό νόμισμα πολιτικά ανυπεράσπιστο στη Γαλλία κι αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο εξόδου μιας χώρας από τη νομισματική ένωση, αναφέρει ο αρθρογράφος Σαχίν Βαλέ, πρώην σύμβουλος του Γάλλου υπουργού Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Με λίγα λόγια, εκτιμά ο αρθρογράφος, η πιθανότητα ενός Grexit σήμερα έχει καταστήσει ακόμη πιθανότερη μία έξοδο από την Ευρωζώνη της Γαλλίας ή ακόμη και της Γερμανίας.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο, οι εντάσεις αυτές δεν είναι νέο φαινόμενο. Η Γερμανία ανέκαθεν θεωρούσε το ευρώ ως έναν βελτιωμένο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών δομημένο γύρω από το γερμανικό μάρκο και η Γαλλία, κατά τον αρθρογράφο, έχει την τολμηρή αλλά ασαφή φιλοδοξία ενός διεθνούς νομίσματος, το οποίο θα ενίσχυε την αποτελεσματικότητα της θεωρίας του Κέυνς.

Αυτές οι ουσιαστικές διαφορές καλύφθηκαν με την εισαγωγή του ευρώ, επειδή τόσο ο Φρανσουά Μιτεράν όσο και ο Χέλμουτ Κολ συμφώνησαν ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα λειτουργεί κυρίως ως μέσο για την επίτευξη μίας μεγαλύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης.

Από το 2010, τόσο αυτή η εποικοδομητική ασάφεια όσο και ο τελικός στόχος της περαιτέρω πολιτικής ολοκλήρωσης διατηρήθηκαν σε γενικές γραμμές, αλλά σύμφωνα με τον αρθρογράφο, στη διάρκεια του τελευταίου γύρου διαπραγματεύσεων για το ελληνικό χρέος, κατέρρευσαν και τα δύο και μαζί τους ό,τι μέχρι σήμερα κρατούσε τη Γαλλία και τη Γερμανία τόσο πιστά ταγμένες στο ευρώ και στην κοινή προάσπισή του.

Σύμφωνα με τον Σαχίν Βαλέ, οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ελληνική συμφωνία κατέστησαν σαφές ότι η Γερμανία είναι προετοιμασμένη να ακρωτηριάσει και να καταστρέψει ένα από τα μέλη της Συνθήκης του Μάαστριχτ αντί να κάνει υποχωρήσεις.

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η Γερμανία θα μπορούσε αναμφίβολα να χτίσει μία πολύ επιτυχημένη νομισματική ένωση με τις χώρες της Βαλτικής, την Ολλανδία και μερικές άλλες χώρες, αλλά θα πρέπει να κατανοήσει ότι ποτέ δεν θα συγκροτήσει μία οικονομικά επιτυχημένη και πολιτικά σταθερή νομισματική ένωση με τη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη με αυτούς τους όρους.

Μακροπρόθεσμα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία (αλλά και άλλες χώρες), δεν θα συμμετείχαν σε μία τέτοια ένωση, όχι επειδή δεν μπορούν, αλλά επειδή δεν θα το επιθυμούσαν, γράφει ο Βαλέ. Το συνολικό ΑΕΠ και ο πληθυσμός αυτών των χωρών είναι διπλάσιος από της Γερμανίας και κάποια στιγμή η αντιπαράθεση θα ήταν αναπόφευκτη.

Αυτή η κατάσταση, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, δεν είναι μόνο ευθύνη της Γερμανίας αλλά ξεκίνησε κυρίως εξαιτίας της ρομαντικής και κατά κάποιο τρόπο αφελούς άποψης της Γαλλίας για την νομισματική ένωση.

Η Γαλλία δεν έχει ακόμη ξεπεράσει απόλυτα την τάση της να βάζει τη γαλλική εθνική κυριαρχία και τη λήψη αποφάσεων πρώτες και έχει αποτύχει να διατυπώσει το δικό της μετά-Μάαστριχτ όραμα μίας εύρωστης νομισματικής ένωσης, υποστηριζόμενης από έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, διοικούμενης από μία πραγματική ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία και με την νομιμοποίηση από το Ευρωκοινοβούλιο.

Παρά τις πρόσφατες εκκλήσεις από τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ να αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι δεν αναμένεται πρόοδος.

Αυτός ο δυστυχισμένος γάμος, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαλέ, μπορεί να αντέξει χρόνια, αλλά θα μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες να ανέρχονται στην εξουσία σε όλη την Ευρώπη κόμματα που αντιτίθενται στο κατεστημένο, επειδή οι ηγέτες των παραδοσιακών κομμάτων δεν μπορούν πλέον να διαψεύσουν τον ισχυρισμό ότι το ευρώ, με τη σημερινή του μορφή, είναι καταστροφικό τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά.

Ο αρθρογράφος καταλήγει: «Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί τώρα στην Ελλάδα, η συμφωνία της 13ης Ιουλίου έχει καταστήσει πολύ πιθανότερη την μελλοντική διάσπαση της Ευρωζώνης. Το ερώτημα είναι αν αυτή θα λάβει τη μορφή μίας μεθοδικής αποχώρησης της Γερμανίας ή μίας παρατεταμένης και οικονομικά περισσότερο καταστροφικής εξόδου της Γαλλίας και της νότιας Ευρώπης».

Πηγή: ΑΜΠΕ