Στρατηγική πολιτική στην εύφλεκτη χερσόνησο

Η Ελλάδα και ο επικίνδυνος υπό ανάδυση νέος βαλκανικός άξονας…

Του Σωτήρη Δημόπουλου

Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων επιλογών στην βαλκανική της πολιτική, που μπορούν είτε να την ισχυροποιήσουν, μέσω μιας νέας βαλκανικής συμμαχίας έναντι του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού, είτε να την μεταβάλουν σε ευάλωτο στόχο, ταυτοχρόνως, του τουρκο-αλβανικού και του σλαβικού αναθεωρητισμού. Οι, έως τώρα, κινήσεις εκ μέρους της Αθήνας δείχνουν την απουσία μιας μακρόπνοης στρατηγικής, με βάση τα νέα δεδομένα.

Αντιθέτως, εκδηλώνεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, και χωρίς αντίλογο από την αντιπολίτευση, η μια και μοναδική οδός «σωτηρίας»: η απόλυτη ταύτιση με τα, εικαζόμενα ως, συμφέροντα των ΗΠΑ, ώστε μέσω της εκδούλευσης να προφυλαχθεί η πολλαπλώς απειλούμενη εθνική μας κυριαρχία.

Ως γνωστόν, οι γεωπολιτικές «τεκτονικές» πλάκες καθώς μετακινούνται, ενεργοποιούν στα σημεία τριβής τους ιστορικά ρήγματα, που ως συνέπεια έχουν την εκδήλωση επαναληπτικών συγκρούσεων. Ένα τέτοιο «σημείο» είναι τα Βαλκάνια.

Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου είχε επιτρέψει την άμεση διείσδυση των ευρωατλαντικού παράγοντα σ’ όλη την βαλκανική ενδοχώρα. Κύριος στόχος της «νέας τάξης πραγμάτων» υπήρξε η δημιουργία μικρών και αδύναμων κρατών, ελεγχόμενων από τα ισχυρά δυτικά συμφέροντα, με παράλληλη εξάλειψη της όποιας ρωσικής παρουσίας.

Όπως σύντομα αποδείχθηκε, οι ανησυχίες όσων σχεδίαζαν την νέα Ευρώπη για τη «ρωσική απειλή» ήταν εύλογες, παρά το ότι όταν ξεκινούσαν την εφαρμογή των σχεδίων τους, η Ρωσία του Γιέλτσιν τρέκλιζε τόσο, όσο και ο τότε πρόεδρός της. Γιατί το εσωτερικό δυναμικό της αυτοκρατορίας παρέμενε πάντα ζωντανό και ανέμενε αυτόν που θα έθετε και πάλι τη μηχανή σε λειτουργία.

Όπερ και εγένετο! Μάλιστα, η ραγδαία δυτική επέλαση επιτάχυνε τις εξελίξεις στη ρωσική πολιτική σκηνή, καθώς ο εγωισμός της κρατικής ρωσικής ελίτ «πληγώθηκε» από την επονείδιστη αδυναμία της χώρας να αντιταχθεί στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Η Δύση, στην προσπάθειά της να ελέγξει τον βαλκανικό χώρο και να υπονομεύσει τους, εν δυνάμει συμμάχους της Ρωσίας, σλαβικούς λαούς, χρησιμοποίησε τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Αλβανοί, Βόσνιοι μουσουλμάνοι και Τούρκοι έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση του νέου βαλκανικού χάρτη. Οι εξωβαλκανικοί παράγοντες που διαμοίρασαν, προφανώς ιεραρχικά, τα «βαλκανικά ιμάτια» ήταν οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Τουρκία.

Οι Αμερικανοί κράτησαν τον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής, μέσω της νατοϊκής ομπρέλας, ενώ οι Γερμανοί έπαιρναν το οικονομικό τους μερίδιο, είτε άμεσα, είτε μέσω της Ε.Ε. Όσο για τους Τούρκους, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν σε οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτιστική επιρροή, από την Θράκη μέχρι τη Βοσνία και τις ακτές της Αδριατικής στην Αλβανία.

Με τη σημαία του μετριοπαθούς Ισλάμ και με την αρωγή «ευαγών» ατλαντικών ιδρυμάτων αλλά και του στενά συνεργαζόμενου μαζί τους Γκιουλέν, η Άγκυρα συγκρότησε ένα πυκνό δίκτυο ελέγχου στα Βαλκάνια. Υπό την ηγεσία του Ερντογάν αυτή η αυξανόμενη επιρροή ήλθε να «κουμπώσει» με το μεγαλεπήβολο όραμα της νεκρανάστασης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Στην Ιστορία, ωστόσο, τα σχέδια, όσο και καλά να είναι μελετημένα, κινδυνεύουν να μείνουν ημιτελή, καθώς παρεισφρέουν απρόβλεπτοι, αρχικώς, παράγοντες. Έτσι και το βαλκανικό γεωπολιτικό τοπίο αλλάζει δραματικά και προς άλλες κατευθύνσεις από αυτές που είχαν υπολογισθεί στις αρχές του 1990.

Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ, ή τέλος πάντως οι κύκλοι που κυριάρχησαν στην εξωτερική τους πολιτική, κατόρθωσαν εντέλει, έχοντας ολοκληρώσει επιτέλους την ουκρανική «πορτοκαλί επανάσταση», να υψώσουν ένα νέο αντιρωσικό παραπέτασμα.

Ένα «τείχος» κρατών, το οποίο ξεκινά από την Φινλανδία -που προφανώς επιζητά να αποτινάξει από πάνω της τον υποτιμητικό όρο της φινλανδοποίησης, που της φόρτωσε η πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ-, τις Βαλτικές Δημοκρατίες -που ιδεολογικά μάλλον ζουν με το μισό πόδι στην εποχή του μεσοπολέμου-, την Πολωνία –που δεν έχει διάθεση να αποκηρύξει τον καθολικό συντηρητισμό της-, την διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά Ουκρανία και καταλήγει στην νευρική Ρουμανία.

Όπως ήταν φυσικό, η Μόσχα δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια να ολοκληρωθεί η περικύκλωσή της και η αποκοπή της από την Ευρώπη, που είναι και ο πυρήνας της στόχευσης του νέου «τείχους». Εξαπέλυσε μια αντεπίθεση όπου και όπως μπορούσε, ψάχνοντας κυρίως τους αδύναμους κρίκους του αντιπάλου. Και αυτοί ήσαν, όπως αποδείχθηκε πολλοί: αρχικώς, στην Κριμαία και στο Ντονμπάς, στη Συρία και …στα Βαλκάνια.

Την ίδια ώρα η Δύση βρίσκεται σε κατάσταση εσωτερικής κρίσης, και οικονομικής και ταυτότητας, ενώ σταδιακά χάνει τη δυνατότητά της να λειτουργήσει με ενιαίο και συμπαγή τρόπο. Αυτό αντανακλάται χαρακτηριστικά στα βαλκανικά δρώμενα. Οι τρεις εξωγενείς παράγοντες που τα είχαν αναλάβει, βρέθηκαν σε μικρή ή μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Ιδιαίτερα η μεγαλομανία και ο τυχοδιωκτισμός του Ερντογάν τον έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, η οποία αντιλαμβανόταν ότι πλέον δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Πολλώ δεν μάλλον που ο «σουλτάνος» ερωτοτροπούσε με τη Ρωσία για τους δικούς του λόγους. Αυτό προκάλεσε σοβαρές δυσλειτουργίες του συστήματος που είχε δημιουργηθεί με τόσο κόπο τα προηγούμενα χρόνια. Η ρήξη μάλιστα Ερντογάν- (φιλοαμερικανού) Γκιουλέν «έσπασε» σε κομμάτια το τουρκικό δίκτυο.

Επιπλέον, μετά την ήττα των Δημοκρατικών, που είχαν το πάνω χέρι στον έλεγχο των Βαλκανίων –με την άμεση και συνεχή παρέμβαση του συστήματος Σόρος-, επιτάθηκε η γενική σύγχυση. Τέλος, το ιδανικό της ακμάζουσας Ε.Ε., που αποτελούσε και το δέλεαρ του γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας, έχει ξεθωριάσει ανεπανόρθωτα, ακόμη και για τους φτωχούς Βαλκάνιους.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η όξυνση των υποβοσκουσών έως πρόσφατα αντιθέσεων και εθνικών επιδιώξεων, που καλύπτονταν από την προοπτική της ευρωατλαντικής ενσωμάτωσης. Πλέον, τα σημεία τριβής στον βαλκανικό χώρο είναι αρκετά, και σε γενικές γραμμές γνωστά. Συνοπτικά αναφέρουμε:

> Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη η Σερβική Δημοκρατία, είναι ήδη υπ’ ατμόν για αποχώρηση.

>Οι Σέρβοι, εξοπλιζόμενοι από τους Ρώσους, ετοιμάζονται να διεκδικήσουν την περιοχή της Κόσοβσκα Μιτρόβιτσα και τις βόρειες περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, όπου κατοικούν ομοεθνείς τους.

> Οι Αλβανοί, με τη στήριξη της Τουρκίας, έχουν βάλει μπρος το σχέδιο για την Μεγάλη Αλβανία σε Σκόπια και Σερβία. Ήδη υπάρχει αλβανική κινητικότητα στην κοιλάδα του Πρέσεβο στην νότιο Σερβία, όπου δρα ο UCPMB παρακλάδι του UCK.

> Στα Σκόπια η αντιπαράθεση των Αλβανών με τους εθνικιστές Σλαβομακεδόνες του Γκρουέφσκι και του VMRO-DPMNE έχει φθάσει στα πρόθυρα του πολέμου, μετά και την άρνηση του προέδρου Ιβανόφ να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνηση στους Σοσιαλδημοκράτες του Ζάεφ, που συνεργάζεται με τα αλβανικά κόμματα.

> Ακόμη και στο Μαυροβούνιο, η πορεία του προς τις αγκάλες του ΝΑΤΟ, εν μέσω κατηγοριών για ρωσική ανάμειξη σε απόπειρα δολοφονίας του Τζουγκάνοβιτς, δεν θα είναι ανέφελη και θα επηρεαστεί οπωσδήποτε από τις εξελίξεις.

> Τέλος, είναι εξαιρετικά σημαντικές οι πολιτικές αλλαγές στη Βουλγαρία, καθώς μετά την νίκη του, σαφώς φιλορώσου, Ρούμεν Ράντεφ στις προεδρικές εκλογές, ίσως και οι εκλογές της 26ης Μαρτίου, με μια νίκη του σοσιαλιστικού κόμματος, ενισχύσουν τη στροφή «προς ανατολάς». Σε ό,τι αφορά την Βουλγαρία, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αντιτουρκική στροφή της Σόφιας, μετά την απροσχημάτιστη ανάμειξη της Άγκυρας στην προεκλογική διαδικασία με τη στήριξή της στο κόμμα DOST του Λιούτβι Μεστάν.

Είναι, ως εκ τούτου, ηλίου φαεινότερον ότι ήδη διαμορφώνεται μια νέα εικόνα των Βαλκανίων, όπου υφίσταται η δυναμική συγκρότησης δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Στο μεν ένα ανήκουν η Αλβανία, το Κόσσοβο και η Τουρκία. Στο δε άλλο η Σερβία και η Βουλγαρία. Το κλειδί των εξελίξεων, που μπορεί να ανοίξει και τον ασκό του Αιόλου, βρίσκεται στα Σκόπια. Αν οι Αλβανοί κινηθούν εναντίον των Σλαβομακεδόνων, με την ενίσχυση των Αλβανών της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου, δεν θα μείνουν αμέτοχοι ούτε οι Σέρβοι ούτε οι Βούλγαροι, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που έχουν τώρα με τους σκληροπυρηνικούς ηγέτες του VMRO.

Ήδη οι τελευταίοι, έχοντας νοιώσει εγκαταλελειμμένοι από τους επί δυόμιση δεκαετίες χορηγούς τους, βλέπουν την Μόσχα ως καταφύγιο τελευταίας ελπίδας –που δεν θα τους της αρνηθεί καθώς αποτελεί άλλον έναν αδύναμο κρίκο της Δύσης.

Αλλά και η Άγκυρα δεν θα μπορεί πλέον να βάζει τα αυγά της σε δυο καλάθια. Ο νεο-οθωμανισμός της εξάλλου εξυπηρετείται μόνον από τον αλβανικό παράγοντα και τους τουρκόφρονες πληθυσμούς στην Βαλκανική.

Για τη Δύση, ασφαλώς, ο κύριος κίνδυνος είναι η ρωσική κάθοδος, οι ρωσικοί αγωγοί φυσικού αερίου και η ακύρωση του σχεδίου περικύκλωσης της Μόσχας. Ενδεικτικές είναι οι σοβαρές ανησυχίες του Βερολίνου και Λονδίνου, που τρέχουν απεγνωσμένα να μαζέψουν ό,τι μπορούν, μέχρι να μπει ο Τραμπ στο «αυλάκι». Θα προλάβουν; Είναι πολύ αμφίβολο, δεδομένων και των δικών τους εσωτερικών ζητημάτων –BREXIT και γερμανικές εκλογές.

Και ερχόμαστε τώρα στην θέση της Ελλάδας απέναντι στην νέα πραγματικότητα που διαγράφεται στα βόρεια σύνορά της, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα ισχύ της και κυρίως την ανάγκη αποτροπής της πρωτεύουσας απειλής που είναι, χωρίς αμφιβολία, η τουρκική.

Βασικό μέλημα της Αθήνας πρέπει να είναι η δημιουργία συμμαχιών που να τη θωρακίσουν απέναντι στην επεκτατικότητα της Άγκυρας και της συναφούς με αυτήν επιθετικότητα της Αλβανίας. Ως εκ τούτου, αυτό που θα έπρεπε από τώρα να επιδιώξει είναι η συνεννόηση με Βελιγράδι και Σόφια, στην προοπτική ενός μικρού βαλκανικού άξονα. Και εντός αυτού, όσο και αν αυτή τη στιγμή να φαντάζει δύσκολο, θα μπορούσαν να ενταχθούν και τα Σκόπια.

Κι αυτό το στοιχείο είναι κομβικό για τα ελληνικά συμφέροντα. Η διάλυση του κράτους αυτού και ο διαμοιρασμός του θα δημιουργήσει, βορείως της Ελλάδος, μια μεγάλη Αλβανία και ένα ορφανό τμήμα που θα ζητήσει υιοθέτηση. Και όσον αφορά τις περαιτέρω βλέψεις της μεγάλης Αλβανίας στον ελληνικό χώρο και το πώς θα λειτουργήσει ομού μετά των δυνάμεων της Τουρκίας ως ασφυκτική μέγγενη προς τον ελληνισμό, δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

Ως προς τον ορφανό σλαβομακεδονικό πληθυσμό, όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός θα απορροφηθεί από τη Βουλγαρία. Και το πιθανότερο είναι ότι, για να πετύχει η υιοθεσία, να εμφανισθεί ισχυρότερος ο «μακεδονισμός», και μάλιστα εντός ενός νέου πανσλαβιστικού τόξου. Θα το επιθυμούσαμε αυτό; Αν θέλουμε να επιβιώσουμε, μάλλον όχι!

Γι’ αυτό είναι λάθος να επιχαίρουμε επειδή στα Σκόπια μπορεί να έχουμε αλβανική απόσχιση. Χωρίς υποχώρηση στα εθνικά μας δίκαια και στην ιστορική μας αλήθεια, και χωρίς να αλλάξουμε γεωπολιτικό προσανατολισμό, είμαστε καταδικασμένοι να κινηθούμε πολυεπίπεδα και αποφασιστικά, γιατί κρίνεται η ίδια η εθνική μας ύπαρξη.

Για το λόγο αυτό, η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να κάνει κάτι πολύ περισσότερο από τον ατζέντη ξένων συμφερόντων -ακόμη και στην Υπερκαυκασία(!)- για λίγα ψιχία προσοχής και προστασίας.

Πηγή