Ανάλυση του Stratfor– Συνεργασία με τον Τύπο της Κυριακής

Στις18 Νοεμβρίου, σε μια προσπάθεια να μεσολαβήσει στην αποκλιμάκωση των εχθροπραξιών στην ανατολική Ουκρανία, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Steinmeier επισκέφθηκε το Κίεβο και τη Μόσχα. Συναντήθηκε με τον Ουκρανό Πρόεδρο Petro Poroshenko, τον Ρώσο υπουργό των Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι επισκέψεις του Steinmeier έρχονται κάποιες μέρες μετά αφότου οι Γερμανοί αξιωματούχοι επιβεβαίωσαν ότι ένας από τους διπλωμάτες τους στη Μόσχα απελάθηκε σε αντίποινα της απέλασης ενός Ρώσου διπλωμάτη από το προξενείο στη Βόννη, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε εμπλακεί σε κατασκοπία.

Παρά τις απελάσεις, ο στόχος της Γερμανίας είναι να διατηρήσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία, να αποφύγει ακόμα πιο σοβαρές κυρώσεις της ΕΕ στη ρωσική οικονομία και να διασφαλίσει ότι διατηρείται η κατάπαυση του πυρός στην ανατολική Ουκρανία. Ενώ οι Γερμανοί ηγέτες θα συνεχίσουν να λαμβάνουν σκόπιμα μέτρα με σκοπό να επικρίνουν το Κρεμλίνο, όσο οι –υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία- αυτονομιστές δεν επεκτείνουν σημαντικά τα υπό τον έλεγχό τους εδάφη, η Γερμανία θα αποφύγει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που θα ζημιώσει περαιτέρω τις εμπορικές και πολιτικές σχέσεις της με τη Ρωσία.

Ανάλυση

Η “μια σου και μία μου” διπλωματική απέλαση στη Ρωσίακαι τη Γερμανία ήρθε όσο η πολωνική κυβέρνηση απέλασε έναν Ρώσο διπλωμάτη, που φέρεται να ήταν μέλος της Ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και σε επαφή με πολωνό συνταγματάρχη, ο οποίος βρίσκεται τώρα υπό κράτηση με την κατηγορία της κατασκοπείας. Το Κρεμλίνο απάντησε με την απέλαση αρκετών πολωνών αξιωματούχων από τη Μόσχα. Είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ οι διπλωματικές απελάσεις δεν είναι σπάνιες στην περιοχή, η Γερμανία τυπικά δεν έχει δημοσίως επιπλήξει το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών.

Η απέλασηξένων διπλωματών αποτελεί για τις κυβερνήσεις ένα χαμηλού κόστους εργαλείο, προκειμένου να εκφράσουν δημόσια τις ανησυχίες τους σχετικά με τις ενέργειες άλλων χωρών. Οι φιλοξενούσες κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι οι ξένες διπλωματικές αποστολές διοργανώνουν δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών και συχνά παρακολουθούν συγκεκριμένα άτομα με διπλωματικά διαβατήρια που συμμετέχουν σε μυστικές δραστηριότητες στο εξωτερικό. Η απόφαση για απέλαση διπλωματών γίνεται είτε όταν η φιλοξενούσα κυβέρνηση θέλει να στείλει ένα δημόσιο μήνυμα στους ξένους εταίρους της ή όταν οι δραστηριότητες του ξένου παράγοντα είναι πολύ ύποπτες για να τις αγνοήσει ηφιλοξενούσα κυβέρνηση. Οι διπλωματικές απελάσεις γενικά έχουν ως αποτέλεσμα την εκδίκηση εκ μέρους των ξένων κυβερνήσεων με δικιές τους απελάσεις, οι οποίες συχνά αντικατοπτρίζουν τις αρχικές διώξεις σε αριθμούς και σε αξίωμα.

Παρ 'όλα αυτά, οι απελάσεις συνήθως δεν προκαλούν σημαντική ζημιά στις διμερείς σχέσεις. Η απόφαση της Γερμανίας και της Πολωνίας να αποκαλύψει κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες και να απομακρύνει αξιωματούχους με διπλωματικά διαβατήρια είχε σκοπό -ως μια δημόσια κίνηση χαμηλού κινδύνου-, τόσο για το εσωτερικό, όσο και για το Κρεμλίνο, να δείξει την αντίθεσή τους (των εν λόγω χωρών) στην φανερές και μυστικές δραστηριότητες της Ρωσίας στο εξωτερικό.

Οι προτεραιότητες της Γερμανίας

Το Βερολίνουπολογίζει την ιδιαίτερα ρεαλιστική σχέση του με τη Μόσχα. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της Γερμανίας στη Βόρεια ευρωπαϊκή πεδιάδα, το Βερολίνο έχει ιστορικά διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική της, σκεπτόμενη τόσο τη Ρωσία, όσο και τη Γαλλία στο μυαλό. Η σχέση της Γερμανίας με τις δύο αυτές δυνάμεις διαμόρφωσε τις δυο μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Σήμερα, για την Γερμανία αποτελεί επιτακτική ανάγκη να διατηρήσει τις στενές σχέσεις με τους γείτονές της στα δυτικά, και επίσης να κρατήσει ανοιχτές τις ευρωπαϊκές αγορές ανοικτές για συναλλαγές, διασφαλίζοντας παράλληλα τις στενές εμπορικές και πολιτικές σχέσεις της με τη Ρωσία στα ανατολικά.

Ωςηγέτιδα δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία θα πρέπει επίσης να εξισορροπήσει τις διάφορες ανησυχίες για την ασφάλεια, καθώς και τις αντίστοιχες οικονομικές των κρατών μελών της Κοινότητας. Οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία επιθυμούν μια πιο δυναμική πανευρωπαϊκή στάση απέναντι στη Ρωσία, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη που γεωγραφικά είναι πιο μακριά από την Ρωσία, – και συχνά με στενούς δεσμούς- προτιμούν μια λιγότερο επιθετική στάση, εκφράζοντας την αντίθεσή τους  σε περαιτέρω οικονομικές κυρώσεις.

Ένας νέος γύροςσημαντικών οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία θα ζημιώσει τις  γερμανικές επιχειρήσεις και την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Αν και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατηγόρησε δημοσίως τη Ρωσία ότι διευκολύνει κάποιες από τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Ουκρανία, πρόσφατα έχει υποστηρίξει την προσθήκη των αυτονομιστών ηγετών στην λίστα των κυρώσεων της ΕΕ, εκφράζοντας την αντίθεσή της στην παράταση των κυρώσεων που επηρεάζουν την οικονομία της Ρωσίας.

Προκειμένουνα αποφευχθούν τυχόν νέες οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, η Γερμανία προσπαθεί να σώσει τις συμφωνίες του Μινσκ που οδήγησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου στην κατάπαυση του πυρός στην ανατολική Ουκρανία. Στην περίπτωση που η κατάπαυση του πυρός επίσημα τελειώσει και οι δυνάμεις –που στηρίζονται από την Ρωσία- επιλέξουν να επεκτείνουν τον εδαφικό τους έλεγχο σε σημαντικές πόλεις, όπως η Μαριούπολη, ηΑνατολική Ευρώπη και ορισμένα τμήματα του πληθυσμού της Γερμανίας θα αυξήσει τις εκκλήσεις τους στο Βερολίνο να στηρίξει νέες κυρώσεις.

Ηεπιτυχία της κατάπαυσης του πυρός εξαρτάται από τη λήψη αποφάσεων του Κρεμλίνου, όσο η Ρωσία συνεχίζει να παρέχει στους αυτονομιστές όπλα, εξοπλισμό και στρατιώτες. Κατά τη διάρκεια της G-20 στην Αυστραλία, ο Πούτιν και η Μέρκελ είχε μια μακρά σε διμερές επίπεδο, συνάντηση που επικεντρώθηκε κυρίως στην κατάσταση της Ανατολικής Ουκρανίας. Επιπλέον, κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο και τη Μόσχα στις 18 Νοεμβρίου, ο Steinmeier εργάστηκε προκειμένου να φέρει όλες τις πλευρές πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η προοπτική της Ρωσίας

Ακριβώς όπως οι Γερμανοί ηγέτεςπροσπαθούν να διατηρήσουν τους δεσμούς με τη Ρωσία, το Κρεμλίνο προσπαθεί να διατηρήσει μια καλή σχέση όχι μόνο με τους Γερμανούς ηγέτες, αλλά και με την γερμανική κοινή γνώμη. Στις 16 Νοεμβρίου, το γερμανικό κανάλι ARD μετέδωσε μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του Πούτιν, στην οποία – ενώ περιστασιακά έμπαιναν φράσεις στα Γερμανικά – ο Ρώσος πρόεδρος είπε τις απόψεις του για την κρίση Ουκρανία.

Συγκρίνοντας το δημοψήφισματης Κριμαία με την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου και εκφράζοντας τις ανησυχίες για το υποτιθέμενο ενδεχόμενο εθνοκάθαρσης στην Ουκρανία, ο Πούτιν παρουσίασε επίσης μια σειρά λόγους που τοΚρεμλίνο θέλει να αποτελέσουν τη βάση της διαπραγμάτευσης για το μέλλον της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της ομοσπονδιοποίησης και της απόσυρσης των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων aπό ορισμένεςπόλεις και χωριά. Πούτιν αναφέρθηκε στην ιδέα ότι ενώ η Ρωσία καλείται συχνά να επηρεάσει τους αυτονομιστές στην Ουκρανία, το Βερολίνο θα πρέπει να επηρεάσει την κυβέρνηση στο Κίεβο, προκειμένου οι δύο πλευρές να συνεννοηθούν. Η Ρωσία θα μπορούσε να επιδιώξει την στήριξη της Γερμανίας στο να πείσει το Κίεβο για να διαπραγματευτεί θέματα, όπως η ομοσπονδιοποίηση και η απόσυρση από ορισμένες επαρχίες του Luhansk και του Ντόνετσκ – απαιτήσεις στις οποίες μέχρι σήμερα η ουκρανική κυβέρνηση αντιτάσσεται.

Η γερμανικήκυβέρνηση έχει επιρροή όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο Κίεβο. Το Βερολίνο θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στον καθορισμό του επιπέδου της πολυπόθητης οικονομικής βοήθειας και της πολιτικής στήριξης που θα λάβει η Ουκρανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επιπλέον, τα βασικά μέλη της φιλοδυτικής συμμαχίας στο Κίεβο έχουν μακροχρόνιους δεσμούς με τη Γερμανία και τα θεσμικά της όργανα. Η πρόταση Πούτιν ότι το Κίεβο θα πρέπει να επηρεαστεί ώστε να συνεργαστεί στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις, αποτελεί μια έμμεση αναφορά στη σχέση αυτή. Το Κρεμλίνο γνωρίζει τους δεσμούς της Γερμανίας με την Ουκρανία και την ανάγκη του Βερολίνου να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Μόσχα. Οι σχέσεις αυτές δίνουν το κίνητρο στη Γερμανία να συνεχίσει να ενεργεί ως μεσολαβητής στις προσπάθειες για άμβλυνση των εντάσεων στην ανατολική Ουκρανία.